Αναβαθμισμένος θα είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο ρόλος της Τουρκίας στο σκηνικό που διαμορφώνουν οι επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ. Χθες ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε κάλεσε το Βερολίνο να δώσει το πράσινο φως για την παράδοση των Eurofighter στην Τουρκία και την Ε.Ε. να συνεργαστεί μαζί της. Στην Ουάσιγκτον παρατηρείται έντονη κινητικότητα προς την κατεύθυνση της άρσης των κυρώσεων, που εκτός των άλλων έθεσαν την Τουρκία εκτός του προγράμματος των F-35. Επίσης, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε την πώληση προηγμένων πυραυλικών συστημάτων στην Αγκυρα αξίας 300 εκατ. δολαρίων.
Παρέμβαση Ρούτε για πώληση Eurofighter
Σε «παρέμβαση» υπέρ της Τουρκίας στο ζήτημα της αγοράς των μαχητικών αεροσκαφών τύπου Eurofighter προχώρησε χθες ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Στην Αττάλεια, όπου βρέθηκε για την άτυπη σύνοδο των ΥΠΕΞ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ο Μαρκ Ρούτε δήλωσε αναφορικά με την πώληση Eurofighter στην Τουρκία ότι «ενθαρρύνω τη μη επιβολή περιορισμών στις πωλήσεις όπλων από τον έναν σύμμαχο στον άλλον. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί εντός της Συμμαχίας».
Η παρότρυνση του Ρούτε προς τους «συμμάχους» αφορούσε κυρίως τη Γερμανία, που έως τώρα φέρεται να έχει «μπλοκάρει» την πώληση των Eurofighter στην Αγκυρα λόγω της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης, ιδιαίτερα μετά τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου. Την απόφαση του Ολαφ Σολτς δείχνει πλέον να επιχειρεί να ανατρέψει ο διάδοχός του στη γερμανική καγκελαρία Φρίντριχ Μερτς, που την περασμένη Παρασκευή από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο το Βερολίνο να «ξεμπλοκάρει» την πώληση των Eurofighter. «Θα πρέπει να αποφασίσουμε ως προς αυτό το ερώτημα ως ομοσπονδιακή κυβέρνηση εάν θα πρέπει να παραδοθούν μαχητικά αεροσκάφη στην Τουρκία», είχε πει, ενώ το ζήτημα απασχόλησε τη συνάντηση με τον Ελληνα πρωθυπουργό στο Βερολίνο, την περασμένη Τρίτη.
Τόσο ο Φρίντριχ Μερτς όσο και ο Μαρκ Ρούτε ενδιαφέρονται παράλληλα για την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας. Διόλου, τυχαία, χθες στις δηλώσεις του στο πρακτορείο ειδήσεων Anadolu o γ.γ. του ΝΑΤΟ τόνισε ότι «η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας είναι κρίσιμη για ολόκληρη τη Συμμαχία», ενώ έφερε ως παράδειγμα τα εργοστάσια παραγωγής πυρομαχικών στο Τέξας των ΗΠΑ. «Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν [να παράγουν πυρομαχικά] χωρίς τη στενή συνεργασία με εταιρείες εδώ, στην Τουρκία», σημείωσε ο επικεφαλής της Συμμαχίας. Εξήρε παράλληλα τον ρόλο του Ερντογάν σχετικά με τις σημερινές συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη για την εκεχειρία στην Ουκρανία.
Η χθεσινή συνάντηση των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ ήταν η τελευταία πριν από τη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας τον Ιούνιο στη Χάγη, όπου θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις για την αύξηση του νατοϊκού στόχου ως προς τις αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών, κατ’ απαίτηση Τραμπ. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ Μάθιου Γουιτάκερ –λίγο πριν από τη σύνοδο στην Αττάλεια– προειδοποίησε ότι θα πρέπει πλέον το ποσοστό των αμυντικών δαπανών να ανέλθει στο 5% του ΑΕΠ. «Ζητάμε από τους συμμάχους μας να επενδύσουν στην άμυνά τους και να το εννοούν… Ζητάμε από τους Ευρωπαίους συμμάχους να γίνουν πιο ικανοί και ισότιμοι εταίροι», ανέφερε ο Γουιτάκερ. Σε περίπτωση που οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι αποτύχουν να συμφωνήσουν στις απαιτήσεις Τραμπ, υπάρχει πάντα η «απειλή» αποχώρησης των ΗΠΑ από τις νατοϊκές υποχρεώσεις και μη παροχής της παραδοσιακής τους «ασφάλειας» στην Ευρώπη.
Στη βάση, άλλωστε, αυτής της «απειλής» η Ε.Ε. «τρέχει» να ολοκληρώσει το φιλόδοξο αμυντικό πρόγραμμά της «Ετοιμότητα 2030 – Επανεξοπλισμός της Ευρώπης». Σε αυτό το πλαίσιο εντατικοποιούνται, μάλιστα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. σχετικά με την υιοθέτηση του κανονισμού Safe, του χρηματοδοτικού «εργαλείου» που θα «ξεκλειδώσει» δάνεια 150 δισ. ευρώ για την ευρωπαϊκή κοινή αμυντική παραγωγή.
Οι διαπραγματεύσεις αφορούν το περιθώριο συμμετοχής των τρίτων χωρών στα κοινά αμυντικά σχήματα. Η πρόταση περιορίζει προσώρας τη συμμετοχή μη κρατών-μελών της Ε.Ε. στο μάξιμουμ 35% της αξίας κάθε αγοράς, εκτός εάν αυτές οι τρίτες χώρες υπογράψουν συμφωνία «ασφάλειας» με το «μπλοκ». Στο σχετικό προσχέδιο του κειμένου του κανονισμού, το οποίο έχει δει η «Κ», το συνολικό ποσοστό με το οποίο θα συμμετέχουν οι αμυντικές εταιρείες τρίτων χωρών «δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 35%», με το 65% να αφορά ευρωπαϊκές, αντίστοιχες εταιρείες. Και εάν σε αυτό το σημείο ίσως υπάρξει συμφωνία, εκεί που φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη διαφωνούν είναι στην επιμονή της Γαλλίας να παραμείνει ο περιορισμός των υπεργολάβων τρίτων χωρών στα κοινά σχήματα στο 15%.
Αυτή την πληροφορία, που δημοσίευσαν χθες οι Financial Times, επιβεβαίωσαν στην «Κ» αρμόδιες ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές. Εναντι του περιοριστικού ποσοστού 15% αντιτίθεται κυρίως η Ιταλία, σύμφωνα με αρμόδια διπλωματική πηγή, συνεπικουρούμενη από τη Γερμανία, καθώς έχουν συνεργασία με αμυντικές βιομηχανίες τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Ρώμη και Βερολίνο ανησυχούν ότι κάποια κοινά αμυντικά πρότζεκτ τους με τρίτες χώρες ενδεχομένως δεν θα ευνοηθούν τελικά λόγω της γαλλικής επιμονής. Το Παρίσι μάλιστα «απειλεί» πως εάν δεν παραμείνει το 15%, το ζήτημα θα φθάσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες.
Με τη θέση της Γαλλίας ευθυγραμμίζεται για ευνόητους λόγους –δηλαδή ενός πιθανού «αποκλεισμού» της Τουρκίας– η Ελλάδα. Στο κείμενο πάντως υπάρχει παράλληλα ρητή αναφορά ότι ο κανονισμός «θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του ειδικού χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών», που αποτελεί «δικλίδα ασφαλείας». Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες, καταβάλλονται προσπάθειες ώστε οι διατυπώσεις σε επίπεδο νομικού κειμένου να παράσχουν τις απαιτούμενες διασφαλίσεις ότι σε μελλοντικές συμφωνίες για κοινοπραξίες κρατών-μελών με τρίτες χώρες, την επιμέλεια των οποίων θα έχει η Κομισιόν, οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με ομοφωνία και όχι με ειδική πλειοψηφία. Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος μετράει αντίστροφα, καθώς η πολωνική προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. επιδιώκει συμφωνία επί του κανονισμού έως τα τέλη του μήνα και ιδανικά στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 27ης Μαΐου.
H Αγκυρα και η ασφάλεια της Ευρώπης
Η τουρκική αμυντική βιομηχανία βρίσκεται σε περίοδο ακμής, με την κυβέρνηση του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να ενισχύει τις ένοπλες δυνάμεις με νέο εξοπλισμό. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη επιλέγει να αγνοήσει την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, ικανοποιημένη για την ύπαρξη πάνοπλου συμμάχου, πρόθυμου να προστατεύσει τα ευρωπαϊκά νώτα από τη ρωσική επιθετικότητα.
«Εχει καταστεί σαφές ότι ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν νοείται χωρίς την Τουρκία και ειδικά την αμυντική βιομηχανία της», είπε τον περασμένο μήνα ο Ερντογάν, λίγες εβδομάδες μετά την οικονομική αναταραχή και τις μαζικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν με αφορμή τη σύλληψη του πολιτικού αντιπάλου του προέδρου και δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου. Παρά το «πάγωμα» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε. τα τελευταία έξι χρόνια, η περιφρόνηση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ και η αδιαφορία του για την ευρωπαϊκή ασφάλεια καθιστούν «τον ρόλο της Τουρκίας κρίσιμο και την προσέγγιση με την Αγκυρα αναπόφευκτη για την Ε.Ε.», όπως επισημαίνει δυτικός διπλωμάτης.
«Comeback του Ερντογάν»
Η Washington Post κάνει λόγο για το μεγάλο comeback του Ταγίπ Ερντογάν, που μέχρι πρότινος ήταν στριμωγμένος εσωτερικά, αφού η σύλληψη του πολιτικού αντιπάλου του, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου πυροδότησε μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Η ανακοίνωση του ΡΚΚ ότι καταθέτει τα όπλα θεωρείται εξαιρετικά ευνοϊκή εξέλιξη για τον Τούρκο πρόεδρο, αφού θα μπορούσε να του εξασφαλίσει την απαραίτητη κουρδική ψήφο για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να παρατείνουν την παραμονή του στην εξουσία.
Η πρόταση του Ερντογάν να φιλοξενήσει τριμερή συνάντηση σήμερα στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ουκρανίας, Ρωσίας και ΗΠΑ υπογράμμισε το ενισχυμένο αμυντικό και διπλωματικό κύρος της Τουρκίας. Ο Ερντογάν διατηρεί καλές σχέσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ –μέρος της στρατηγικής που ο Τούρκος πρόεδρος αποκαλεί «ισορροπημένη» προσέγγιση στην ουκρανική σύρραξη– και η Τουρκία καλλιεργεί συστηματικά σχέσεις με τη Μόσχα, προσφέροντας παράλληλα αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία.
«Υπάρχει μια δίψα για αμυντική προσέγγιση με την Τουρκία και για διάνοιξη διόδων επικοινωνίας», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος. Το τουρκικό πολεμικό ναυτικό ελέγχει την είσοδο στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, με 355.000 στρατεύσιμους, είναι οι μεγαλύτερες από τους ευρωπαϊκούς στρατούς του ΝΑΤΟ. Την ώρα που η Ευρώπη πασχίζει να συστήσει δύναμη ασφαλείας για την Ουκρανία με 30.000 στρατιώτες, ο τουρκικός στρατός θα μπορούσε να συγκεντρώσει ταχύτατα τέτοια ειρηνευτική δύναμη, εφόσον του ανατεθεί κάτι τέτοιο. Οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας έχουν άλλωστε αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία σε αποστολές στο εξωτερικό σε Λιβύη και Σομαλία. «Οι Τούρκοι γνωρίζουν πώς να κάνουν χρήση στρατιωτικής βίας. Οι αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις τους υπήρξαν αποτελεσματικές και έχουν άριστη γνώση των drones», λέει δυτικός αξιωματούχος.
Η Baykar, που προμήθευσε την Ουκρανία με drones από τις πρώτες εβδομάδες της ρωσικής εισβολής, υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία συμπαραγωγής με τον ιταλικό αμυντικό κολοσσό Leonardo. Η συμφωνία θα επιτρέψει στην τουρκική εταιρεία να διεισδύσει στην ευρωπαϊκή αγορά.
Προς άρση κυρώσεων CAATSA από τον Τραμπ
Επειτα από εβδομάδες σχετικής στασιμότητας στο θέμα των αμερικανικών κυρώσεων CAATSA που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία, φαίνεται πως καταγράφεται εκ νέου κινητικότητα, η οποία δεν αποκλείεται να οδηγήσει σύντομα σε εξελίξεις.
Πηγές στην Ουάσιγκτον αναφέρουν ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσανατολίζεται στην άρση των εναπομεινάντων περιορισμών που, εδώ και περίπου πέντε χρόνια, εμποδίζουν την ενίσχυση των αμυντικών δεσμών μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, έναν διακηρυγμένο στόχο και των δύο πλευρών, όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί σε όλες τις επίσημες τοποθετήσεις.
Ελληνοτουρκικά: Συνέχιση διαλόγου παρά τα προβλήματα με την Αγκυρα
Σε αυτή την κατεύθυνση, μόλις χθες το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε την πώληση προηγμένων πυραυλικών συστημάτων στην Τουρκία, συνολικής αξίας άνω των 300 εκατ. δολαρίων. Συγκεκριμένα εγκρίθηκε η πώληση πυραύλων μέσου βεληνεκούς αέρος αέρος AIM-120C-8, αξίας 225 εκατ. δολαρίων, καθώς και πυραύλων AIM-9X Sidewinder Block II, αξίας 79,1 εκατ. δολαρίων. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει με σαφήνεια την πρόθεση για περαιτέρω ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Υπενθυμίζεται ότι οι κυρώσεις CAATSA είχαν επιβληθεί, μεταξύ άλλων, στις Τουρκικές Αμυντικές Βιομηχανίες (SSB) και όχι στο σύνολο του τουρκικού κράτους. Συνεπώς, εφόσον συμβαλλόμενο μέρος σε μια αμυντική συναλλαγή δεν είναι οι συγκεκριμένες οντότητες, τότε η εκάστοτε πώληση θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός του πλαισίου εφαρμογής των κυρώσεων. Ετσι ακριβώς συνέβη και με τα μαχητικά αεροσκάφη F-16.
Καθοριστικό ρόλο στην ανακίνηση του ζητήματος των κυρώσεων φαίνεται πως έπαιξαν δύο παράγοντες. Η τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ – Ερντογάν πριν από δέκα ημέρες και η άφιξη –την ίδια ημέρα– του νέου πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αγκυρα, Τομ Μπαράκ. Αν και το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο ηγετών δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, καλά πληροφορημένες πηγές στην Ουάσιγκτον επιβεβαιώνουν ότι το θέμα των κυρώσεων τέθηκε εκ νέου από τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος φέρεται να αιτήθηκε την άρση τους χωρίς καθυστερήσεις.
Ο νέος πρεσβευτής Τομ Μπαράκ από την πλευρά του εμφανίζεται αποφασισμένος να εκμεταλλευθεί στο έπακρον τον νέο ρόλο του και να εργαστεί μεθοδικά για την πλήρη αποκατάσταση και ενίσχυση των διμερών σχέσεων, μια στάση που στην Ουάσιγκτον ερμηνεύεται ήδη ως προπομπός εξελίξεων –σε πρώτο στάδιο– στο μέτωπο των κυρώσεων. Ο Μπαράκ είχε μάλιστα χθες την πρώτη επίσημη συνάντηση με τον Ερντογάν, στο πλαίσιο της επίδοσης των διαπιστευτηρίων του.
Η πιθανή άρση των κυρώσεων, η οποία συνεπάγεται και την αποδέσμευση των μαχητικών F-35 προς την Τουρκία, έχει προκαλέσει εντονότατη ανησυχία στο Ισραήλ, το οποίο αντιλαμβάνεται ότι η επιδείνωση των σχέσεών του με την Ουάσιγκτον, σε συνδυασμό με την έλλειψη ειλικρινούς επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο και τις ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις –με τις περισσότερες εκ των οποίων διαφωνεί–, περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια επιρροής του στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Παρά την πρόσφατη κινητοποίηση του εβραϊκού λόμπι στο Κογκρέσο, εκφράζεται προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των σχετικών δράσεων και σύμφωνα με πληροφορίες αυτή την ανησυχία εξέφρασε ανοικτά στους στενούς συνεργάτες του ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου τα τελευταία 24ωρα.
Όπως αναφέρουν πηγές στο Κογκρέσο, στην παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται αποκλειστικά από τον πρόεδρο. Μόλις οριστικοποιηθεί μια επιλογή του, ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιείται για την υλοποίησή της, χωρίς αντιστάσεις. «Αν ο πρόεδρος έχει αποφασίσει την άρση των κυρώσεων στην Τουρκία, ο τρόπος θα βρεθεί και το σύστημα απλώς θα ακολουθήσει», ανέφερε χαρακτηριστικά στην «Κ» πηγή με άριστη γνώση των διεργασιών, παραπέμποντας μάλιστα στην άρση των πολύ πιο σύνθετων και ευρείας κλίμακας κυρώσεων κατά της Συρίας – μια απόφαση που ελήφθη από τον ίδιο τον πρόεδρο, επειδή, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, «του το ζήτησαν η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία».
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» –σε μια σαφή απόκλιση από τη μακροχρόνια πρακτική του Λευκού Οίκου– οι αρμόδιες επιτροπές του Κογκρέσου δεν είχαν ενημερωθεί ούτε τυπικά για την άρση των κυρώσεων κατά της Συρίας. Η παράκαμψη αυτή ερμηνεύεται ως σαφής ένδειξη ότι η εκτελεστική εξουσία αντιμετωπίζει τη νομοθετική ως ένα θεσμό χωρίς πραγματικά περιθώρια επιρροής.
Το ίδιο κλίμα μετέφερε πρόσφατα, σε κλειστή συνάντηση με μέλη της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Τζιμ Ρις, τονίζοντας ότι τα περιθώρια αντίδρασης του Κογκρέσου σε περίπτωση που ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποβάλει επίσημο αίτημα πώλησης των F-35 στην Τουρκία είναι πρακτικά ανύπαρκτα.