Οι οδηγοί και οι τροφοδότες της ομάδας του Δανού υπολοχαγού Αντερς Λάσσεν
Ο τάφος του Άντερς Λάσσεν μεταξύ δύο φίλων του στη λίμνη Commachio της Ιταλίας. Ο Λάσσεν σκοτώθηκε εκεί στις 9 Απριλίου 1945, λίγες ημέρες πριν τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (πηγή : αρχείο οικογένειας Άντερς Λάσσεν)

Στην παραλία Τρυπητής – Αγίου Σάββα, στις 23 Ιουνίου 1943, αποβιβάστηκαν δύο ομάδες σαμποτέρ. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Δανό υπολοχαγό Άντερς Λάσσεν για το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου και η δεύτερη ομάδα, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Κένεθ Λάμομπυ για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου. Ακολούθησε μετά από λίγες ημέρες μία ακόμη ομάδα με επικεφαλής τον υπολοχαγό Ρόνυ Ροβς, για το αεροδρόμιο Τυμπακίου.

Και τις τρεις ομάδες συντόνιζε, από την αποβίβασή τους ως το τέλος των επιχειρήσεων και την επιστροφή τους στην ίδια παραλία, ο υπολοχαγός Ντέιβιντ Σάδερλαντ, με έναν ασυρματιστή. Εγκαταστάθηκαν σε μια μικρή σπηλιά της απόκρημνης ακτής με τον ασύρματό τους και από εκεί ο Σάδερλαντ παρακολουθούσε τα γεγονότα και έδιδε τις σχετικές οδηγίες.

Τους σαμποτέρ υποδέχτηκαν στην ακτή ο Νίκος Σουρής και ο τοπικός οδηγός Μανόλης Βρελιανάκης και τους οδήγησαν στο χωριό Κουμάσα.

Το μικρό χωριό Κουμάσα είναι χτισμένο πάνω σε ένα ύψωμα. Δεξιά και αριστερά του χωριού υπάρχουν ρέματα. Στην Κουμάσα παρέλαβε τις ομάδες ο Θοδωρής Τσικνάκης, μαζί με τον γιο του, Λευτέρη Τσικνάκη.

Ο Λευτέρης Τσικνάκης, το 1943 ήταν 18 ετών. Μετά από εντολή του πατέρα του, οδήγησε τους σαμποτέρ σε ένα δικό τους αλώνι, κοντά σε έναν ξεροπόταμο, λίγο έξω από το χωριό. Φρόντισε και για την τροφοδοσία τους. Ο πατέρας του Θοδωρής Τσικνάκης, ήταν ενεργό μέλος της Αντίστασης και ένθερμος πατριώτης.

Ο Μιχάλης Πετρουγάκης από το χωριό Μουχτάρω. Οδηγός των Λάσσεν και Τζόουνς τη βραδιά του σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου. Οι Λάσσεν και Τζόουνς πήραν δύο οδηγούς από το χωριό Μουχτάρω για να τους οδηγήσουν στα συρματοπλέγματα του αεροδρομίου. Ο Μιχάλης Πετρουγάκης έπεσε στα χέρια των Γερμανών μετά το σαμποτάζ και κλείστηκε στη στοά «Μακάσι» του Ηρακλείου. Λίγο πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, αφέθηκε ελεύθερος από τους κατακτητές, χωρίς ο ίδιος να μάθει ποτέ τους λόγους της απελευθέρωσής του

Μαζί με τη γυναίκα του Ελένη, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην περίθαλψη των πατριωτών και των συμμάχων τα κατοχικά χρόνια. Μετά τα σαμποτάζ, οι επικεφαλής των ομάδων υπολοχαγοί, πήραν μαζί τους τον Λευτέρη Τσικνάκη στη Μέση Ανατολή και εκπαιδεύτηκε πιλότος. Το επόμενο βράδυ (οι ομάδες προχωρούσαν μόνο τη νύχτα για λόγους προφύλαξης), έφτασαν στο χωριό Παναγιά Μονοφατσίου.

Στην άκρη του χωριού Παναγιά και στα δυτικά, υπάρχει η γειτονιά που οι Παναγιανοί την ονομάζουν «Πετριάς». Στον Πετριά είναι το σπίτι του Δημήτρη Στρατουδάκη ή Κατσούνα. Τους σαμποτέρ οδήγησε στου Κατσούνα ο Νίκος Σουρής. Τους παρέλαβε ο Δημήτρης Στρατουδάκης ή Κατσούνας με την οικογένειά του. Η Σοφία Στρατουδάκη – Ξυλούρη, κόρη του Κατσούνα, τον Μάιο του έτους 2003 μας αφηγήθηκε:

«…έξω από το χωριό είναι ένα μεγάλο ρυάκι. Εκεί οδήγησε ο πατέρας μου με τον αδερφό μου Χαράλαμπο, τους Άγγλους.

Την άλλη μέρα, ξημερώματα, ήρθαν στο σπίτι μας. Ο άντρας μου ο Νίκος Ξυλούρης και ο πατέρας μου, πήγαν και τους φρόντισαν. Η μάνα μου τους μαγείρευε και το φαγητό το πηγαίνανε οι άντρες (ο πατέρας μου, ο αδερφός μου Χαράλαμπος και ο άντρας μου Νίκος), με το καζάνι.

Θυμούμαι που η μάνα μου ήταν απογοητευμένη γιατί ετρώγανε πολύ, έλεγε, και δεν επρολάβαινε να μαγερεύει. Εγώ δεν τους είδα καθόλου. Οι ανθρώποι μας τσι βλέπανε, τσι κατασταίνανε, πού’θελε να πάνε να κρυφτούνε. Στις γυναίκες δεν επαρουσιαζόντανε.

Εμείνανε μια βραδιά και το άλλο βράδυ ήρθε κάποιος και τσι πήρε και τσι πήγε έμαθα, αργότερα, στο Αποΐνι. Μετά το σαμποτάζ και τον πατέρα μου τον Κατσούνα και τον άντρα μου τον Νίκο Ξυλούρη και τον αδερφό μου, επήρανε οι Άγγλοι στη Μέση Ανατολή…».

Από το σπίτι του Κατσούνα παρέλαβε τους σαμποτέρ ο οδηγός Μύρωνας Μαρής, που κατάγονταν από το χωριό Φουρνοφάραγγο και τους οδήγησε στο Αποΐνι. Στο Αποΐνι προστατεύτηκαν από την πατριωτική οικογένεια των Βαλαβάνηδων. Τα αδέρφια Κώστας, Γιώργος, Δημήτρης και Πέτρος Βαλαβάνης. Τον Μάιο του έτους 2003, ο Κώστας Βαλαβάνης μάς αφηγήθηκε:

«…οι σαμποτέρ ήταν, αν θυμάμαι καλά, 10. Άγγλοι αλλά και δυο – τρεις δικοί μας. Θυμούμαι τον Κίμωνα το Ζωγραφάκη. Στο χωριό τους έφερε ο Μύρωνας Μαρής με τον Νίκο τον Σουρή. Χτυπήσανε του αδερφού μου τη πόρτα στο Αποΐνι και αυτός τους οδήγησε στο χωριό μας το Βελούλι.

Δεν εμπορούσαν όμως να μείνουν στο Βελούλι, γιατί ήταν πολλοί. Τους πήραμε και τους πήγαμε έξω από το χωριό σε μια τοποθεσία που λέγεται Βάκιωτες. Υπάρχει μια μικρή σπηλιά και δίπλα ένα αμπέλι δικό μας. Εκεί στη σπηλιά και στο αμπέλι μείνανε. Θυμούμαι ότι είχε φέρει ο αδερφός μου ο Δημήτρης ένα οπλοπολυβόλο και το είχαν στήσει στο αμπέλι έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο.

Μου λένε:

-Φέρε μας νερό!

Όταν τους πήγαινα με ένα σταμνί νερό, είδα κάτω στο κάμπο Γερμανούς. Λέω τι να κάνω τώρα; Να τους ειδοποιήσω;

Έκρυψα το σταμνί στ’ αμπέλι που έχομε εκεί. Αλλά την εποχή αυτή (Ιούνιος), διψάσανε πολύ. Ήταν στον ήλιο και στριμωγμένοι σε μια μικρή σπηλιά. Ήτανε μπαϊλντισμένοι από τη δίψα. Τους λέω:

-Νερό έχω φέρει. Αλλά στο κάμπο φανήκανε Γερμανοί.

Με τον Νίκο τον Σουρή συνεννοήθηκα. Μόλις τους είπα για τους Γερμανούς, επεταχτήκανε απάνω να πολεμήσουνε, να δώσουνε μάχη. Αυτοί σαν κομάντος που ήτανε, θέλανε να δείξουνε δράση.

Μου λέει ο αδερφός μου ο Πέτρος:

-Κωστή, εσύ φύγε. Άμα δεις δυσκολία πάρε αυτή την εγγλέζικη χειροβομβίδα, έχεις εκπαιδευτεί. Τράβα την περόνη.

Λέω μέσα μου, ας τα πάρομε πιο ψύχραιμα τα πράγματα. Τα γύρω χωριά τι γίνονται μετά;

Είπα στον αδερφό μου να μη βιαστούμε και να πάω να δω τι γίνεται με τσι Γερμανούς. Αλλά και οι Γερμανοί με τον ήλιο είχανε κουραστεί και είδα να γυρίζουνε πίσω.

Τους πήγα το νερό και τους είπα ότι οι Γερμανοί γυρίσανε πίσω.

Στους Βάκιωτες μείνανε δυο – τρεις μέρες. Όταν φύγανε πηγαίναμε τα βράδια και κοιτάζαμε από ένα ύψωμα το αεροδρόμιο του Καστελλίου. Μας είχαν πει την ώρα που θα γίνει το σαμποτάζ. Μια βραδιά είδαμε να λάμπει ο κόσμος. Προβολείς φωτίζανε τον ουρανό. Μετά μάθαμε ότι καταστρέψανε 8 αεροπλάνα.

Σε δυο – τρεις μέρες μετά το σαμποτάζ, ο αδερφός μου ο Γιώργος έφερε δυο Άγγλους σαμποτέρ που είχανε χαθεί, μετά το σαμποτάζ του Καστελλίου. Είπε ο Γιώργος ότι πήγανε σε μια μάντρα. Με δυσκολία κατάφεραν να συνεννοηθούν και να πουν να τους φέρουνε στους Βαλαβάνηδες στο Αποΐνι.

Τους είχαμε εδώ δυο – τρεις μέρες και τα αδέρφια μου τους οδήγησαν μετά στην Τρυπητή. Από εκεί έφυγαν για κάτω…».

Λίμνη Commachio της Ιταλίας. Στις επιχειρήσεις της λίμνης σκοτώθηκε ο Άντερς Λάσσεν στις 9 Απριλίου 1945, ενώ πραγματοποιούσε επίθεση μόνος του εναντίον τριών γερμανικών φυλακίων. (πηγή : αρχείο οικογένειας Άντερς Λάσσεν)

Στους Βάκιωτες οι δυο ομάδες χωρίστηκαν. Η ομάδα των Λάσσεν – Ζωγραφάκη τράβηξε για τις Πουλιές, με οδηγό τον Κυριάκο Κυριαζή και η ομάδα των Λάμονμπυ – Ανδρουλάκη με οδηγό τον Μιχάλη Κόκκινο για τις Αρχάνες.

Τον Μάιο του έτους 2003, ο Γιάννης Ασλάνης από το χωριό Κάτω Πουλιές, αφηγείται για τους σαμποτέρ και τον οδηγό τους τον Κυριάκο Κυριαζή τα εξής:

«…ο Κυριάκος Κυριαζής έμενε στα χρόνια της Κατοχής στις Κάτω Πουλιές. Δούλευε στο Αποΐνι στα έργα οδοποιίας που έφτιαχναν οι Γερμανοί. Αυτός ήταν στην Αντίσταση και οδήγησε τους σαμποτέρ από το Αποΐνι στις Κάτω Πουλιές.

Τους παρέδωσε στον αντιστασιακό Γρηγόρη Μουρτζάκη εδώ στο χωριό και αυτός με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα μου τους πήγε στο μετόχι μας. Ο πατέρας μου Νικόλαος Ασλάνης είχε πιο κάτω από το χωριό μέσα στ’ αμπέλια ένα μετόχι. Δυο μικρά δωμάτια ήτανε και το χρησιμοποιούσαμε τον καιρό που μαζεύαμε τα σταφύλια και τις σταφίδες.

Εκεί μείνανε οι σαμποτέρ. Ο Κίμωνας και τέσσερις Άγγλοι. Φορούσανε θυμούμαι στρατιωτικά αγγλικά ρούχα, με κοντά παντελόνια. Εδώ τους τροφοδοτούσαμε από φαγητό. Μείνανε δυο – τρεις μέρες και ένα βράδυ ήρθε κάποιος και τους πήρε για το Νιπιδιτό.

Θυμούμαι ότι πολλοί χωριανοί πλησίαζαν να τους δουν από περιέργεια και αυτό ενοχλούσε πολύ έναν Άγγλο, (τον Λάσσεν). Αυτός ήταν λίγο περίεργος και νευρικός. Μια βραδιά τους πήγαινα με τον Χάρη Καρφόπουλο από τις Πάνω Πουλιές, φαγητό στο μετόχι. Ο Άγγλος αυτός μας άκουσε και μας φωνάζει:

– Αλτ!!!

Εμείς δεν υπακούσαμε και αμέσως ακούμε να οπλίζει το αυτόματό του. Παρά λίγο να μας σκοτώσει, όπως μας είπε αμέσως μετά. Μας κάλεσε κοντά του και με διερμηνέα τον Κίμωνα μας έκανε κατήχηση στο πώς να συμπεριφερόμαστε σε ανάλογες τέτοιες περιστάσεις…».

Σημείωση: Για τον Κυριάκο Κυριαζή που οδήγησε τους σαμποτέρ από το Αποΐνι στις Κάτω Πουλιές, υπάρχει κι ένα τραγούδι της λαϊκής μούσας που τον αναφέρει, όταν τον Οκτώβρη του 1944 εκτελέστηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ηράκλειο το παλικάρι από τη Μικρά Ασία και ήρωας της Αντίστασης, Αναστάσης Μπουτζαλής.

Η παράδοση θέλει τον Μπουτζαλή να φωνάζει κοντά του τον Κυριαζή και να του δίνει το φυλαχτό του, γιατί δεν τον «πιάναν» οι σφαίρες του αποσπάσματος. Το Λαϊκό στιχούργημα μας ανέφερε και το καταγράψαμε το έτος 2003, ο Κωνσταντίνος Ψαράκης, κάτοικος του χωριού Άγνω Πεδιάδος, το έτος 2003.

Tου Μπουτζαλή

Οι Εαμίτες κάψανε δύο χιλιάδες σφαίρες

μα δεν τον εσκοτώνανε, δεν το ‘χανε οι μέρες

του Κυριαζή εφώναξε σίμωσ’ εδώ κοντά μου

παραγγελίες να σου πω να δώσεις στα παιδιά μου

ο Γιώργης να εκδικηθεί το αίμα να γυρίσει

του ήρωος πατέρα του και πίσω μη τ’ αφήσει.

Έλα κουμπάρε Κυριαζή, έλα και μη φοβάσαι

πάρε το χαμαΐλι μου δια να με θυμάσαι

γιατί όση ώρα το φορώ τσι σφαίρες καταλείτε

και μη τσι κάβγετ’ άδικα μήπως τσι χρειαστείτε.

Στις Κάτω Πουλιές έφτασε ο καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς για να συνοδέψει τους σαμποτέρ στην αποστολή τους. Στάλθηκε από τον αρχηγό Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, (που γνώριζε από την πρώτη στιγμή για το σαμποτάζ) και η παρουσία του Μπαντουβογιάννη τόνωσε το ηθικό των σαμποτέρ. Μέχρι την αποχώρηση των σαμποτέρ από την Τρυπητή στις 10 Ιουλίου, ο Γιάννης Μπαντουβάς ακολούθησε την αποστολή.

Δεν αναχώρησε ο ίδιος στη Μέση Ανατολή με το σκάφος και προτίμησε να παραμείνει στην Κρήτη. Ο καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς ήταν αδερφός του καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και υπαρχηγός της ένοπλης Ανταρτικής Ομάδος, που είχε δημιουργηθεί αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης.

Με τα σαμποτάζ των αεροδρομίων του νομού Ηρακλείου και τη συμμετοχή του καπετάν Μπαντουβογιάννη, καταρρίπτεται και ένας μύθος που αφορούσε τις οργανωμένες δολιοφθορές που γίνονταν στην Κρήτη τα χρόνια 1941-1945. Ότι δηλαδή οι σαμποτέρ ενεργούσαν χωρίς τη συμμετοχή των ένοπλων ανταρτικών ομάδων της Κρήτης, χωρίς να ενημερώνονται οι Αρχηγοί και χωρίς να ζητείται η βοήθειά τους.

Αυτόν τον μύθο καλλιέργησαν οι εκπρόσωποι του συμμαχικού Στρατηγείου στο νησί και υιοθετήθηκε από πολλούς συγγραφείς της Κρητικής Αντίστασης. Τα σαμποτάζ του νομού Ηρακλείου τον Ιούλιο του 1943, η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, το Παγκρήτιο σαμποτάζ της 23ης Ιουλίου 1944, το σαμποτάζ της Δαμάστας, είναι μερικά απ’ αυτά που η συμμετοχή των Κρητών ανταρτών, καταρρίπτει τον παραπάνω ισχυρισμό.

Από τις Κάτω Πουλιές, ο Ορέστης Δαγκωνάκης με τον Χαρίδημο Παπαδάκη, οδήγησαν τους σαμποτέρ στο χωριό Νιπιδιτό σε μια σπηλιά με την ονομασία Χωστός Σπήλιος. Ο Αντώνης Αλεξάκης από το χωριό Νιπιδιτό, τον Μάιο του 2003 αφηγείται:

«…τους Άγγλους και τον Κίμωνα, έφερε εδώ στο Νιπιδιτό ο χωριανός μας, που ήταν στην αντίσταση, ο Ορέστης Δαγκωνάκης του Απόστολου και ο Χαρίδημος Παπαδάκης. Στο χωριό πρέπει να ‘φτάξαν ξημερώματα.

Τους παρέλαβε ο πατέρας μου, Αλεξάκης Μανόλης του Ιωάννου και τους οδήγησε μαζί με τον Χαρίδημο, στην περιοχή Χωστός Σπήλιος, ανατολικά και έξω από το χωριό. Είναι μια σπηλιά και εκεί τους πήγε. Ο πατέρας μου oρμήνεψε και τους πήγα σε ένα μέρος, πριν τη σπηλιά, ένα τσικάλι γεμάτο βραστές πατάτες, ένα τσούκο κρασί και μια βούργια παξιμάδια.

Ο αγροφύλακας του χωριού, Μουρτζάκης Μανόλης, τους πήγε στο ίδιο σημείο ένα σταμνί νερό και 14 αυγά. Τα αφήναμε πριν τη σπηλιά, γιατί όπως είπε ο πατέρας μου, οι Άγγλοι δεν εθέλανε να τους πλησιάζει κανείς, παρά μόνο όσοι ήταν απαραίτητοι. Και τον αγροφύλακα εγώ τον ειδοποίησα μετά την υπόδειξη του πατέρα μου.

Όταν τα πήγαμε αυτά, με φωνάζει ο πατέρας μου και μου λέει:

-Αντωνιό, πήγαινε να βρεις ένα κατσικάκι να το πάρεις και να το πας τσι μάνας σου να το βράσει. Πες του ανθρώπου που θα το πάρεις ότι θα του το πληρώσω μετά.

Το κατσικάκι το πήρα από τον Νίκο Αποστολάκη (Κοτσυφάλη), αλλά δεν επήρε λεφτά. Το χάρισε. Αμέσως το πήγα στη μάνα μου και το μεσημέρι το είχε βρασμένο. Το πήρα και το πήγα.

Πριν τη σπηλιά εφώναξα του πατέρα μου και βγήκε και με είδε. Του ‘πα να πάω και εγώ να δω τους Άγγλους. Περίμενε μου λέει. Πήρε το καζάνι με το φαΐ, το πήγε στη σπηλιά και τους είπε να αφήσουν να πλησιάσω. Επλησίασα.

Στην είσοδο της σπηλιάς είδα δυο να έχουν απλωμένο ένα χάρτη και να τον κοιτάζουν. Οι υπόλοιποι ήταν ξαπλωμένοι μέσα σε κάτι σάκους και εδιάβαζαν βιβλία. Δεν εμιλούσε κανείς. Φορούσαν όλοι στρατιωτικά ρούχα.

Μόλις ενύχτωσε, με πήρε ο πατέρας μου και τους οδηγήσαμε στο Γεράκι, εκεί που είναι το νεκροταφείο. Από εκεί τους παράλαβε ο Γερακιανός Κουρλετάκης Γιώργης και εμείς εγυρίσαμε πίσω.

Την άλλη μέρα επήγα πάλι στο σπήλιο να φέρω τα πράγματα που τους είχαμε πάει. Το σταμνί, το τσικάλι και ό,τι άλλο έβρισκα. Σε μια γωνιά του σπήλιου, εβρήκα και μια κούτα αγγλικά τσιγάρα…».

Στο Νιπιδιτό χωρίζουν ο Λάσσεν με το Ζωγραφάκη. Τον Λάσσεν έρχονται και παίρνουν ο Λευτέρης Τζουανάκης από το Αμαριανό, με τον Μανόλη τον Κριτσωτάκη από το Μουχτάρω.

Τον οδηγούν σε ένα αμπέλι, όπου το βράδυ ο Λάσσεν, με τον δεκανέα Τζόουνς και με οδηγούς τον Μανόλη Κριτσωτάκη και Μιχάλη Πετρουγάκη, θα μπουν στο αεροδρόμιο από τα δυτικά.

Ο Μανόλης Κριτσωτάκης από το χωριό Μουχτάρω. Ο δεύτερος οδηγός των Λάσσεν και Τζόουνς τη βραδιά του σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου. Πιάστηκε από τους Γερμανούς και εκτελέστηκε μαζί με 18 άλλους πατριώτες στη θέση «Ξηροπόταμος» Ηρακλείου στις 6 Ιουλίου 1943

Ο Κίμωνας με τον λοχία Νίκολσον και τον δεκανέα Γκρέιβς, θα βαδίσουν μόνοι τους πια, (αφού ο Κίμωνας ξέρει καλά τον δρόμο).

Περνούν κάτω από το χωριό Γεράκι και φτάνουν στην περιοχή Κεφάλα – Ατσιπαράς, του χωριού Διαβαϊδέ.

Από το σημείο αυτό, το βράδυ, με συνοδούς τον Γιάννη Μπαντουβά και τον Γιώργο Τζουανάκη ή Κόκκινο, θα κατευθυνθούν και θα μπουν στο αεροδρόμιο.

Μετά την παγίδευση των αεροπλάνων, των αποθηκών καυσίμων και ορυκτελαίων, παίρνουν γρήγορα τον δρόμο του γυρισμού. Στο αεροδρόμιο έχει σημάνει συναγερμός, οι προβολείς ανάβουν κάνοντας τη νύχτα μέρα, οι εκρήξεις αρχίζουν και γενικά επικρατεί χάος. Ο καπετάν Μπαντουβογιάννης με τον Κόκκινο φεύγουν για το Αμαριανό, το ίδιο κάνουν και οι σαμποτέρ.

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου