Σχεδόν δύο χιλιετίες μετά την καταστροφική έκρηξη του Βεζούβιου που ισοπέδωσε μια ακμάζουσα ρωμαϊκή πόλη, η επιστήμη στρέφεται πλέον στα ψηφιακά εργαλεία για να ζωντανέψει τη χαμένη Πομπηία. Οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών έχουν φέρει στο φως εντυπωσιακά κτίρια, αντικείμενα που έμειναν θαμμένα για αιώνες, πολύχρωμες τοιχογραφίες και τραγικά αποτυπώματα των κατοίκων της. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής δομής δεν έχει σωθεί, αφήνοντας σημαντικά κενά για το πώς ήταν η καθημερινότητα στη ρωμαϊκή πόλη της Καμπανίας.
Με τη βοήθεια προηγμένων τεχνολογιών, οι ερευνητές εντοπίζουν πλέον στοιχεία που είχαν μείνει αόρατα: ίχνη από πύργους, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες που υπεδείκνυαν κύρος και πλούτο, και χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου που δεν είχαν καταγραφεί ποτέ πριν.
Η Δρ. Σουζάν Μουθ από το Πανεπιστήμιο Humboldt εξηγεί ότι η ψηφιακή ανασύνθεση της αρχαίας αρχιτεκτονικής επιτρέπει μια πιο πλήρη και ακριβή εικόνα της πόλης και του τρόπου ζωής των κατοίκων της. Τα αποτελέσματα του προγράμματος “Pompeii Reset”, τα οποία δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, ενδέχεται να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό όσα θεωρούσαμε δεδομένα για την Πομπηία.
Από τα ερείπια στη ψηφιακή αναβίωση
Η ιδέα ξεκίνησε το 2022, όταν η Μουθ επισκέφθηκε την Πομπηία μαζί με τους φοιτητές της και είδε από κοντά τις προσπάθειες διατήρησης του αρχαιολογικού χώρου σε ένα περιβάλλον που αλλάζει. Προτείνοντας μια μη επεμβατική μέθοδο έρευνας, υποστήριξε τη λύση της ψηφιακής ανασυγκρότησης ως τρόπο προστασίας και παράλληλης μελέτης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το Αρχαιολογικό Πάρκο συνεργάζεται πλέον με το Πανεπιστήμιο Humboldt, αξιοποιώντας τεχνολογίες όπως LiDAR και φωτογραμμετρία για τη δημιουργία ακριβών τρισδιάστατων μοντέλων των κτισμάτων. Μέσα από λεπτομέρειες στους τοίχους –όπως τρύπες ή υποδοχές για δοκάρια– οι επιστήμονες επιχειρούν να αναδομήσουν ψηφιακά την αρχική μορφή των κτιρίων.
Εν τω μεταξύ, νεότερες αρχαιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η Πομπηία δεν εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά την έκρηξη του 79 μ.Χ. Κάτοικοι επέστρεψαν για σύντομο διάστημα, μετατρέποντας μάλιστα τα ισόγεια σε εργαστήρια ή αποθηκευτικούς χώρους, μέχρι που μια νέα ηφαιστειακή δραστηριότητα τον 5ο αιώνα οδήγησε στην οριστική εγκατάλειψη.
Όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές τον 18ο αιώνα, τα κατώτερα επίπεδα βρέθηκαν εξαιρετικά διατηρημένα, σε αντίθεση με τους ορόφους που είχαν καταρρεύσει. Για πολλά χρόνια οι έρευνες επικεντρώνονταν στα εντυπωσιακά έργα τέχνης, ωστόσο σύγχρονες μελέτες κατέδειξαν ότι ακόμη και οι εύπορες οικογένειες χρησιμοποιούσαν τους πάνω ορόφους, όπου έχουν εντοπιστεί ίχνη πολυτελών αντικειμένων.
Η αποκάλυψη μιας χαμένης σκάλας
Σε μια από τις τελευταίες μελέτες, η ομάδα εξέτασε την Casa del Tiaso – μια μεγάλη, πολυτελή κατοικία. Εκεί εντόπισαν μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, αλλά και σημάδια που υποδήλωναν την ύπαρξη δεύτερης ξύλινης σκάλας, πιθανώς προς έναν τρίτο. Η ψηφιακή ανασύνθεση αποκάλυψε ότι οι όροφοι σχημάτιζαν ουσιαστικά έναν πύργο – κάτι που θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα απίθανο για κατοικία εντός των ορίων της πόλης.
Το μέλλον της αρχαιολογίας
Η Μουθ παρομοιάζει τη διαδικασία με αστυνομική έρευνα: κάθε μικρό στοιχείο μελετάται, συγκρίνεται και αξιολογείται, ώστε να δημιουργηθεί σταδιακά ένα αξιόπιστο τρισδιάστατο μοντέλο. Τα ψηφιακά «δίδυμα» των κτιρίων επιτρέπουν ακόμη και εικονικές αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής, από τα συμπόσια έως τις δύσκολες εργασιακές συνθήκες της εποχής.
Τελικός στόχος της ομάδας είναι η πλήρης ψηφιακή ανακατασκευή της Casa del Tiaso, χωρίς να σημαίνει ότι το έργο σταματά εκεί: φιλοδοξία τους είναι να αποκαταστήσουν ψηφιακά όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα της αρχαίας πόλης. Η ψηφιακή αρχαιολογία συμβάλλει επίσης στον εντοπισμό ζημιών στον χώρο και στον σχεδιασμό δράσεων προστασίας.
Περισσότερα από 13.000 δωμάτια έχουν αποκαλυφθεί από το 1748, ενώ περίπου το ένα τρίτο της αρχαίας Πομπηίας παραμένει ακόμη θαμμένο, διατηρώντας έναν σημαντικό πυρήνα για τις μελλοντικές γενιές αρχαιολόγων.
Πηγή: newsbomb.gr
