Απόλυτα έκρυθμες καταστάσεις ζει πλέον το Ιράν μετά το θάνατο της 22χρονης Μάχσα Αμινί λίγες ημέρες μετά από τη σύλληψη της από την αστυνομία ηθών.
Τουλάχιστον 31 είναι οι πολίτες που έχουν χάσει τη ζωή τους από τις δυνάμεις καταστολής του Ιράν κατά τη διάρκεια των μαζικών διαδηλώσεων που πραγματοποιούνται σε πάνω από 30 πόλεις, για τον θάνατο της 22χρονης.
«Ο λαός του Ιράν έχει βγει στους δρόμους για τα θεμελιώδη δικαιώματά του και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και η κυβέρνηση απαντά στην ειρηνική διαμαρτυρία του με σφαίρες», δήλωσε ο διευθυντής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ιράν Μαχμούντ Αμίρι-Μόγκανταμ δημοσιεύοντας έναν πρώτο απολογισμό θυμάτων για τις έξι ημέρες κινητοποιήσεων.
Το IHR είπε ότι επιβεβαίωσε ότι πραγματοποιούνται διαδηλώσεις σε περισσότερες από 30 πόλεις και άλλα αστικά κέντρα, εγείροντας συναγερμό για «μαζικές συλλήψεις» διαδηλωτών και ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών.
Νωρίτερα, η κουρδική οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα Hengaw είπε ότι 15 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επαρχία Κουρδιστάν και σε άλλες περιοχές του βόρειου Ιράν όπου κατοικούν Κούρδοι, εκ των οποίων οι οκτώ το βράδυ της Τετάρτης.
Στο μεταξύ η κυβέρνηση συνεχίζει να κρατά ιδιαίτερα σκληρή στάση απέναντι στο θέμα των γυναικών, πολλές από τις οποίες βγαίνουν στους δρόμους κόβοντας τα μαλλιά τους και διαδηλώνοντας.
Ο πρόεδρος του Ιράν μάλιστα Εμπραχίμ Ραϊσί, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, απαίτησε από δημοσιογράφο του CNN να φορέσει μαντήλα, εφόσον επιθυμεί συνέντευξη από τον ίδιο.
Η δημοσιογράφος Κριστιάν Αμανπούρ ανέφερε σε ανάρτησή της στο twitter το γεγονός, δηλώνοντας πως επρόκειτο για την πρώτη επίσημη προγραμματισμένη συνέντευξη του Ιρανού προέδρου επί αμερικανικού εδάφους. Ασφαλώς η συνέντευξη ματαιώθηκε.
«Μετά από εβδομάδες ετοιμασιών και πολύωρες διαδικασίες για την εγκατάσταση μεταφραστικού εξοπλισμού, φώτων και καμερών, ήμασταν έτοιμοι. Αλλά ο πρόεδρος Ραϊσί δεν εμφανίστηκε. Σαράντα λεπτά αργότερα ήρθε ένας βοηθός. Όπως μου είπε, ο πρόεδρος πρότεινε να φορέσω μαντήλα, γιατί είναι οι ιεροί μήνες του Μουχαράμ και του Σαφάρ», ανέφερε αρχικά η Κριστιάν Αμανπούρ.
«Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη, όπου δεν υπάρχει νόμος ή παράδοση σχετικά με τις μαντήλες. Τόνισα ότι κανένας Ιρανός πρόεδρος στο παρελθόν δεν το είχε απαιτήσει όταν τους έπαιρνα συνέντευξη εκτός Ιράν», πρόσθεσε.
«Ο βοηθός ξεκαθάρισε ότι η συνέντευξη δεν θα πραγματοποιούνταν αν δεν φορούσα μαντήλα. Έκανε λόγο για “ζήτημα σεβασμού” και μίλησε για την “κατάσταση στο Ιράν” – αναφερόμενος στις διαδηλώσεις που σαρώνουν τη χώρα», συνέχισε και συμπλήρωσε ότι «και πάλι, είπα ότι δεν μπορούσα να συμφωνήσω με αυτό το πρωτοφανές και απροσδόκητο αίτημα», τονίζει.
«Και έτσι φύγαμε. Η συνέντευξη δεν έγινε. Την ώρα που οι διαδηλώσεις συνεχίζονται και άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, θα ήταν μια σημαντική στιγμή για να μιλήσω με τον Πρόεδρο Ραϊσί», κατέληξε.
Υπενθυμίζεται ότι όλα άρχισαν όταν η Μάσχα Αμινί συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου στην Τεχεράνη λόγω «απρεπούς ένδυσης». Μάρτυρες είπαν ότι οι αρχές την χτύπησαν μέσα στο αστυνομικό βαν. Η 22χρονη μεταφέρθηκε σε κέντρο επανεκπαίδευσης και πέθανε σε νοσοκομείο στις 16 Σεπτεμβρίου.
Οι ιρανικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι ο θάνατός της οφείλεται σε καρδιακή προσβολή και «προϋπάρχουσες συνθήκες υγείας», τις οποίες η οικογένειά της διέψευσε κατηγορηματικά.
Η Αμινί ήταν σε κώμα όταν πέθανε, με τον θάνατό της να πυροδοτεί ένα μαζικό κύμα οργής στην κοινωνία -ανεξαρτήτου φύλου- ενώ διαδηλώσεις έχουν επίσης πραγματοποιηθεί σε Λίβανο, Κωνσταντινούπολη και Βερολίνο.
Ο θάνατος της Αμινί οδήγησε υψηλόβαθμους Ιρανούς αξιωματούχους να τοποθετηθούν δημόσια εναντίον της αστυνομίας ηθών, γνωστή με το όνομα Γαστ-ε- Ερσάντ ή ως «περιπολία προσανατολισμού».
Ο βουλευτής Τζαλάλ Ρασιντί Κουτσί εκτίμησε ότι η αστυνομία ηθών «προκάλεσε ζημιά στη χώρα».
«Προκειμένου να αποφευχθεί να επαναληφθούν τέτοια περιστατικά, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι περιπολίες προσανατολισμού πρέπει να αναθεωρηθούν», τόνισε ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Μοχαμάντ Μπαγέρ Γαλιμπάφ.
Άλλος βουλευτής πρότεινε την κατάργηση της αστυνομίας ηθών.
«Πιστεύω ότι εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας της Γαστ-ε- Ερσάντ να περάσει την κουλτούρα του χιτζάμπ, αυτή η μονάδα θα πρέπει να καταργηθεί, προκειμένου τα παιδιά αυτής της χώρας να μην φοβούνται όταν τη συναντούν», δήλωσε ο Μοϊνοντίν Σαϊντί.