Ο Νίκος Καραγιάννης γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και βρέθηκαν στο Ηράκλειο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του ο Σωκράτης και η μητέρα του η Παγωνίτσα, από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Απέκτησαν οικογένεια με πέντε παιδιά. Την Αφροδίτη, μοναδική κόρη και τους Γιώργο, Κώστα, Νίκο και Χρήστο.
Τον Νίκο η Κατοχή βρήκε δεκαεφτάχρονο μαθητή της Πέμπτης τάξης της Εμπορικής Σχολής Ηρακλείου. Το 1941 οργανώθηκε από τον Σήφη Μιγάδη στη Φορς 133, υπηρεσία αντικατασκοπίας των συμμάχων και δούλεψε ως διερμηνέας στους κατακτητές, αρχικά στην Αγία Γαλήνη και στη συνέχεια στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου.
Από το Καστέλλι, όταν πια είχε ατονήσει το πολεμικό ενδιαφέρον του αεροδρομίου για τους Γερμανούς, έρχεται στα τέλη του 1943 στο Ηράκλειο, προσφέροντας τις μυστικές υπηρεσίες του στους συμμάχους και αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές, πάντοτε ενταγμένος στη Φορς 133-τμήμα αντικατασκοπίας.
Σε μια αποστολή με έναν επικίνδυνο συνεργάτη των Γερμανών, τον Αναστάση Συμεωνίδη, προδίδεται και συλλαμβάνεται. Βασανίζεται σκληρά στα μπουντρούμια της Γκεστάπο στην οδό Πεδιάδος, (στου Πλεύρη), αλλά παρόλα τα βασανιστήρια, δεν ομολογεί τίποτα. Δικάζεται στο στρατοδικείο της Αγυιάς στα Χανιά σε θάνατο.
Κλείνεται στα κελιά των μελλοθανάτων, όπου την τελευταία στιγμή του δίδεται χάρη και η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε υπερορία, (εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και της Αυστρίας). Μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, μεταφέρεται με άλλους εννέα Ηρακλειώτες στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μελκ, στην Αυστρία.
Όταν η Γερμανία αρχίζει να καταρρέει, οι κρατούμενοι του Μελκ μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Εμπενζεέ κοντά στο Τυρόλο της Αυστρίας. Στις 5/5/1945, οι έγκλειστοι απελευθερώνονται από τον Αμερικάνικο στρατό και ο Νίκος Καραγιάννης επιστρέφει στο Ηράκλειο την 1/8/1945.
Το 1994, έγραψε μετά από παρότρυνση των φίλων του, ένα χειρόγραφο κείμενο 120 σελίδων, με τις αναμνήσεις του τα χρόνια 1941-1945. Στο χειρόγραφο, ο Νίκος Καραγιάννης έδωσε τον τίτλο «Πέρα Από το Μαουτχάουζεν».
Τον Φεβρουάριο του 2006 επικοινώνησε μαζί μου και στις 24 του ίδιου μήνα στις 10 η ώρα το πρωί, συναντηθήκαμε στο σπίτι του, μου παρέδωσε ένα αντίγραφο και μου επέτρεψε να δημοσιευτεί στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου. Έτσι, από τις 11 ως τις 22 Μαΐου 2006, σε δέκα συνέχειες, η έγκριτη εφημερίδα δημοσίευσε το “Πέρα από το Μαουτχάουζεν” του Νίκου Καραγιάννη.
Ο Νίκος Καραγιάννης στο συγκλονιστικό του κείμενο, περιγράφει τη βύθιση του πλοίου KAVO PΙNO, ανοιχτά του λιμανιού της Σούδας, απέναντι από το παραθαλάσσιο χωριό Καλύβες Χανίων.
Γράφει ο Νίκος Καραγιάννης:
«…πέρασαν 4 ημέρες και στις 8/2/1944 μας ετοίμασαν 9 ή 10 άτομα για φευγιό, θα μπαρκάραμε όπως και έγινε για τη Γερμανία στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και καταναγκαστικής εργασίας.
Το σούρουπο με αυτοκίνητο μας μετέφεραν στη Σούδα και μας ανέβασαν σε ένα καράβι, τεράστιο το KAVO PINO, άνω των 10 χιλιάδων τόνων.
Το καράβι ήτανε γεμάτο Ιταλούς περίπου 3.500-4.000 από αυτούς που είχαν υποδηλώσει υποταγή στους Γερμανούς, δηλαδή τους αντιμπαντολικούς που θα συνέχιζαν τον πόλεμο στο πλάι των Γερμανών.
Και ακόμα 1.500 Γερμανούς αδειούχους ή μετατιθέμενους στα μέτωπα του πολέμου, που για να πω την αλήθεια δεν ξεύρω, γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω, δεδομένου ότι μόλις ανεβήκαμε στο καράβι, βράδυ πια, μας άρπαξαν με βία 2-3 από το πλήρωμα μας κατέβασαν στο 2ο αμπάρι και μας πέταξαν στην αριστερή μεριά του κήτους.
Συνειδητοποιώντας σε λίγο που βρισκόμαστε με έπιασε δέος γιατί ήξερα θετικά, (βλέπετε ήταν η δουλειά μου πριν με πιάσουνε), ότι το καράβι θα προσπαθήσουν να το βουλιάξουν οι Εγγλέζοι (σύμμαχοι) και μάλιστα με υποβρύχιο τορπιλισμό, από την πλευρά σίγουρα του Ακρωτηρίου και όχι βέβαια από τα ρηχά των Καλυβών.
Δηλαδή είμαστε ακριβώς πάνω στο σημείο που δεχόταν την τορπίλη, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Χωρίς καθυστέρηση πήρα τους συγκρατούμενούς μου και τους πήγα, παρόλες τις βρισιές ενός ναύτου κέρατο που μας ήθελε στην πρώτη θέση που μας είχε, απέναντι στη δεξιά πλευρά με απώτερο σκοπό αν τα καταφέρναμε να φύγομε από το αμπάρι για πιο ψηλά.
Πέρασαν μια δυο ώρες και μας φωνάζουν να μαζέψομε τα μπογάζια μας και με ένα καΐκι μας μεταφέρουν σε ένα μικρό καράβι το Σαν-Χουάν με Έλληνα πλοίαρχο και πλήρωμα και μερικούς Γερμανούς που επάνδρωναν τα κανόνια και αντιαεροπορικά μέσα του καραβιού που ήταν δεν ήταν 1000 τόνοι.
Ήτανε από εκείνα τα καράβια που έχουν πίσω τη γέφυρα και τις καμπίνες και από εκεί και μπρος τα αμπάρια τους που ήτανε σκεπασμένα κανονικά. Εκεί συναντήσαμε μια εκατοστή, ίσως 110 Ιταλούς, που δεν δεχόντουσαν να πολεμήσουν πλέον και τους μετέφεραν και αυτούς άγνωστο που.
Μεταξύ τους ήταν και ένας Κυριάκος ονόματι με τον οποίο είχαμε γνωριστεί στον Τεκέ που υπηρετούσε στον όρχο αυτοκινήτων και είχαμε μάλιστα κάνει και παρέες κάποια βραδάκια εκεί και πίναμε στου Μπαλαχούτη, παιδί γελαστό καλοσυνάτο και ευχάριστο μου είπε μέσες άκρες τα δικά του όπως και εγώ τα δικά μου και χάρις σ’αυτό συναγελαστήκαμε με τους υπόλοιπους εύκολα και ευχάριστα.
Ήρθε η νύχτα και κοιμηθήκαμε στην κουβέρτα πλάι στις κουπαστές, στριμωγμένοι και μόλις ξημέρωσε άρχισε ο απόπλους να ετοιμάζεται. Τρεχάματα, φωνές, διαταγές, τα γνωστά τέλος πάντων, ο πλοίαρχός μας ήταν ένας λεβεντάνθρωπος γύρω στα 45-50 ψηλόκορμος και όμορφος άντρας, αθυρόστομος όπως όλοι οι ναυτικοί με φωνή βροντώδη όλο αυταρχισμό.
Το KAVO PINO είχε αρχίσει να κάνει πρύμνα για να μανουβράρει την πορεία και ‘μεις το ίδιο όταν δε είχε γυρίσει την πλώρη του προς την έξοδο του κόλπου έδωσε φαίνεται σήμα στο δικό μας να μπει επικεφαλής της νηοπομπής δεδομένου ότι μας συνόδευαν 4 ταχύπλοα αλλά πολύ μικρά σκάφη και ένα δυο αεροπλάνα πετούσαν από πάνω μας προστατευτικά.
-Τι λες ρε τράγο; Εγώ θα φάω τη νάρκα; Δε σφάξανε! Στ’απόνερά σου ρε κόπανε θα μείνω και δεν θα ξεφύγω ρούπι!
Φώναξε στεντορείως ο Καπετάνιος μας μια και οι Γερμανοί δεν σκαμπάζανε ελληνικά. Έτσι και έγινε, το KAVO PINO μπροστά, εμείς σε κάποια απόσταση στ’ απόνερά του και πλάι μας τα συνοδευτικά προχωρήσαμε και βγήκαμε από τον κόλπο της Σούδας. Οι Ιταλοί είχαν στρωθεί στο να καταβροχθίζουν την ξηρά τροφή που μας είχαν δώσει για το ταξίδι!
-Ρε Κυριάκο τώρα θα τα φας όλα; Τι θα γίνει μετά;
-Και που ξεύρεις πως δεν θα μας φάνε τα ψάρια; Καλύτερα χορτάτος, μου απήντησε.
Δεν θα είχε περάσει μια ώρα και ενώ εμείς ετοιμαζόμαστε καθισμένοι στην κουβέρτα σταυροπόδι να τσιμπήσομε κάτι, ξαφνικά στη μονοτονία των γνωστών ήχων του καραβιού και το βόμβο των αεροπλάνων πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία εκείνο το φοβερό αστροπελέκι και γεμίζει ο κόσμος από ιπτάμενα αντικείμενα που πετούσαν σφυρίζοντας και ξεκουφαίνοντάς μας μέσα σε μια τεράστια οχλοβοή, ανακατωσούρα και ασυναρτησία.
Πέσαμε μπρούμυτα στην κουβέρτα προστατεύοντας με τα χέρια τα κεφάλια μας γιατί η πρώτη μας σκέψη ήτανε αεροπλάνα! Ακούγαμε βλέπεις τον βόμβο των συνοδευτικών αεροπλάνων πράγμα που προκάλεσε μια αρχική σύγχυση και δεν καταλαβαίναμε τι έγινε.
Όταν σταμάτησε η πολλή οχλοβοή και δεν ακούγαμε παρά μόνο τις σειρήνες των καραβιών και σηκώσαμε σιγά σιγά τα κεφάλια μας τι να δούμε;
Το KAVO PINO μπροστά μας είχε γείρει στα δεξιά και άρχισε να φαίνεται η καρίνα του από την τορπίλη ή τις τορπίλες που είχε φάει στην αριστερή του πλευρά και η θάλασσα γύρω του γεμάτη κεφάλια ανθρώπων που προσπαθούσαν να πιαστούν από κάτι που επέπλεε να κρατηθούν στην επιφάνεια.
Τέτοιο κομφούζιο, τόσες κραυγές αγωνίας. Μάμα μία οι Ιταλοί, προπαντός αυτούς που δεν γνώριζαν κολύμπι και αγωνιζότανε να αρπάξουν ένα ξύλο ή ότι επέπλεε δίπλα τους κραυγάζοντας Αγιούτε, Μάμα Μία κλπ. εκκλήσεις βοηθείας.
Εν τω μεταξύ ο καπετάνιος μας έπλεε συνεχώς ζιγκ-ζαγκ για να αποφύγει τυχόν επίθεση και εναντίον μας πράγμα που τελικά δεν έγινε. Το θέαμα που είδα δεν περιγράφεται ούτε σε κινηματογραφικές ταινίες.
Το KAVO PINO είχε σχεδόν μπρουμουτίσει εξείχε από τη θάλασσα το κήτος του και η καρίνα ψηλά και πάνω του σαν μυρμηγκιά οι άνθρωποι να προσπαθούν να κάνουν τι; Ούρλιαζαν ικετεύοντας για βοήθεια αλλά από πού;
Μέχρι που με μια μεγαλοπρεπή βουτιά όπως βλέπομε στα σινεμά το μεγάλο καράβι εξαφανίστηκε στη θάλασσα μέσα γεμίζοντας πια με κεφάλια τον κόσμο γύρω του, όσους δεν είχε παρασύρει η δίνη του! Σε λίγο άρχισαν να εμφανίζονται διαφόρων μεγεθών καΐκια στο άνοιγμα της Σούδας που ερχότανε για βοήθεια.
Εκεί είδα το φρικιαστικό φαινόμενο με τα μάτια μου, όταν οι Γερμανοί ρίχναν σωσίβια και τα έπιαναν Ιταλοί, τους σκότωναν από πάνω για να πιαστούν Γερμανοί από αυτά και να σωθούν! Μα τόση απανθρωπιά σ’ αυτήν την κοσμοχαλασιά; Μάλιστα κύριε. Φρίκη δεν θα πει τίποτα, ήταν μια εικόνα κολάσεως.
Εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν το πιο πολυάνθρωπο ναυάγιο με χιλιάδες πνιγμένους, μιλούσαν για 3500-4000 Ιταλογερμανούς.
Το δικό μας καράβι δεν σταμάτησε καθόλου να μαζέψει ναυαγούς από το φόβο μήπως γίνει στόχος. Τότε μου πέρασε από το μυαλό να βουτήξω στη θάλασσα και έτσι καλός κολυμβητής που ήμουνα να τραβήξω για τις Καλύβες.
Όμως εκτός που όλος ο κόσμος κοίταζε κάτω και θα με έβλεπαν, ήταν μην ξεχνάμε 8 του Φλεβάρη, χειμώνας δηλαδή και η απόσταση 6-7 μίλια. Δεν θα τα κατάφερνα και γι’ αυτό προτίμησα να μην το κάνω. Κάποτε και με χίλιες τόσες προσπάθειες και ώρες αγωνίας τέλειωσε η περισυλλογή των επιζώντων από τα πολυειδή πλεούμενα και γυρίσαμε στη Σούδα και πάλι πίσω στην Αγυιά.
Ήταν σχεδόν μετά το μεσημέρι όταν φτάσαμε στην Αγυιά όπου μας υποδέχτηκε ο γνωστός μας Ρόκος, μας έδωσε συσσίτιο και μας έβαλαν πάλι στο γνωστό μας θάλαμο όπου όπως καταλαβαίνεται ο καθένας μας εξιστορούσε τα συμβάντα βάζοντας τη δική του σάλτσα και έτσι το θέμα προσέλαβε τερατώδεις διαστάσεις, που κράτησαν μέχρι το σούρουπο οι διάφορες διηγήσεις, όταν μας κάλεσαν πάλι στο αυτοκίνητο και μια και δυο πίσω στην Σούδα, στο πλοίο μας Σαν Χουάν.
Η Σούδα είναι ένα φυσικό λιμάνι από τα ασφαλέστερα στη Μεσόγειο γιατί περικλείεται και προστατεύεται. Από βορά είναι το Ακρωτήρι και οι ακτές του Αποκόρωνα προς νότο. Ο όρμος αυτός της Σούδας αποτελούσε από αρχαιοτάτων χρόνων ένα μεγάλο πολεμικό Ναύσταθμο που τον κατέλαβαν οι Ενετοί για να τον παραδώσουν στους Τούρκους.
Στα νεώτερα χρόνια αποτελούσε τόσο στον Πρώτο όσο και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο Ναύσταθμο πρώτης γραμμής για τους συμμάχους. Εκεί ήταν βυθισμένο το αγγλικό καταδρομικό YOΡKH που βυθίστηκε από τους Ιταλούς σε μια αιφνιδιαστική επίθεση με ταχύπλοα μικρά σκάφη (26/3/1941).
Θυμούμαι που καθώς πηγαίναμε από την Αγυιά για την Σούδα οι Γερμανοί με ρώτησαν:
-Τι λες μικρέ Έλληνα, θα περάσουμε τη θάλασσα;
Τους διαβεβαίωσα πως το υποβρύχιο είχε κάνει τη δουλειά του και δεν υπήρχε πια κανείς κίνδυνος.
Φοβόντουσαν πιο πολύ από μας γιατί σαν λαός με λίγες θάλασσες τρέμανε το υγρό στοιχείο σαν ο διάολος το λιβάνι! Αναθάρρησαν και μου πιάσανε κουβέντα γιατί αυτό τους έκανε να ξεχνούν το φόβο τους.
Σαλπάραμε βράδυ πλέοντας με μια μικρή ταχύτητα γιατί είχε λίγη θάλασσα και τα συνοδευτικά μικρά σκάφη υποφέρανε και δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα έτσι ώστε θα φτάναμε το πρωί στην Μήλο. Εκεί κατά το ξημέρωμα και πριν να φωτίσει ακόμα μας έτυχε το περιστατικό που θα ήταν και το μοιραίο όλων μας.
Ένα Αγγλικό αεροπλάνο, κύριος είδε από που γύριζε, μας εντόπισε και περνώντας χαμηλά άφησε όσες βόμβες του είχαν περισσέψει φαίνεται από τις οποίες ευτυχώς καμιά δεν μας έπληξε, πέσαν δίπλα μας στη θάλασσα. Ο καπετάνιος που ξύπνησε όπως όλοι μας και πριν το επεισόδιο μας είχε πιάσει στον ύπνο, άρχιζε να βρίζει τους Γερμανούς που επάνδρωναν τα αντιαεροπορικά του πλοίου.
-Ρετούρα ρε, τους ούρλιαζε, κούκεν ρε, κούκεν!
Και τους έλουζε με τα γνωστά Ελληνικά επίθετα. Ευτυχώς το αεροπλάνο δεν ξαναγύρισε και έτσι χωρίς άλλο συμβάν πιάσαμε το λιμάνι της Μήλου.
Η Μήλος είναι ένα νησί που ανήκει στην επαρχία των Κυκλάδων και αποτελείται από το κύριο νησί και αρκετά άλλα μέχρι και Φολέγανδρο. Και έχει η επαρχία κάμποσες κοινότητες και γύρω στους 33 οικισμούς.
Έχει έδρα την κωμόπολη Μήλο, (Πλάκα), και έχει ορυκτό πλούτο το νησί που ενισχύει την οικονομία των κατοίκων εκτός από την αλιεία. Θείο, μαγγάνιο γύψος, ψευδάργυρος, χαλαζίτης είναι τα ορυκτά της όπως και αρκετές θερμοπηγές για λουτρά ρευματοπαθών κλπ. με τα ανάλογα φυσικά αέρια.
Το λιμάνι της Μήλου ευρίσκεται στον ομώνυμο κόλπο που έχει από το άνοιγμα του πλάτους 1 μιλίου πέντε μίλια είσδυση με αρκετό φάρδος είναι σχεδόν στρόγγυλος και θεωρείται ένα από τα πιο μεγάλα και προστατευτικά λιμάνια του Αιγαίου Πελάγους.
Νήσος με πλούσια και πανάρχαια ιστορία, έτυχε ανά τους αιώνες πολλές επιδρομές γι’ αυτό οι κάτοικοι έφτιαξαν τις περίφημες κατακόμβες για προστασία από τους επιδρομείς και ανακαλύφτηκαν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και μάλιστα ο συνοικισμός Φυλακωτή γνώρισε μεγάλη ακμή εξ αιτίας του οψιανού λίθου τον οποίον διέθετε μονοπωλιακός κατά την προϊστορική εποχή.
Λόγω της ασφάλειας που διέκρινε το λιμάνι της ήταν ένας σπουδαίος ναύσταθμος σε όλους τους τελευταίους πολέμους στο Νότιο Αιγαίο. Τώρα βέβαια κατήχετο από τους Γερμανούς που είχαν όταν φτάσαμε εκεί και ένα Ιταλικό τμήμα με 2-3 πολεμικά καράβια.
Στη Μήλο μείναμε 4 ημέρες λόγω της θαλασσοταραχής χωρίς να μας επιτρέπεται η έξοδος στη στεριά όμως οι κάτοικοι μας φίλευαν με διάφορα ζαρζαβατικά και ψαρικά.
Δεν μας συνέβη κανένα επεισόδιο ούτε εκεί ούτε και στη διαδρομή μας προς Πειραιά από όπου μας οδήγησαν κατ’ευθείαν στις φυλακές Αβέρωφ σε ένα τεράστιο θάλαμο με πάρα πολλούς κρατουμένους. Πιάσαμε μια γωνιά και κοιμηθήκαμε, ύστερα από μια εβδομάδα περίπου στη στεριά, του καλού καιρού.
Το πρωί γίνεται όπως σε όλες τις φυλακές του κόσμου το εγερτήριο, έξοδος για τουαλέτα και μετά μας κάνουνε κάτω στις αυλές ένα είδος γυμναστική λίγο περίπατο στον περίβολο και μετά πάνω ή μέσα στους θαλάμους. Εμάς μας είχαν πάει σε θάλαμο ψηλά δεν θυμούμαι αν ήταν 1ος ή 2ος όροφος.
Στο θάλαμο μέσα υπήρχαν ένα σωρό αγωνιστές Έλληνες βέβαια όλοι, οι οποίοι κατά παρέες είχαν καταλάβει και ένα τμήμα του θαλάμου στον τοίχο και εκεί χωρίς να αλλάζουν θέση, φτιάχνανε τρόπον τινά το νοικοκυριό τους.
Εντύπωση μου έκανε ένας σεβάσμιος περασμένης ηλικίας, όχι πάλι γέρος ραμολιμέντο, καλοστεκούμενος στον οποίον όλοι μέσα στο θάλαμο φερόντουσαν με ένα αίσθημα όχι απλώς σεβασμού αλλά κάτι σαν τυφλής υπακοής. Ήταν δηλαδή ο αναγνωρισμένος αρχηγός του θαλάμου, ήπιος, με μια ολύμπια ηρεμία, έδινε απαντήσεις χαμηλόφωνα σε όσους τον πλησίαζαν για κάτι.
Ήταν ο περισσότερο ενημερωμένος άνθρωπος του θαλάμου και όπως διέκρινε κανείς αρκετά πλούσιος για να παίρνει τέτοια πλούσια δέματα. Δεν γινόταν βέβαια να μην ρωτήσω ποιος ήταν. Ήταν λοιπόν ο Φιλοποίμην Φίνος, ιδρυτής της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, σπουδαίο αντιστασιακό στέλεχος με πλούσια δράση σε ηγετικό επίπεδο.
Ο άνθρωπος αυτός σε σαγήνευε κατά κάποιον τρόπο και θεώρησα τιμή μου όταν κάποτε με εκάλεσε κοντά του, και σαν να ήταν ενήμερος του ποιος ήμουν, μου μίλησε με ύφος πατρικό, φιλεύοντάς με ένα κομμάτι κοτόπουλο, για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και το τι έμελλε να αντιμετωπίσω…».
Ο Γεώργιος Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου