Ροή ειδήσεων
Σάββατο, 8 Νοεμβρίου 2025
Γιορτάζουν: Άγγελος, Γαβριήλ, Μιχαήλ, Σεραφείμ, Ευστρατία, Μεταξία, Ραφαήλ, Σταμάτης, Στρατηγός, Ταξιάρχης
20°
Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
Ο Νικόλαος Ι. Πετροδασκαλάκης στον πόλεμο του ‘40
Ο Νικόλαος Ιωάννου Πετροδασκαλάκης που αφηγείται στιγμές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου

Ο Νικόλαος Ι. Πετροδασκαλάκης γεννήθηκε στους Αποστόλους Πεδιάδος το έτος 1918. Όταν η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, ο Νικόλαος Πετροδασκαλάκης ήταν 22 χρονών. Υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία από το 1939 και πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού.

Το Σάββατο στις 21 Αυγούστου 2010, σε ηλικία 92 ετών, ο Νικόλαος Πετροδασκαλάκης αφηγήθηκε στον γιο του Ιωάννη, στιγμές από την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, Οκτωβρίου 1940 – Απριλίου 1941 και τη δράση του σ’αυτόν. Συγκεκριμένα, ο Νικόλαος Πετροδασκαλάκης ανέφερε τα εξής :

«Κληρωτός έφυγα στις 18 Οκτωβρίου 1939 και παρουσιάστηκα την ίδια μέρα στο Ηράκλειο στο 43ο Σύνταγμα. Μετά από ένα χρόνο κηρύχτηκε ο πόλεμος. Εμένα πριν κηρυχτεί ο πόλεμος με είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, είχα σπάσει το χέρι και το πόδι μου και ήμουν στο νοσοκομείο.

Θυμάμαι τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος υπήρχε ενθουσιασμός από την κλάση του’40.  Ήταν οι νεοσύλλεκτοι. Ζητωκραυγές, καπέλα στον αέρα… Οι στρατιώτες της κλάσης του’39 ήταν πιο συγκρατημένοι. Την κλάση του’40 την απολύσανε ως ανεκπαίδευτη. Η μεραρχία η δική μας έφυγε για την Αλβανία, εγώ έμεινα στο νοσοκομείο. Μετά με στείλανε στα Χανιά και αφού μου δώσανε ένα μήνα αναρρωτική άδεια, γύρισα στο χωριό.    

Παρουσιάστηκα ξανά στις 25 Δεκεμβρίου και στις 28 έγινε αποστολή για το μέτωπο. Αφού κρίθηκα ικανός από τους γιατρούς μπήκα στην αποστολή. Φύγαμε στις 29 το βράδυ από το Ηράκλειο μ’ ένα καράβι, Κεφαλληνία το λέγανε. Καράβι της κακής ώρας. Μόνο σίδερο και ξύλο. Κάναμε 48 ώρες για να φτάσουμε στο Μεσολόγγι. Πειραιάς, Ισθμός Κορίνθου, Μεσολόγγι. Την επόμενη μπήκαμε στο τρένο και φτάσαμε στο Αγρίνιο. Μέχρι εκεί πήγαινε το τρένο, μετά άρχιζε η πεζοπορία.                          

Θα πηγαίναμε στο χωριό Σφήνα, που ενώ μας είπαν ότι είναι μια δυο ώρες δρόμος, φτάσαμε μετά από περπάτημα σχεδόν μιας ολόκληρης μέρας. Κατασκηνώσαμε για ένα βράδυ, οπλισμό δεν είχαμε ακόμα, μόνο το γυλιό, και την επομένη πήγαμε στο Μπιζάνι, ένα χωριό πριν τα Ιωάννινα.

Εκεί μάλιστα υπήρχε ένα μνημείο, οι πεσόντες του πολέμου του’13, που ήταν και πολλοί Κρητικοί.  Κατασκηνώσαμε, η μέρα ήταν καθαρή, μαζέψαμε χόρτα και φτέρες και κοιμηθήκαμε.  Το βράδυ έκανα το λάθος και έβγαλα τα άρβυλα να κοιμηθώ. Κατά τις 10 η ώρα είχε κάνει μια πιθαμή παγετό.

Σηκωθήκανε και ανάψανε φωτιά, εγώ δεν μπορούσα να βάλω τα άρβυλα, ήταν μικρότερο νούμερο, ήταν και τα πόδια μου πρησμένα, τα ΄βαλα  με μεγάλη πίεση.  Ξημερωθήκαμε γύρω από τη φωτιά, αλλά τότε ξεκίνησε μια βροχή που χαλούσε ο κόσμος. Ξεκινήσαμε ξανά την πεζοπορία. Για να φτάσω στα Ιωάννινα περίπου 18 χλμ. περπατούσα όλη μέρα με φριχτούς πόνους και η βροχή δεν είχε σταματήσει. Μας οδήγησαν σε κάποιους στρατώνες που είχαν όμως εκκενωθεί. Δεν υπήρχαν ούτε κρεβάτια, ούτε κουβέρτες.

Μόνο η ταράτσα και όπως ήμασταν μούσκεμα, δεν υπήρχε μια στεγνή κλωστή πάνω μας, κοιμηθήκαμε. Την επόμενη μέρα κάναμε μια βόλτα στα Ιωάννινα, πήγα στο νοσοκομείο και είδα τον Αργυράκη που ήταν τραυματισμένος. Δυο μέρες μετά ήρθαν τα λεωφορεία και μας πήραν. 15 ή 16 Ιανουαρίου περάσαμε τα ελληνικά σύνορα, δυο τρία αλβανικά χωριά και φτάσαμε στο Λιμπόχοβο ένα χωριό δεξιά πριν το Αργυρόκαστρο.

Ο Μανόλης Αργυράκης του Γεωργίου από το χωριό Αποστόλοι Πεδιάδος.

Εκεί μείναμε ένα μήνα γιατί μας πήγαν να αναπληρώσουμε το 8ο Σύνταγμα Ναυπλίου που είχε δώσει μάχες, είχε μεγάλες απώλειες  και γύριζε πίσω. Επόμενο χωριό η Πρεμετή.  Περάσαμε και την Κλεισούρα, εκεί ήταν θαμμένος ο Μανώλης, της Σαββομαρίας ο άντρας. 

Εγώ είχα πάρει ένα γράμμα από τον αδελφό μου τον Μανώλη και επειδή απαγορευόταν να μας γράφουν αν σκοτωνόταν κανείς, το έγραφαν συνθηματικά. Γράφει λοιπόν ο Μανώλης “μάθε ότι ο Μανώλης ο Σαββάκης μετατέθηκε στου αδελφού μας του Γιώργη το λόχο. Ο αδελφός μας είχε πεθάνει…

Ο Μανόλης Ιωάννου Πετροδασκαλάκης, αδερφός του Νικολάου, πήρε μέρος κι αυτός στον πόλεμο του’40

Μετά από λίγες μέρες έρχεται ένα γράμμα από τον Χαραλάμπη το Σαββάκη στον Ηγουμενάκη το Μανώλη, τον Αμερικάνο που λέμε.  Του ζητούσε να τους γράψει ότι συνάντησε τον Σαββάκη και ήταν καλά, να το πει στη γυναίκα του που ήταν έγκυος, να κάμει το κοπέλι. Μετά την Πρεμετή περάσαμε στου Μπαλαμπάνη το Χάνι και βγήκαμε στο χωριό Ψάρι.  Εκεί μας έπιασε βομβαρδισμός από Ιταλικά αεροπλάνα.

Μας βομβάρδιζαν ανηλεώς, πολλά αεροπλάνα πολλές βόμβες. Ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτα. Βγήκαμε στο βουνό Σεντέλι, εκεί ήταν η πρώτη γραμμή. Μας χώριζε μια χαράδρα, μια κοιλάδα μάλλον, από τους Ιταλούς. Η κατάσταση δραματική… Παντού άνθρωποι σκοτωμένοι, άθαφτοι. Στις αρχές Μαρτίου, μας έκαναν οι Ιταλοί εφτά αντεπιθέσεις. Το βάρος όμως είχε πέσει μέσα στα στενά της Κλεισούρας. 

Ρίξανε τανκς, πολυβόλα, πυροβολικό. Όταν άρχιζε το πυροβολικό να ρίχνει, χάναμε το λογαριασμό. Αμέτρητα βλήματα από αυτούς, ενώ τα δικά μας περιορισμένα. Εγώ ελληνικό αεροπλάνο ή τανκς δεν είδα. Μόνο οπλίτες, ορειβατικό πυροβολικό και ορισμένα που τα τραβούσαν αμάξια. Πεδινό πυροβολικό το λέγανε.

8 Απριλίου ήταν η χειρότερη βραδιά. Βγάζει ο λοχαγός μια διαταγή η τρίτη ομάδα, η δική μου, να πάει να στήσει ενέδρα μπροστά από την πρώτη γραμμή.  Ήταν ένα μέρος με μεγάλα βράχια, πήραμε τρία οπλοπολυβόλα, δεκατρείς άντρες να κυκλώσουμε το μέρος που όταν κατέβουν οι Ιταλοί να τους πιάσουμε.                                                           

Το βράδυ αρχινά ένας βορράς, μια βροχή, χιόνι, κρύο που τα μεσάνυχτα ήμασταν όλοι σέκος από το κρύο. Εγώ μιλούσα τσεβδά. Ένας μόνο άντεξε μέχρι το πρωί, ένας Γαλανάκης Αντώνης από την Αυλή που έκανε σημειωτόν όλη νύχτα.   

Ξημερώματα κατέβηκα στην πρώτη γραμμή, στον καταυλισμό, αφού μπορούσα να περπατήσω και πήγα στο αντίσκηνο του Ηγουμενάκη. Εκεί ήταν ένας Δολαψάκης, λοχίας. Του λέω ειδοποίησε το λοχαγό ότι η ομάδα πάνω είναι σχεδόν νεκρή. Μόνο ένας έχει τις αισθήσεις του. Η απάντηση του λοχαγού ήταν ότι θα τους αντικαταστήσει το βράδυ. Τόνισα ότι μέχρι τότε θα΄ναι όλοι πεθαμένοι και η ευθύνη είναι δική του.

Πείστηκε αλλά οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Τους έβαλαν λοιπόν πάνω σε κάτι αντίσκηνα και σέρνοντας τους κατέβασαν. Ζούσαν όλοι αλλά δεν είχαν τις αισθήσεις τους. Την επόμενη μέρα η ομάδα διέλυσε. Πήγαμε όλοι στους γιατρούς. Στις 12 Απριλίου έρχεται διαταγή να γυρίσουμε στα μετόπισθεν για ξεκούραση. Τότε μάθαμε από τον ανθυπολοχαγό Βραδήμα Γεώργιο ότι η Γερμανία μας είχε κηρύξει τον πόλεμο. Αρχίσαμε οπισθοχώρηση από υψόμετρο 2500 μέτρα.

Για να συντομεύσουμε θα πηγαίναμε από τα στενά της Κλεισούρας, τα οποία όμως τα είχαν επισημάνει οι Ιταλοί  και όταν άρχιζε να ρίχνει το βαρύ πυροβολικό  έριχνε εκατοντάδες βλήματα. Μας είπαν ότι ρίχνανε μια ώρα, μετά σταματούσανε, μετά ξαναρχίζανε, οπότε στο κενό διάστημα θα περνούσαμε εμείς.

Την ώρα που μπήκαμε στα στενά της Κλεισούρας, αρχινά το πυροβολικό.  Βλήματα… μας  τάραξαν!!! Ευτυχώς δε σκοτώθηκε κανείς. Εμείς παρακολουθούσαμε τον ήχο που έκαναν γιατί όταν το βλήμα περνά και πάει αλάργο, σφυρίζει, όταν κατεβαίνει για να σκάσει κάνει ένα θόρυβο σαν να κοχλάζει και όταν έχει χάσει την τροχιά του κάνει άλλο θόρυβο, σαν σφύριγμα. Πέφτει ένα βλήμα 50  60 κιλά, ξέρω και γω, δυο μέτρα δίπλα μας αλλά δεν έσκασε.

Είχε χάσει την τροχιά του, έκανε τούμπες και έφυγε. Μας χωματίσανε βέβαια χαλίκια, χώματα αλλά ως εκεί. Τα αέρια όμως από το βλήμα που ήτανε να σκάσει, ενώ είχαμε πέσει κάτω, μας πιέζανε…  Ήταν σαν να σε πιέζανε, σε πατούσανε από πάνω και σε ξεκορμίζανε, σε ξεκουρμουλιάζανε… Αισθανόσουν τον εαυτό σου να πιέζεται, να τρέμει. Αυτό κράτησε πάνω από μισή ώρα.  Όταν σταμάτησαν προχωρήσαμε σε απυρόβλητο έδαφος. Περάσαμε την Πρεμετή αλλά τα δρομάκια ήταν ορεινά και οπισθοχωρούσαμε σε φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Χάνουμε την επαφή του συντάγματος με το τάγμα το δικό μου.  Ανέλαβε τότε την ευθύνη ο λοχαγός μας Παπακωνσταντίνου, να προχωρήσουμε για να μη μας πιάσουν οι Ιταλοί και θα επικοινωνήσουμε το πρωί με τον ασύρματο. Την επόμενη μέρα μαθαίνουμε ότι το σύνταγμα είναι στο χωριό Πολίτσανη. Ήταν να ανέβουμε και να κατέβουμε ένα μεγάλο ύψωμα. Σκέψου ότι περνούσαμε και στην κορφή ήταν το χιόνι πενήντα εξήντα πόντους πιο ψηλά από το μπόι μας. Πείνα, δίψα, κρύο, όλα…  Κακουχίες στον υπέρτατο βαθμό.                         

Στην Πολίτσανη συναντήσαμε και τους υπόλοιπους. Το επόμενο χωριό, η Σοπική, είχε μια κορυφογραμμή και εκεί στήσαμε άμυνα για να οπισθοχωρήσουν τα πίσω τμήματα. Εγώ είχα το οπλοπολυβόλο, δίπλα η  διόπτρα που παρακολουθούσε και παραδίπλα  κάποιοι άλλοι  με όλμους και περιμέναμε…. Ησυχία!!!   

Ήταν ένα πλάι απέναντι σαν τις Μπαϊρες αλλά πιο μεγάλο.  Κατά τη μία ή δύο η ώρα, βλέπουμε ένα περίπολο με πέντε έξι άντρες που κατέβαινε κάτω.  Δίνει ο ταγματάρχης εντολή να μην πυροβολήσει κανείς. Αυτοί κατεβήκανε μέχρι το χωριό, γυρίσανε πίσω και μάλλον ειδοποιήσανε ότι είχαμε φύγει. 

Μετά από λίγο τι να δεις, μπουλούκι! Όλο το πλάι ένας όγκος στρατός που κατέβαινε κάτω. Μόλις μπήκανε στην καθαράδα, δίνει ο ταγματάρχης εντολή και βάλαμε με πολυβόλα, με όλμους και πυροβόλα. Τα μικρά δεν τα βάλαμε γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη, 4.500μ  και δε θα φτάνανε.  

Εκεί θαύμασα αυτόν που έδινε τα στοιχεία.  Ο δρόμος ήταν ζικ ζακ και έλεγε   “επιμήκυνση  10, δεξιότερα 5” και γάζωνε το δρόμο και πήγαινε πάνω. Αυτοί πανικοβληθήκανε, σκορπίσανε, μπήκανε μέσα σε μια χαράδρα. Αρχινά να ρίχνει και στη χαράδρα σειρά σειρά και πήγαινε πάνω.

Αφού βασίλεψε ο ήλιος, μας λένε ότι θα οπισθοχωρήσουμε, αλλά το κεντρικό οπλοπολυβόλο θα παραμείνει δύο ώρες πίσω να κάνει βολές παρενοχλήσεως, να μην καταλάβουν ότι οπισθοχωρήσαμε και μετά θα οπισθοχωρήσει και  αυτό.  Και αυτός ήμουν εγώ. Αυτό ήταν στο χωριό Σοπική  τη βραδιά του Πάσχα. Εγώ έμεινα λιγότερο από δυο ώρες, παίρνω το όπλο χιαστή βάζω τη δεσμίδα και ξεκινώ αλλά… δεν ξέρεις που να πας, αν βρεις το στρατό, τι θα συναντήσεις.

Τελικά φτάνω στην Πολίτσανη την ώρα που έκαναν Ανάσταση. Ρώτησα και ο στρατός είχε περάσει από κει, τουλάχιστον ήμουν στο σωστό δρόμο.  Συνέχισα. Φτάνω σ’ ένα σημείο που ο δρόμος ήταν να περάσεις ένα ποταμό, να πας δέκα μέτρα, να τον ξαναπεράσεις και συνέχιζε έτσι. 

Ήμουνα ξεραμένος στη δίψα και μόλις έφτασα  άρχισα να πίνω νερό χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά απ’ όλη αυτή τη διαδρομή έφτασα στα Δολιανά, ολόγρος από το στήθος και κάτω. Τα Δολιανά ήταν ελληνικό χωριό και εκεί γινόταν ο ανεφοδιασμός του ελληνικού στρατού. Από κει γέμισα το σακίδιό μου με γαλέτες. Εκεί  συναντήσαμε τους πρώτους Γερμανούς αλλά είχε γίνει η συνθηκολόγηση και δε μας πειράξανε.    

Με  τους Ιταλούς όμως δεν είχαμε συνθηκολογήσει.  Βγαίνει ένας ταγματάρχης και λέει ότι σε μια ώρα, αν δεν έχουμε περάσει τη γέφυρα του Καλαμά θα την κλείσουν οι Ιταλοί και θεωρούμαστε αιχμάλωτοι. Εκεί να δεις. Φύγαμε και τα παρατήσαμε όλα. Πήγαμε Καλπάκι, Μονή Βελά, Ιωάννινα, Φιλιππιάδα, Άρτα, Αμφιλοχία και φτάσαμε Αγρίνιο. 

Όλη αυτή η διαδρομή ήταν με τα πόδια.  Καταλαβαίνεις κούραση, κρύο, πείνα.. Τρώγαμε ότι βρίσκαμε, ότι μας έδιναν οι άνθρωποι, όσοι μας δίνανε. Στο Αγρίνιο ήταν λεωφορεία που μας μετέφεραν στο Κρυονέρι, εκεί που είναι τώρα η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου μετά με καΐκια  μας πήγαν στην Πάτρα και με τρένο φτάσαμε τελικά στον Πειραιά. Στην Αθήνα την επόμενη μέρα, άπλυτοι, ψειριασμένοι, όπως ήμασταν στην Αλβανία, μας λέει μια κυρία, που πάτε; Θα σας πιάσουν οι Γερμανοί. 

Μας πήγε σ’ ένα καφενείο απέναντι , καθίσαμε έξω γιατί ήμασταν γεμάτοι ψείρες και από εκεί ειδοποίησα το Σπύρο του Παπαδογιώργη.  Αυτός μαζί με τον Δασκαλάκη μου έφεραν ρούχα. Με πήγαν  σ’ ένα χαμάμ και αφού πλύθηκα, καθαρίστηκα, άλλαξα ρούχα. Τα ρούχα που έβγαλα τα έβαλαν σ’ ένα μεγάλο τενεκέ και τα έβρασαν. Όταν πήγα  στον κουρέα να κουρευτώ και να ξυριστώ, είχα ακόμα ψείρες.

Δεν μπορούσαμε όμως να φύγουμε  γιατί ήμασταν αποκλεισμένοι. Έμεινα στο σπίτι του αδελφού μου και δούλεψα στο Διεθνές. Στην Κρήτη επέστρεψα στις 20 Οκτωβρίου 1942. Από το χωριό συμμετείχαν πολλοί στον πόλεμο, καλά πολλοί,  αλλά ήταν στην Πέμπτη Μεραρχία, εγώ ήμουν στην όγδοη μαζί με τον Ηγουμενάκη.

………………….

Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και στα όσα ακολούθησαν, δύο παλικάρια από τους Αποστόλους Πεδιάδος έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα. Ο Μανόλης Σαββάκης και ο Αλέκος Ροβύθης.

Σαββάκης Μανόλης του Ιωάννου

Ο Αποστολιανός Μανόλης Σαββάκης του Ιωάννου. Σκοτώθηκε από ιταλικό βομβαρδισμό στις 29 Ιανουαρίου 1941, λίγο έξω από το χωριό Άρτζα Ντι Μέτζο, ΝΔ της Τρεμπεσίνας

Ο Μανόλης Σαββάκης ήταν από το χωριό Αποστόλοι Πεδιάδος. Ήταν από τους πρώτους νεκρούς της Πέμπτης Μεραρχίας των Κρητών. Σκοτώθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1941. Έπεσε λίγο έξω από το χωριό Άρτζα Ντι Μέτζο, ΝΔ της  Τρεμπεσίνας. Τον θάνατό του μαρτυρούν οι συμπολεμιστές του Γεώργιος Χαραλαμπάκης από το χωριό Καστέλλι και  ο Μανόλης Πιταροκοίλης από το χωριό Πάνω Καρουζανώ που ήταν μαζί του.

Εκείνο το πρωινό της Τρίτης 28 Ιανουαρίου, Ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τους  Έλληνες στρατιώτες. Ο Μανόλης δεν πρόλαβε να τρέξει να προφυλαχτεί όπως  έκαναν οι υπόλοιποι και ένα βλήμα από μια βόμβα τον σκότωσε. Είναι θαμμένος σε  έναν λόφο από κουμαριές, απέναντι από την Κλεισούρα της Αλβανίας.

Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία, το γένος Σμαριαννάκη. Ο Μανόλης Σαββάκης φεύγοντας για το μέτωπο, άφησε πίσω τη γυναίκα του που ήταν πέντε μηνών έγκυος.  Τον Μάιο του 1941, γεννήθηκε η κόρη του η Ευαγγελία, που δε γνώρισε ποτέ τον  πατέρα της.

Ροβύθης Αλέκος του Μιχαήλ

Ο Αλέκος Ροβύθης του Μιχαήλ. Σκοτώθηκε στις 16 Ιουνίου 1941 από πολυβολισμό γερμανικού αεροπλάνου ενώ βρίσκονταν στο κατάστρωμα πλοίου. Το πλοίο μετέφερε Έλληνες στρατιώτες στη Συρία, μετά την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού μετώπου και την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς

Ο Αλέκος Ροβύθης γεννήθηκε στους Αποστόλους Πεδιάδος το έτος 1918 και ήταν το  6ο από τα εφτά παιδιά του Μιχάλη Ροβύθη. Ο Αλέκος πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό  πόλεμο στο μέτωπο της Μακεδονίας. Ανήκε στην Ταξιαρχία του Έβρου.

Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, τον Απρίλιο του 1941, επιβιβάστηκε μαζί με άλλους  συντρόφους του σε ένα πολεμικό πλοίο με προορισμό τη Μέση Ανατολή. Τελικά το πλοίο  κατευθύνθηκε στη Συρία.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κάποιοι σύντροφοί του, τον παρότρυναν να κατέβουν  κάτω στην κουζίνα του πλοίου για φαγητό. Ο Αλέκος, παιδί της επαρχίας, σε όλη τη  διαδρομή,  βρίσκονταν στο κατάστρωμα και αγνάντευε τη θάλασσα.

Κοντά στις ακτές της Συρίας, το πλοίο δέχτηκε επίθεση από ένα Γερμανικό  αεροπλάνο. Ο Αλέκος δεν πρόλαβε να καλυφτεί και σκοτώθηκε από τους πολυβολισμούς του  αεροπλάνου. Το ημερολόγιο έδειχνε τη 16η Ιουνίου του 1941.

Στον Αλέκο Ροβύθη αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημα του Τάκη Σινόπουλου :

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

«Λύθηκε η θάλασσα. Έσπασε η σιωπή της θάλασσας

Ο αγέρας γύμνωσε το πρόσωπο της γης από την Άνοιξη.

Του ήλιου το μέγα φως καπνίζει στα χαλάσματα της θάλασσας.

Και στο γιαλό οι φωνές

φωνάζουνε φύγε από τη θάλασσα

χαιρέτησε τώρα τη θάλασσα, χαιρέτησε

που λάμπει ανάστατη ανεβαίνοντας.

Και φύγε φύγε με το πρώτο χτύπημα του τύμπανου.

Φύγε, θα σε ξεκάνει η θάλασσα.

Φύγε απ’ τη θάλασσα για να σωθείς

να ζήσεις, να επιζήσεις».

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου