Ο ταύκος των Απατών
Η περιοχή Απάτες στον Ψηλορείτη με το μητάτο

Την Τρίτη 8 Αυγούστου 1944, άντρες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Σταυρακάκη – αεροπόρο, ομάδα έξι Ρώσων και την ολιγομελή ομάδα του Βρετανού αξιωματικού Συνδέσμου Στάνλεϋ Μος, εκτέλεσαν σχέδιο σαμποτάζ στη θέση Δαμαστός πλησίον της Δαμάστας, χτυπώντας γερμανικά αυτοκίνητα πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε από το Ηράκλειο στα Χανιά. Η ενέργεια ονομάστηκε από τους ιστορικούς «Σαμποτάζ της Δαμάστας». Στη διάρκεια της μάχης των ανταρτών με τους Γερμανούς, σκοτώθηκαν:

α) Ο Ρώσος αξιωματικός Βάνυα.

β) Δύο κάτοικοι του χωριού Δαμάστα, η Λιαδάκη Αικατερίνη του Κυριάκου και ο Τριγώνης Ιωάννης του Στυλιανού.

γ) Τρεις καταναγκαστικοί εργάτες που οδηγούνταν για κοπή ξύλων, ο Εμμανουήλ Πλαΐτης από το χωριό Αλόιδες Μυλοποτάμου, ο Ιωάννης Αργυράκης και ο Ελευθέριος Σκεπετζής από την πόλη του Ηρακλείου.

δ) Ανεξακρίβωτος αριθμός Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών (μεταξύ τους και οι οχτώ αιχμάλωτοι Γερμανοϊταλοί που εκτελέστηκαν από τους Ρώσους της ομάδας του Μος στον Ψηλορείτη).

Τραυματίστηκαν δύο αντάρτες και ένα κάτοικος της Δαμάστας. Ο Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανώλης (με σοβαρό τραύμα στην κοιλιακή χώρα) και ο Κώστας Κεφαλογιάννης – Κουντόκωστας (ελαφρύτερα) από τους αντάρτες. Από τους κατοίκους της Δαμάστας ο Αστρινός Εμμανουήλ Νικολουδάκης.

Τα ονόματα των έξι Ρώσων που πήραν μέρος στο σαμποτάζ της Δαμάστας, αναφέρονται σε έγγραφο της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων Α.Ο.Α. με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1988 και υπογραφή του τότε προέδρου της ομάδας, Τηλέμαχου Χαιρέτη.

«ΒΕΒΑΙΩΣΗ

της Εθνικής Ομάδος Α.Ο.Α Ανωγείων Ρεθύμνης

Στο παγκρήτιο σαμποτάζ 22 Ιουλίου 1944, η ομάδα των δυνάμεων που έλαβε μέρος στην επιχείρηση στο αεροδρόμιο Καστελλίου Πεδιάδος, μας παρέδωσε έξι Ρώσους στρατιώτες, τους κάτωθι:

1) Νικόλαο Μπορισώφ

2) Πέτρο Σμακώφ

3) Μιχάλη Χολιακώφ

4) Ιωάννη Φαραφοκώφ

5) Γεώργιο Πετρώφ

6) Ανθυπολοχαγό Βάνυα

τους οποίους εντάξαμε στις δικές μας δυνάμεις μέχρι που έφυγαν για την πατρίδα τους με βεβαιωμένα χαρτιά της Α.Ο.Α. Ανωγείων υπό την αρχηγία Μιχάλη Χρ. Ξυλούρη ή Χριστομιχάλη.

Ο βεβαιών πρόεδρος της Ομάδος

Ανώγεια, 20 – 10 – 1988, Τηλέμαχος Χαιρέτης».

Οι αιχμάλωτοι Γερμανοϊταλοί του σαμποτάζ της Δαμάστας οδηγήθηκαν στο λημέρι της Α.Ο.Α. Ανωγείων στη θέση «Πετροδολάκια» και την επόμενη ημέρα 9 Αυγούστου 1944, ο Στάνλευ Μος τους παρέδωσε στους Ρώσους. Η ομάδα των Ρώσων είχε χάσει τον επικεφαλής της ανθυπολοχαγό Βάνυα στο σαμποτάζ και μόλις ήρθαν στα χέρια τους οι αιχμάλωτοι, αποφασίζουν να τους εκτελέσουν.

Πετροδολάκια Ψηλορείτη, 8 Αυγούστου 1944, (απόγευμα). Οι πέντε από τους έξι Ρώσους που πήραν μέρος στο σαμποτάζ της Δαμάστας. Ο έκτος Ρώσος, ο ανθυπολοχαγός Βάνυα, σκοτώθηκε στην επιχείρηση. Από αριστερά όρθιοι: Νικόλαος Μπορισώφ, Πέτρος Σμακώφ, Μιχαήλ Χολιακώφ. Καθήμενοι από αριστερά: Ιβάν Φαραφοκώφ και Γεώργιος Πετρώφ. (Αρχείο Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων Α.Ο.Α.)

Μαθαίνουν ότι πιο κάτω από τα Πετροδολάκια υπάρχει μία καταβόθρα, ο ταύκος, των «Απατών» και τους οδηγούν εκεί. Ο Βασίλης Σταυρακάκης ή Βασιλέας, ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης. Τον Ιούνιο του έτους 2004, μας διηγήθηκε αυτές τις σκληρές και τραγικές εικόνες του πολέμου, που βίωσε ο ίδιος στον Ψηλορείτη:

«…οι αντάρτες είχανε κατεβεί στο Κολέτσι. Ήτανε Αύγουστος του 1944. Όταν εκατεβαίνανε από το πάνω λημέρι τα Πετροδολάκια να πάνε στο Κολέτσι, εκατεβαίνανε πάντες πάντες, τριάντα τριάντα. Είναι ένας πρώτος μου αξάδερφος, Μάνωλας Σκουλάς, Αντρουλομάνολας. Εγώ έβλεπα επαδέ στσι Απάτες εκατόν ογδόντα ζα που τα ‘χαμε αίγες και πρόβατα, γρες.

Τα άλλα τα ‘χαμε απάνω στα Πετροδολάκια. Και μας τα πήρανε στο τέλος οι Γερμανοί, οχτακόσα ζα. Ετουταδώ τα εκατόν ογδόντα μου λέει ο αξάδερός μου ο Αντρουλομάνολας, Σκουλάς Μανόλης, να τα βγάλω κι αυτά απάνω. Παίρνω τα ζα, φορτώνω τα πράματα στο γάιδαρο, μετρώ τα ζα και λείπει ένα ρίφι. Αναζητώ το ρίφι. Ένα κουβιό ήτανε. Λέω εγώ μισερά τα ζα δεν τα βγάνω απάνω. Θα κάτσω να βρω το ρίφι. Λέω ενός κοπελιού, Ξυλουράκη ήτανε, Μπροκάκη το παράνομό του, πάντα τα ζα να κάνω μια βόλιτα μήπως βρω το ρίφι.

Όταν εγύριζα επαέ και γύρευγα το ρίφι δίδομε κούτελο δυο Ανωγειανοί, ο Μπαρμπούνης και ο Κοντόκαλος, μαζί με τέσσερις Ρώσους και σύρνανε οχτώ κρατούμενους Γερμανοϊταλούς και τσι καθίζουνε εκειά στο χοντράδι. Εγώ εκακόβαλα. Μόλις μ’ είδανε λένε στο Μπαρμπούνη, το συγγενή μου το Σταυρακάκη, να μου πει να φύγω. Μου λέει φύγε γιατί δε σε θένε επαδέ. Εγώ δεν εγνώριζα κανένα μόνο αυτό.

Του λέω εγώ θα κάτσω να δω τι θα πράξετε. Εκακόβαλα. Λέω αφού θωρώ τσι οχτώ κρατούμενους και στέκουνε από πάνω ντως με τα πολυβόλα οι Ρώσοι όρθιοι, θα τσι σκοτώσουνε, να κάτσω θέλω από περιέργεια. Εγώ δεν είχα ξαναθωρώντας τέτοιο πράγμα. Ήτανε πολύ τραγικό. Όντεν εκάθουντουν κι οι οχτώ εγρίλωνε ένας μαύρος μαύρος αλλά ζωντανός άνθρωπος και λέει στσι Ρώσους καπούτ; Του κάνει ένας Ρώσος Νιξ καπούτ!

Φωνάζουνε πρώτου του Γερμανού. Έμαθα ύστερα ότι ήτονε Γερμανός. Σιμώνει στο κλαδί που είναι ο ταύκος και του λένε να σιμώσει στην τρύπα. Επήγανε δυο Ρώσοι και οι δυο χωριανοί και σύρανε ένα χαράκι που ‘τονε 600-700 κιλά και ζοριστήκανε να το γυρίσουνε οι τέσσερις. Το χαράκι είχενε σκεπάσει το πόρο του ταύκου. Έδειξε η τρύπα που είναι σα το πηγάδι ακριβώς. Σιμώνει ο Γερμανός στη τρύπα.

Οι χωριανοί μας επήγανε οπίσω με τσι αιχμαλώτους και επομείνανε στον ταύκο οι δυο Ρώσοι. Του σύρνει μια φωνάρα ο Ρώσος, έλα δω του λέει, βγάλε τα ρούχα σου! Βγάνει το σακάκι ο Γερμανός. Βγάλε τ’ άρβυλα! Βγάνει τ’ άρβυλα. Βγάλε το παντελόνι! Βγάνει ο Γερμανός το παντελόνι και επόμεινε μόνο με το σώβρακο. Και θωρώ το Ρώσο, λοχίας λέει ήτανε και τονε λέγανε Μιχάλη, και σύρνει ένα ξίφος και του το θέτει στη ράχη.

Και είδα το μαχαίρι και πρόβαλε η μύτη του από μπροστά. Και κρεμάται στον ταύκο σαν το σταφύλι. Και του παίζει άλλη μια στα χέρια και πέφτει μέσα. Εγώ τέτοιο πράμα δεν είχα ξαναθωρωντας και έφυγα από κεια. Εξετροχιάστηκα. Σέρνω κάτω και βρίχνω το κοπέλι που είχα αφήσει στα 180 πρόβατα. Δεν του λέω πράμα να μη φοβηθεί μόνο του λέω άντε να πάμε πιο πέρα και προβαίρνομε απέναντι στο ταύκο.

Του λέω άντε να πάμε να κάνομε μια βόλτα να περάσομε από το ταύκο των Απατώ γιατί εβάλανε εκιά Γερμανοϊταλούς και τος εβγάνανε τα ρούχα. Μη ‘θελα βρούμε κιανένα παντελόνι γιατί τα δικά μας ήτονε σκισμένα. Μόλις επήγε το δαχτύλι μου στο ταύκο θωρώ δυο ολόγδυμνους απ’ όξω. Δεν τσ’ είδα την ώρα που προβαίρνανε από το κλαδί. Λέω τι ‘ναι αυτό; Μου λέει το κοπέλι να πάω να ιδώ αν -ε- κατεβαίνει κανείς αντάρτης από το πάνω λημέρι στο κάτω;

Του λέω πρόβαλε μα να γυρίσεις! Φεύγει κι αντί να πάει στο πάνω λημέρι επήγε στο κάτω, στο Κολέτσι και έβρηκε το Καπετάν Μιχάλη το Ξυλούρη, συγγενής του, και του λέει εφύγανε από το ταύκο δυο και τσι ζυγώνει ο Βασιλέας! Αυτό το πράμα του ‘πε. Και δίδει ο καπετάν Μιχάλης το σύνθημα λέει γλακάτε γιατί εφάγανε το κοπέλι το Βασιλέα. Και παίρνουνε απάνω 150 άτομα. Και βγαίνει ένας, Σπαχοχολέαντρο τόνε λέγανε πρώτος, επέτανε.

2004. Ο +Βασίλης Σταυρακάκης - Βασιλέας, στέκεται μπροστά στην είσοδο της καταβόθρας της περιοχής «των Απατών»

Ώστε να ‘ρθει βέβαια επεράσανε τρία τέταρτα, παραπάνω. Να πάει το κοπέλι και να ‘ρθούνε αυτοί, μπορεί να πέρασε και ώρα. Τι έγινε; Εγώ κάθομαι εκιά και ξανοίγω. Έφυγε το κοπέλι και πομένω μοναχός. Δεν εφοβήθηκα. Κατεβαίνουνε οι δυο γυμνοί κάτω κάτω και καθίζουνε. Και βγάνουνε το ένα σώβρακο και παστρεύγουντανε. Εθώρουνα εγώ.

Ξανακατεβαίνουνε πιο κάτω παστρεύγουντανε πάλι τα αίματα. Γεμάτο αίματα, όλο το σώμα αίματα. Ο ένας δεν εμπόριε να σταθεί ορθός και πήγαινε με τα χέρια σα το πρόβατο. Γιατί όπως είδα ύστερα, ήτονε ο πόδας του σπασμένος. Τελευταία ο ένας τον εφήνει πιο κάτω αυτό με το σπασμένο πόδα και παίρνει απάνω απ’ ευθεία προς εκεί που κάθουμουνε.

Βρε το κερατά λέω, θωρεί με; Αλλά εγώ είχα μιαν εγκρεμότητα. Τον ταύκο τόνε κατέχω ξεπατωμένο. Όλοι το λέγανε. Ο ταύκος των Απατώ είναι ξεπατωμένος. Δεν εκάτεχα ότι είχε πέζα. Λέω από το ταύκο δε πρέπει να πορίσανε. Μήπως είναι οι Ρώσοι; Είχα μιαν εγκρεμότητα.

Γιατί δεν τσ’ είδα την ώρα που πορίζανε από το κλαδί. Φεύγω από κεια που κάθουμουνε κι ήρχουντονε προς τα εμένα. Σαν να με θώριενε αλλά δε με θώριενε. Εγώ εχώνουμουνε. Φεύγω και πάω στο μητάτο στσ’ Απάτες και λέω από παδέ θα ξανοίγω να ιδώ θωρεί με κι έρχεται εκιά που ‘μαι;

Εξάνοιγα το μέρος και περνά από την ίδια πέτρα που εκάθουμουνε. Εκατάλαβα ότι δεν με θώριενε. Και γυρίζει όθε τα πάνω. Μόλις εγύρισε εξασφαλίστηκα εγώ ότι είναι φευγάτος από το ταύκο από τσι βαρμένους που ‘χανε ρίξει μέσα. Και σφίγγω από κιε που κάθουμουνε με μια βέργα, ούτε μαχαίρι εβάστουνε ούτε όπλο. Και σφίγγω να τονε φτάξω. Η απόσταση ήτονε 150 μέτρα. Κάνει έτσι και με θωρεί, έπαιζε πήδο που πήγαινε πέντε μέτρα.

Γυμνός, ξυπόλυτος και τα αίματα και τρέχανε από πάνω του ποταμός. Όπως τον εζύγωνα αυτός ήθελα με φάει εμένα, ήτονε αποφασισμένος, ήθελα μου κάμει χωσά να μη τόνε δω να με φάει με τα δόντια του. Εκεί που τόνε ζύγωνα κι είχαμε περάσει από πέρα εκατεβαίνανε δυο, ο Μανταλιώτης (Αντρέας Ξυλούρης) και ο Νταρογιώργης (Αεράκης Γιώργης). Με θωρεί ο ξάδερφός μου ο Μανταλιώτης και μου φωνιάζει μπρε Βασίλη!

Εγώ δε τόνε γνώρισα όπως εγλάκουνε και του λέω σάλευγε μπρε επαέ! Και θωρεί ο Μανταλιώτης το γυμνό που εγύριζε την άλλη μπάντα. Γλακώ εγώ προβαίρνω πιο μπροστά. Αυτός μου ‘κανε μια χωσά. Επόγυρε σ’ ένα αρμάκι και το λένε «στου Κλούτου», τοποθεσία είναι, έστριψε νοτικά επήγε 300 μέτρα κι εμπήκε σ’ ένα μεγάλο κλαδί. Μου ‘κανε μια γυρισά. Μπαίνει στο κλαδί μέσα, ένα μεγάλο κλαδί χαμωτό.

Γυρέμε εμείς. Εγώ κόβω το τόπο και τονε λέω ούτε κάτω πέρασε ούτε από πέρα. Επαέ μέσα είναι. Γυρέμε, γυρέμε και μου λένε έφυγενε. Επαέ μέσα στα κλαδιά κάθεται! Επήγαμε 500 μέτρα. Δεν τονε βρίχνομε. Επετούσαμε και στα μεγάλα κλαδιά χαράκια. Αυτός μας εθώριενε.

Στο γυρισμό την ώρα που τον είδαμενε σηκώνεται από το κλαδί κι έκανε απάνω τα χέρια. Πότε λίγο τα κατέβαζε και τα πήγαινε στη καρδιά. Και τα δυο. Η καρδιά με τσι χτύπους εχτύπανε στα χέρια του. Σιμώνομε και μας-ε-λέει μη με πάτε στσι Ρώσους. Κι εγώ μαμά μπαμπά παιδιά. Αυτοί εξέρανε ότι ήσανε Ρώσοι.

Μη με πάτε στσι Ρώσους. Λέει ανέ πέσομε πάλι στσι Ρώσους δε γλιτώνομε. Βγάνω ένα κομμάτι ψωμί και του το δίνω και δε το παίρνει. Το βαστουνα στη βούργια μου. Βγάνω μια πετσέτα να σκουπιστεί, του τη δίδω να σκουπίσει τα αίματα, είχενε ανοιμένη τη ράχη του από πάνω μέχρι τη κάτω μπάντα και στη κεφαλή του μια μεγάλη πληγή από το πέσιμο φαίνεται στο ταύκο. Του δίδω τη πετσέτα να σκουπιστεί, δε τη πήρε.

Το διάστημα αυτό εβγήκανε 150 νομάτοι στσ’ Απάτες. Έδωκε τη διαταγή από κάτω ο καπετάν Μιχάλης. Προβαίρνει ο Σπαχολέαντρος και μου φωνάζει Βασιλέα! Ήντα μωρέ γενήκανε! Λέω επιάσαμε τον ένα! Γλήγορα έλα να πάμε στον άλλο. Εγώ ήξερα που τον έφηκα. Και μου κλουθούσανε 150 άτομα και πάμε.

Τονε λέω επαέ τον έφηκα. Βρίχνομε το σώβρακο που παστρεύγουντανε με τα αίματα εκιά χάμε. Δεν τονε βρίχνομε αυτό. Τόσε λέω ότι πρέπει να ‘τονε το πόδι του σπασμένο για δεν εμπόριε να σταθεί ορθός και πήγαινε κατσούλια με τα χέρια και είναι επαέ κοντά μόνο γυρέτε. Ήντα είχε κάνει. Εγύρισε στον ταύκο στο ίδιο κλαδί, είχε στρώσει το σώβρακο χάμε και ήτονε ένα κουβαράκι. Εντονέ επαέ, εβρήκαμέν τονε στο γύρο του ταύκου.

Του παίζει ένας χωριανός μας Σκουλάς Κανογιώργη τόνε λένε δυο μπικιές μα δε σαλεύγει. Λέει ποθαμένος είναι. Αυτός ζει γιατί τον είδα κι επροπάθιενε τοσε λέω. Του παίζει με τη βέργα άλλη μια μπικιά στ’ αφρύδια και κουνεί. Ζωντανός είναι. Πως εφύγετε; τον αρωτούνε.

Τότε δεν ήρθανε οι Ρώσοι. Βγαίνει ο Κοντόκαλος και τονε παραλαβαίνει. Βάστα μωρέ του λέει πως εφύγετε; Εγώ βρε ένας, άλλο ένας λέει ο Γερμανός. Τα ‘λεγε σπαστά. Και του λέει ο Κοντόκαλος πως εσηκώσετε τη πέτρα; Γιατί είχανε σκεπάσει μετά που τσι ρίξανε οι Ρώσοι το ταύκο με τη πέτρα που λέγανε ότι εζύγιζε 600-700 κιλά.

Του λέει έτσι βρε έτσι, και του δείχνει τον ώμο του. Τα δυο άτομα δα μισερωμένοι και βάνανε τη πλάτη ντως, δεν την είχανε τελείως βγαρμένη αλλά εκάνανε μια τρύπα ίσα ίσα που χωρέσανε. Αλλά αυτοί βιαστήκανε, εβγήκανε ντελόγο γιατί’χανε αιμορραγίες και φοβηθήκανε ότι ‘θελα χυθεί το αίμα και σου λένε να φύγομενε ογλήγορα μη μπα προλάβομε να ζήσει κιανείς.

Η καταβόθρα (λατσίδα) στην τοποθεσία Απάτες του Ψηλορείτη

Αν έλειπα εγώ άλλος άθρωπος δεν εβόσκευε επαέ κάτω. Κανείς. Οι αντάρτες ήσανε στο Κολέτσι, οι άλλοι στα Πετροδολάκια απάνω, βοσκός δεν ήτονε επαέ, είχανε φύγει όλοι δεξά αριστερά, αυτοί ‘θελα πάνε στη θέση ντονε. Το φυλάκιο τότε οι Γερμανοί το ‘χανε στη Τύλισσο.

Και προσανατολίζουντονε αυτός προς την Τύλισσο. Να ειδοποιήσει τσι Γερμανούς και θα του ‘πενε γύρισε στο ίδιο κλαδί απού να σε βρούμενε να βρούμε και τσι άλλους μήπως ζει κιανείς μέσα. Ετσά το υποθέτω. Κύριος είδε ήντα ήθελα τα βρει τα γυναικόπαιδα του χωριού.

Από τη μια μπάντα λέω αμαρτία έκαμα κι από την άλλη εσωθήκανε πολλές ψυχές. Γιατί αν – ε – μαθαίνανε οι Γερμανοί ότι τσι αιχμαλώτους τσι ρίξανε οι Ρώσοι στο ταύκο, τα γυναικόπαιδα του χωριού ίσως να τα περίμενε η ίδια μοίρα. Γιατί άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Είχαμε φύγει όλοι. Τόνε παραλαβαίνει ο …, τόνε πίλωθε όθε το ταύκο. Δάκρυ στο πρώτο δεν επρόβαλε. Παρά του λέει άσε με. Μοναχός μου θα μπω. Το ίδιο είπε κι ο άλλος.

Άρα ήθελε να κοιτάξει στο πεζάλι. Ήθελε να πεταχτεί προς τα κεια να μη πάρει τη δεξά μπάντα. Στη δεξά μπάντα ήτονε η τρύπα που χάνεται. Εγώ λέει μοναχός μου. Και πάει να μπει με τα πόδια. Όι, με την κεφαλή, του λέει ο … Και του ξανακάνει εγώ μοναχός μου.

Και πάει να μπει με την κεφαλή να παίξει τη βουθιά σα τη θάλασσα και του θέτει το μπουρμπαδίδι με το τουφέκι και πάει μέσα. Ο άλλος είναι στο μητάτο στσ’ Απάτες. Τόνε πολεμά ο αξάδερφός μου ο Μανταλιώτης με το Νταρογιώργη να τονε βγάλουνε όξω και δε πορίζει. Γρικά το μπουρμπαδίδι, δε πορίζει. Κλαίει. Φωνιάζει. Τόνε πήρανε σα και με το ζόρε και προβαίρνει στη κορφή.

Τότε τα κλαδιά ήσανε μικρά και φανερεύγανε. Μόλις επροβάλανε εκιέ στη κορφή είδενε 150 αθρώπους. Ήτονε πολύ κλαούρης ο άλλος. Και έκλαιγε. Τόνε φέρνουνε εκειά κάτω και φώναζε κι εγώ μαμά μπαμπά παιδιά, άφησέ με μία ώρα. Αυτό το ‘πε δέκα φορές. Τόνε παραλαβαίνει ο … κι αυτό. Οι Ρώσοι τη δεύτερη φορά δεν ήρθανε. Εμούγκριζε αυτός, τονε πίλωθε να μπει προς το κλαδί απου ‘ναι ο ταύκος.

Ο +Βασίλης Σταυρακάκης - Βασιλέας

Ένας άλλος οπίσω πιάνει μια πρινένια βέργα που εζύγιζε πέντε κιλά με τα δυο ντου χέρια και του θέτει τρεις ξυλιές στη κεφαλή. Κατά θανάτου. Η κεφαλή τ’ αθρώπου Γιώργη χτυπά ωσάν την αδειανή ντενέκα. Πέφτει χάμω. Σε μηδέν χρόνο είχε τη λογική ντου.

Και του λέει άφησέ με μία ώρα δεν έχεις καρδιά; Του θέτου το μπουρμπαδίδι κι αυτουνού με το τουφέκι και πάει μέσα. Εγώ επέρασε σαράντα μέρες να κοιμηθώ. Έβλεπα αυτή τη σκηνή σαν ένα κινηματογράφο στα μάθια μου και μου ‘ρχόντανε στη τρέλα.

Τσι αιχμαλώτους τσι πήρανε από τη Δαμάστα, τσι πήγανε στο Κολέτσι κι από κια τοσε βγάλανε το πόρισμα ήντα θα τσι κάνουνε. Δεν εθέλανε να παίξουνε και μπαλωθιές γιατί οι Γερμανοί μπορεί να ήσανε ανάρια να μη τσι κούσουνε. Και λένε στων Απατώ το ταύκο.

Ποιος εκάτεχε το ταύκο; Πρέπει να ήτονε κατά τση μία το μεσημέρι όντεν εστάθηκα εγώ στο πρώτο που ρίξανε μέσα. Εγύρισα με το κοπέλι στσι δυο με δυόμισι η ώρα. Θωρούμε και μόλις τσι ποβάλανε οι Ρώσοι δεμαθιάζουνε δυο δεμάθια, ένα τα ρούχα, ένα τα άρβυλα. Τα περνούνε στα όπλα και σύρνουνε το χαράκι και κλειούνε το ταύκο που ‘ναι σα το πηγάδι και φεύγουνε.

Σε ένα λεφτό σε δυο λεφτά μέσα θωρούμε τσι δυο γυμνούς απ’ όξω. Αυτοί είχανε κοιτάξει σε μια πέζα που φαίνεται μόνο σαν είναι δώδεκα η ώρα. Γιατί έπιασα ύστερα τη δουλειά του ταύκου. Και πήγαινα το πρωί και πήγαινα τση δέκα, τση έντεκα τση δώδεκα και θωρώ τση δώδεκα τη πέζα.

Να τη πέζα που κοιτάξανε. Μόνο δώδεκα η ώρα φαίνεται. Άμα δε σταθεί στη πέζα και πάρει δεξά κάτω δε ξαναφαίνεται. Εκεί κοιτάξανε αυτοί κι εφύγανε. Ο άθρωπος είναι Γιώργη θηρίο. Με τη δύναμη που είχανε οι δυο εβγάλανε όχι τελείως το χαράκι, εκάμανε μια τρύπα ίσα που εχώριε ο άθρωπος και εβγήκανε. Ετσά ‘ναι η ζωή…».

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου