Ως μέτρο πίεσης στον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, θέλει να επιβάλλει δασμούς στο 100% για τις εισαγωγές προϊόντων από την Ινδία και την Κίνα, σύμφωνα με δημοσιεύματα των Financial Times, του BBC και του Bloomberg.
Σε συνάντηση Αμερικανών και αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουάσινγκτον, τέθηκε αυτό το αίτημα, για να ενισχυθούν οι οικονομικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, όπως έγινε γνωστό. Σύμφωνα με κορυφαίο αξιωματούχο οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αυτή την Κίνα, αλλά μόνο εφόσον οι Ευρωπαίοι εταίροι είναι σύμφωνοι, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Η πρόταση του προέδρου Τραμπ αντικατοπτρίζει την απογοήτευσή του για το αδιέξοδο στις προσπάθειες διαπραγμάτευσης ειρηνευτικής συμφωνίας, ακόμη και μετά τη συνάντηση κορυφής που είχε με τον Πούτιν στην Αλάσκα. Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις με drones, πραγματοποιώντας την περασμένη εβδομάδα τη μεγαλύτερη αεροπορική επιδρομή από την έναρξη του πολέμου.
Μετά τη σύσκεψη στην Ουάσινγκτον, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι αναμένει τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο «αυτή την εβδομάδα ή στις αρχές της επόμενης».
Η κίνηση του Αμερικανού προέδρου έρχεται στον απόηχο της συνόδου κορυφής στην Κίνα, όπου Πούτιν, Σι Τζινπίνγκ και Ναρέντρα Μόντι εμφανίστηκαν με κοινό μέτωπο απέναντι στη Δύση. Τον περασμένο μήνα, οι ΗΠΑ αύξησαν στο 50% τους δασμούς σε ινδικά προϊόντα, απαντώντας στις αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί.
Facebook TwitterΟ Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ( κέντρο), ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν (αριστερά) και ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν (δεξιά) φτάνουν για μια δεξίωση στο Μεγάλο Μέγαρο του Λαού στο Πεκίνο / Φωτ: EPA
Την Τρίτη, ο Τραμπ έγραψε στην πλατφόρμα Truth Social ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ινδία βρίσκονται σε εξέλιξη: «Η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν συνομιλίες για την άρση εμποδίων στο εμπόριο. Ανυπομονώ να μιλήσω με τον πολύ καλό μου φίλο, πρωθυπουργό Μόντι, τις επόμενες εβδομάδες».
Στις διαβουλεύσεις στην Ουάσινγκτον συμμετείχαν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υπό τον επικεφαλής κυρώσεων της ΕΕ, Ντέιβιντ Ο’Σάλιβαν, μαζί με υψηλόβαθμα στελέχη του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
(Με πληροφορίες από Guardian)