εξελίξεις στο Qatargate

Συνεχίζονται οι καταιγιστικές εξελίξεις σε σχέση με το σκάνδαλο Qatargate, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιδιώκει να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο.

Η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει κινήσει κατεπείγουσα διαδικασία για την άρση ασυλίας των ευρωβουλευτών Ταραμπέλα και Κοτσολίνο. Η Ρομπέρτα Μετσόλα προχώρησε στην εν λόγω κίνηση μετά από αίτημα των βελγικών δικαστικών αρχών, ζητώντας από όλες τις υπηρεσίες και τις επιτροπές του Κοινοβουλίου να δώσουν προτεραιότητα στη διαδικασία αυτή, με σκοπό την ολοκλήρωσή της έως τις 13 Φεβρουαρίου 2023.

Στο μεταξύ κι ενώ οι εξελίξεις κορυφώνονται, η Εύα Καϊλή έχει καταθέσει νέο αίτημα αποφυλάκισης ώστε να βρίσκεται υπό κατ’ οίκον περιορισμό αντί της προσωρινής κράτησης. Στις συνολικότερες εξελίξεις τώρα, τα πρώτα διαδικαστικά βήματα έχουν ολοκληρωθεί και η πρόεδρος θα ανακοινώσει το αίτημα στην Ολομέλεια με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, στις 16 Ιανουαρίου. Στη συνέχεια, το αίτημα θα παραπεμφθεί στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων για πρόταση απόφασης.

Το ερώτημα που παραμένει, ωστόσο, είναι ο ρόλος των δύο ευρωβουλευτών στο σκάνδαλο διαφθοράς που έχει πλήξει τα θεμέλια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Από την πρώτη στιγμή που το όνομά του ενεπλάκη στο σκάνδαλο Qatargate, ο Αντρέα Κοτσολίνο δήλωνε αθώος, έντονα ταραγμένος, καθώς και βαθιά αγανακτισμένος, θέτοντας εαυτόν στη διάθεση του Βέλγου δικαστή Michael Claise, υπεύθυνου για την έρευνα του Qatargate. Ωστόσο, σύμφωνα με τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, ο ρόλος του στην υπόθεση δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Σύμφωνα με τους ανακριτές, ο Ναπολιτάνος ευρωβουλευτής είχε σταθερό ρόλο στην οργάνωση, αποτελώντας έναν εκ των πυλώνων της, μαζί με τους Πιερ Αντόνιο Παντσέρι και Φραντζέσκο Τζόρτζι.

Οι πράκτορες της Vsse, της βελγικής μυστικής υπηρεσίας που ερεύνησε πρώτη το θέμα, κάνουν λόγο για μια «ομάδα παρέμβασης» με μισθοδοσία από το Μαρόκο, μέλος της οποίας ήταν ο Κοτσολίνο. Μια οργάνωση που δούλευε «λαθραία», είχε δημιουργήσει «σταθερή συνεργασία» χρησιμοποιώντας ένα δίκτυο επιρροής και η οποία λειτουργούσε με «μια διακριτικότητα που υπερέβαινε τη σύνεση», χρησιμοποιώντας κωδικοποιημένη γλώσσα, αναφέρει χαρακτηριστικά το ρεπορτάζ της «La Repubblica».