Νέα εποχή για τις χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ, ειδικά αυτές στην Ευρώπη, που προγραμματίζουν να αυξήσουν τις αμυντικές τους ικανότητες, «βάζοντας» βαθιά το χέρι στην τσέπη, ύστερα (και) από πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι ηγέτες της Συμμαχίας υποστήριξαν το μέτρο, με τα μέλη της Συμμαχίας να εγκρίνουν υψηλότερο στόχο αμυντικών δαπανών ύψους 5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έως το 2035.
Κάθε κράτος του ΝΑΤΟ θα αποφασίσει μόνο πώς θα διαμορφώσει τον κρατικό προϋπολογισμό ώστε να φτάσει τον συγκεκριμένο στόχο επένδυσης στην Άμυνα αλλά και πώς θα κατανείμει αυτά τα χρήματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλοντας να διευκολύνει τις προσπάθειες, επιτρέπει στα μέλη να αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο για τέσσερα χρόνια, χωρίς πειθαρχικά μέτρα που κανονικά θα ίσχυαν όταν το εθνικό έλλειμμα υπερβεί το 3%.
Τον περασμένο μήνα, οι Υπουργοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν, επίσης, τη δημιουργία ταμείου εξοπλισμών ύψους 150 δισ. ευρώ, χρησιμοποιώντας κοινό δανεισμό ώστε να χορηγήσει δάνεια σε ευρωπαϊκές χώρες για κοινά αμυντικά έργα.
Αντέχει η Ευρώπη την αύξηση των αμυντικών δαπανών;
Η αλυσίδα χρηματοοικονομικών εταιρειών, Capital Economics, «βλέπει» αύξηση του δημοσιονομικού ρίσκου και του κινδύνου sell–off στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων σε κάποιο σημείο τα επόμενα χρόνια. Οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο να επιδεινώσουν την ήδη «εύθραυστη» δημοσιονομική τους θέση είναι το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία, σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο.
Αν η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως και χρηματοδοτηθεί μέσω δανεισμού, ο στόχος για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ θα μπορούσε να επιβαρύνει τα χρέη έως και κατά 10% του ΑΕΠ ή και παραπάνω την επόμενη δεκαετία, βάσει των υπολογισμών.
Ασφαλώς, η αύξηση των δαπανών δεν θα είναι απότομη, αφού ο στόχος πρέπει να επιτευχθεί έως το 2035, σύμφωνα με τους αναλυτές. Ωστόσο, η Capital Economics εστιάζει σε τρία βασικά σημεία σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις:
Πρώτον, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναμένεται να αυξήσουν σε κάποιο βαθμό τις αμυντικές τους δαπάνες, αλλά να μην φτάσουν στον στόχο του 3,5% στο προσεχές μέλλον. Άλλωστε και στο παρελθόν, οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν αποτύχει να «πιάσουν» τον στόχο για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, η Capital Economics εκτιμά ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα δώσει μονάχα μία μικρή ώθηση στο ΑΕΠ, τα επόμενα χρόνια. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη είναι, πιθανότατα, αρκετά κάτω του 1, εν μέρει διότι οι οικονομίες λειτουργούν ήδη κοντά στην πλήρη δυναμική παραγωγικότητα.
Τρίτον, η αύξηση των αμυντικών δαπανών ενδέχεται να εντείνει τις δημοσιονομικές πιέσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ οδηγούν τα χρέη σε ανοδική «τροχιά», ύψους έως και 10%. Όμως, ορισμένες χώρες είναι καλύτερα προετοιμασμένες να χρηματοδοτήσουν τις δεσμεύσεις προς το ΝΑΤΟ σε σύγκριση με άλλες, όπως επεσήμανε ο επενδυτικός οίκος.
Στην περίπτωση του Βελγίου, της Γαλλίας και της Ιταλίας, μία τέτοιας κλίμακας αύξηση του δανεισμού εκθέτει τις χώρες στον κίνδυνο ενός sell–off των ομολόγων τους.