Ο Γερμανός διοικητής Κρήτης, στρατηγός Μπρόγερ, με το αφήγημα των αντιποίνων μετά τα σαμποτάζ της 5ης Ιουλίου 1943 στα αεροδρόμια του νομού Ηρακλείου, διέταξε την εκτέλεση 50 πατριωτών. Η διαταγή του εφαρμόστηκε αμέσως, και στις 6 Ιουλίου 1943, οδηγήθηκαν στο απόσπασμα 19 Ηρακλειώτες στον Ξηροπόταμο Ηρακλείου, 10 Ρεθεμνιώτες στη Φορτέτσα Ρεθύμνου και 20 Χανιώτες στην Αγυιά Χανίων.
Μεταξύ των πατριωτών που εκτελέστηκαν στον Ξηροπόταμο, ήταν και ο 25χρονος Καστελλιανός Μιχάλης Σταυρακάκης. Στις 28 Μαΐου 2008, η αδερφή του Μιχάλη, Ελένη Κουμεντάκη-Σταυρακάκη, συντ. δασκάλα, μας απέστειλε από το Ρέθυμνο (τον τόπο κατοικίας της) σημείωμα με τα τραγικά γεγονότα της οικογένειάς της, μετά το β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου. Συγκεκριμένα, η Ελένη Κουμεντάκη-Σταυρακάκη γράφει:
«Ήταν αρχές Ιουλίου 1943. Ήμουν ήδη διορισμένη δασκάλα στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Πατσού Αμαρίου Ρεθύμνου. Μικρό ορεινό χωριό, με 200-250 κατοίκους.
Διένυα το 3ο έτος του διορισμού μου. Τον Ιούλιο ως φυσικό, βρισκόμουν για διακοπές στον τόπο της καταγωγής μου με την οικογένειά μου. Οι Γερμανοί αλώνιζαν τον τόπο (Καστέλλι Πεδιάδος), σκορπώντας τον τρόμο και τον θάνατο.
Από τους οικείους μου έλειπε μόνο ο μεγάλος μου αδελφός, ο Σοφοκλής, γιατρός στην Αθήνα. Όλοι οι άλλοι στο σπίτι. Η μάνα μου, τα δυο μου αδέλφια, ο Ιάσων και ο Μιχάλης και οι αδελφές μου, Μαρία και Γεωργία. Τα αγόρια, τελειόφοιτοι Γυμνασίου και λόγω του πολέμου σταμάτησαν τις σπουδές τους. Ο Μιχάλης, 25 ετών, είχε κάνει εγγραφή στο Πολυτεχνείο Αθηνών, με την ελπίδα ότι κάποτε θα συνέχιζε. Τότε επιτρέπετο αυτός ο τρόπος εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Ο μικρός ο Ιάσων ήταν μόλις 18 ετών. Και οι δυο άριστοι μαθητές και τώρα λιοντάρια στο κλουβί.
Ο Μιχάλης, σε λίγο χρονικό διάστημα, έμαθε τη γερμανική γλώσσα και οι Γερμανοί τον χρησιμοποίησαν για ένα μικρό διάστημα ως διερμηνέα. Από το πόστο αυτό βοήθησε πάρα πολλούς ντόπιους σε πολλές περιπτώσεις και τους έσωσε τη ζωή. Ήταν ανάπηρος και δεν μπορούσε να φύγει. Είχε όμως μια φωτογραφική μηχανή· φωτογράφιζε κρυφά τα πάντα κατά των Γερμανών και το υλικό το παρέδιδε στον μικρό αδερφό Ιάσονα, που είχε διασυνδέσεις με τους αντάρτες. Όμως, κάποιος τούς πρόδωσε και από ‘κει άρχισε ο δικός μας οικογενειακός πόλεμος με τους κατακτητές Γερμανούς.
Το πρωί της Δευτέρας 5 Ιουλίου του 1943, ξαφνικά μπήκαν Γερμανοί οπλισμένοι στο σπίτι και συνέλαβαν τον Μιχάλη. Μέσα ήταν και ο Ιάσων, που όμως πρόλαβε και έφυγε από την πίσω πόρτα του σπιτιού που έβγαινε στα χωράφια. Οι Γερμανοί άρχισαν να ψάχνουν όλο το σπίτι. Εμείς παγωμένοι παρακολουθούσαμε. Ο μικρός δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί. Πανέξυπνος όπως ήταν, αντελήφθηκε το κυνήγι των Γερμανών κι αντί να τρέξει, άρχισε αργό περπάτημα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε τη σκηνή. Ο χρόνος δεν περνούσε. Ο μικρός μάς φαινόταν πως είχε καρφωθεί στο έδαφος. Όμως, με τον τρόπο του αυτό, οι Γερμανοί παραπλανήθηκαν και δεν τον κυνήγησαν. Όταν απομακρύνθηκε, όπως μας διηγήθηκε αργότερα, άρχισε να τρέχει και φθάνοντας στην Κασταμονίτσα, παραδόθηκε στην ομάδα των ανταρτών. Έκτοτε δεν τον είδαμε.
Τον Μιχάλη τον πήραν με μερικούς άλλους χωριανούς ως καμουφλάζ και έφυγαν για το Ηράκλειο. Τρέξαμε ως του Δοξαστάκη την πλατεία και τον είδαμε και μας είδε για τελευταία φορά πάνω σ’ ένα φορτηγό. Έβγαλε το ρολόι του και μας το πέταξε. Ήταν ο αποχαιρετισμός του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Τον εκτέλεσαν, όπως μάθαμε αργότερα, κάπου έξω από το Ηράκλειο, αλλά δεν μάθαμε ποτέ πού. Όλοι οι άλλοι γύρισαν πίσω.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, τρέξαμε και κρύψαμε τη μηχανή και στο δώμα, πίσω από το σπίτι, κάψαμε τα υλικά που χρησιμοποιούσε για την εμφάνιση των φωτογραφιών.
Είχε ολόκληρο εργαστήριο και έκανε μόνος του ερασιτεχνικά τις εμφανίσεις. Στο απέναντι δώμα είδαμε ξαφνικά ένα πρόσωπο γνωστό να μας κοιτάζει. Ήταν ο προδότης. Εμείς σπεύσαμε και εξαφανίσαμε τα ίχνη τρομαγμένοι.
Το απόγευμα εμφανίστηκαν δύο Γερμανοί στο σπίτι. Μας φώναξαν και μας απειλούσαν οργισμένοι. Μας συγκέντρωσαν στη σάλα. Καθίσαμε και οι τέσσερις στριμωγμένες στον καναπέ κλαίγοντας και δυο Γερμαναράδες οπλισμένοι μάς φύλαγαν όλη τη νύχτα.
Πρωί-πρωί, μας οδήγησαν στις ελληνικές φυλακές του Καστελλίου, όπου παραμείναμε και όλη τη νύκτα. Την επομένη, πρωί-πρωί ήλθε μια μαθητριούλα της αδελφής μου (ήταν καλή μοδίστρα και είχε κορίτσια καλές μαθήτριες που τους μάθαινε την τέχνη), τρομαγμένη και μας ανακοίνωσε ότι ο Ιάσων έμαθε ότι μας είχαν κλείσει φυλακή κι έτρεξε να παραδοθεί στους Γερμανούς για να μας ελευθερώσει. Ευτυχώς που βρεθήκαμε σε ελληνική φυλακή. Εγώ είχα από όλες περισσότερο θάρρος και κουράγιο. Έτρεξα αμέσως και έπεσα στα πόδια ενός χωροφύλακα και του λέω επί λέξη:
-“Αν τρέχει στις φλέβες σου ελληνικό αίμα, τρέξε σε παρακαλώ να τον προλάβεις να μην παραδοθεί. Πείσε τον ότι εμείς δεν κινδυνεύομε”. Το παιδί έτρεξε, πράγματι, τον βρήκε έξω στα γραφεία της Κομαντατούρ και τον γύρισε πίσω. Στη συνέχεια μάς κάλεσαν σε μια αίθουσα του κτηρίου των φυλακών. Εκεί ήρθαν 2-3 Γερμανοί αξιωματικοί με έναν διερμηνέα και άρχισαν την ανάκριση. Αφού μας είπαν οργισμένοι μερικά ακαταλαβίστικα γερμανικά, μας διέταξαν:
-“Μέσα σε 12 ώρες να εξαφανιστείτε από τον νομό. Σ’ αυτές τις ώρες, ό,τι μπορέσετε να πάρετε. Την επομένη το καταλαμβάνομε για γραφεία δικά μας”.
Μας άφησαν ελεύθερες και γυρίσαμε πίσω. Ποιος όμως από τους άνδρες φίλους ή συγγενείς τολμούσε να πλησιάσει να μας βοηθήσει; Κανείς!
Μόνο 2-3 μαθήτριες της αδελφής μου, πήραν ό,τι μπορούσαν στα σπίτια τους.
Ολόκληρο νοικοκυριό πολλών χρόνων, έπιπλα, πιθάρια, βαρέλια, έμειναν εκεί. Εμείς γεμίσαμε ένα μπαούλο, 2-3 σακούλες ρούχα και τίποτα άλλο. Συγχρόνως, έξω από το σπίτι, 2-3 εργάτες έχτιζαν οδόφραγμα. Μετά από δώδεκα ώρες έπρεπε να έχουμε εξαφανιστεί. Με φορτηγά, όπως μπορούσαμε, φτάσαμε στο Ρέθυμνο. Από εκεί ειδοποίησα τη Σχολική Εφορεία και ήρθαν με 2-3 μουλάρια και μας παρέλαβαν, έξι ώρες διαδρομή.
Φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε στο γραφείο του σχολείου 3Χ3 τ.μ. τέσσερις γυναίκες, όπου παραμείναμε ως την απελευθέρωση.
Τη νύχτα κοιμόμασταν εκεί ασφαλείς και την ημέρα μάς είχαν παραχωρήσει ένα σπίτι- γιαπί, όπου μαγειρεύαμε, δουλεύανε οι αδερφές μου ως μοδίστρες και ζούσαμε. Ο μισθός της δασκάλας ήταν από ελάχιστος έως μηδενικός, με τα λεφτά του Τσολάκογλου. Οι χωριανοί μάς βοήθησαν αρκετά. Ήσαν άψογοι απέναντί μας.
Στην αίθουσα του σχολείου κάναμε το μνημόσυνο, τα σαράντα του Μιχάλη. Η ζωή μας ήταν κόλαση. Το χωριό ορεινό, ανέβα-κατέβα τις κακοτροχαλιές, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς νερό στα σπίτια και καμιά είδηση από τα ζωντανά αδέλφια μου. Ο πρώτος κυκλοφορούσε στην Αθήνα με άλλο επίθετο. Ο Ιάσων, μετά από έξι μήνες, έφυγε για τη Μέση Ανατολή.
Ένας σύνδεσμος από το αντάρτικο ήρθε επί τούτου και μας πληροφόρησε. Χαρήκαμε. Πάνω στον μήνα με καλεί η γερμανική Διοίκηση Ρεθύμνου να παρουσιαστώ.
Κατέβηκα στο Ρέθυμνο θαρραλέα και αποφασισμένη για ό,τι προκύψει. Πέρασα πρώτα από το Γραφείο Επιθεωρήσεως. Επιθεωρητής ήταν κάποιος κ. Ευαγγελίδης, πολύ καλός. Έδειξε πολλή κατανόηση. Μου έδωσε ένα βοηθό του γραφείου και μια φίλη και συνάδελφός μου, με παρακολουθούσαν από μακριά. Μπήκα στο γραφείο.
Μια κοπέλα, Νίνα Κουκλινού, έκανε τη διερμηνέα. Ο διοικητής μού ζήτησε να πω πού βρίσκεται ο μικρός μου αδελφός. Όπως πληροφορήθηκα, είπε, βρίσκεται με τους αντάρτες. Αν δεν παρουσιαστεί, θα υποστούμε εμείς τις συνέπειες. Εκείνη τη στιγμή, μετά από τόσες κακουχίες, δεν λογαριάζαμε τον θάνατο. Του απάντησα και ειδοποίησα τη διερμηνέα.
-“Θα τα μεταφράζεις όπως τα λέω, σε παρακαλώ”. “Κύριε διοικητά. Χθες με ειδοποιήσατε, σήμερα ήρθα αμέσως. Κι εγώ και η μάνα μου και οι αδελφές μου είμαστε έτοιμες να θυσιαστούμε για τα ιδανικά μας και για τη ζωή του αδελφού μας. Δεν γνωρίζομε πού βρίσκεται, αλλά ακόμα και να γνώριζα δεν θα σας το έλεγα. Χαίρομαι που με πληροφορείτε ότι βρίσκεται κάπου ή ζει”.
Η Νίνα χλώμιασε.
-“Λέγε!”, της λέω.
Τα μετάφρασε ακριβώς. Και τότε έγινε κάτι παράξενο που θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Σηκώνεται ο αξιωματικός όρθιος σε στάση προσοχής και μου τείνει το χέρι.
-“Σε συγχαίρω, μου λέει, με συγκινεί ο πατριωτισμός σου και η τόλμη σου. Στο εξής δεν θα σας ενοχλήσει κανείς”.
Μένω άφωνη. Γύρισα στο χωριό, μα ο αγώνας συνεχίζεται. Συχνά μας επισκέπτονται Γερμανοί και κάνουν συλλήψεις, Άγγλοι φυγάδες που τους κρύβουμε σε απόκρυφες σπηλιές. Τους κουβαλούσαμε τρόφιμα. Πηγαίνω παντού με τα λίγα αγγλικά μου. Όλοι με μια ψυχή προσφέρομε στον αγώνα ως την τελική νίκη.
Λίγα ακόμα λόγια για τον αδελφό μου τον Ιάσονα. Μετά από 6 μήνες στα κρητικά βουνά έφυγε για τη Μέση Ανατολή. Βρέθηκε στην Αίγυπτο για κάποια αποστολή με άλλους Έλληνες. Κάποια στιγμή, οι Άγγλοι ή οι Αμερικανοί, δεν θυμάμαι καλά, διατάζουν την ομάδα τους να λάβουν μέρος σε μια δύσκολη αποστολή που έπρεπε να κάνουν εκείνοι… Τους έστελναν δηλαδή σαν πρόβατα στη σφαγή. Με πρωτοστάτη τον αδελφό μου επαναστάτησαν και αρνήθηκαν την αποστολή. Αυτό σήμαινε βαριά τιμωρία.
Τους έκλεισαν όλους στη φυλακή, όπου κάποια στιγμή βρέθηκε στην Αίγυπτο ο Ελληνοαμερικανός κ. Κάλμερ, (Καλημεράκης, από τον Άγιο Μύρωνα του Ηρακλείου), γυναικάδελφος του θείου μου του γιατρού Σακόρραφου. Είχε έλθει ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων της Αμερικής και έφερνε βοήθεια για δεινοπαθούντες τότε Έλληνες.
Ζήτησε τη λίστα των Ελλήνων κρατουμένων στη φυλακή και είδε το όνομα του αδελφού μου, Ιάσων Σταυρακάκης. Κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Τον ανακάλυψε στο Σουδάν, στις φυλακές, ως βαρυποινίτη. Τον απελευθέρωσε, είχε τα μέσα, και τον φυγάδευσε στην Αμερική κοντά στον θείο, όπου σπούδασε οικονομικές επιστήμες με ντοκτορά στη Γερμανία. Μιλούσε πέντε γλώσσες. Διορίστηκε στην πολυεθνική εταιρεία ΙΒΜ. Έφθασε σε υψηλά αξιώματα. Υπηρέτησε στο Μοντεβίδεο της Ν. Αμερικής ως γενικός διευθυντής. Στην Αθήνα ως γενικός διευθυντής Ελλάδος-Κύπρου και κατέληξε στο Παρίσι ως γενικός διευθυντής Ευρώπης επί των πωλήσεων και απεστρατεύθη.
Αξίζει να σημειώσω ότι μετά τον πόλεμο γύρισαν οι αδελφές μου φυσικά στο Καστέλλι. Βρήκαν το σπίτι λεηλατημένο κυριολεκτικά. Έλειπαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα και τα κεραμίδια.
Ποιοι τα λεηλάτησαν; Απορία…».
Η κυρία Καίτη Μπαντουβά Αλεξανδρίδου, κόρη του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά, τον Οκτώβριο του έτους 2008, μας αφηγείται για τη σύλληψη του πατέρα της μετά το β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου τα εξής:
Α) Ο μικρός γιος του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά Κώστας, πετροβολεί τους σαμποτέρ του αεροδρομίου Καστελλίου.
«…ο πατέρας μου διηγείτο το γεγονός του σαμποτάζ του Καστελλίου στις 5 Ιουλίου 1943, γιατί είναι συνδεδεμένο με τη σύλληψη και δραπέτευσή του. Έλεγε λοιπόν ότι μετά το γεγονός αυτό, ο πατέρας μου, δύο Άγγλοι και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης έπρεπε να επιστρέψουν και να φύγουν με το μέσον, που ελέγετο τότε το σκάφος που ερχόταν στο Λιβυκό Πέλαγος, να τους παραλάβει για τη Μέση Ανατολή. Η περιοχή βέβαια τότε όλη, η κορυφογραμμή των Αστερουσίων είχε κηρυχτεί νεκρά ζώνη και δεν επετρέπετο στους πολίτες να κυκλοφορούν εκεί και όποιος εσυλαμβάνετο, εκτελείτο.
Για να επιστρέψουν λοιπόν οι Άγγλοι με τον Κίμωνα και τον πατέρα μου στην παραλία και να φύγουν, πέρασαν από τα Φαβριανά. Τα Φαβριανά ήτο ένας σταθμός για την Εθνική Αντίσταση, για τους αντάρτες, ένα πέρασμα πολύ σημαντικό με προεξέχουσα φυσιογνωμία υποδοχής και περίθαλψης, τον Βασίλη Κωνιό. Εκεί εκρύβετο η μητέρα μου με το μικρό μου αδερφάκι, ηλικίας τότε τριών ετών.
Πέρασαν οι Άγγλοι, οι οποίοι φορούσαν κοντά πανταλόνια. Το παιδί νόμισε ότι ήταν Γερμανοί. Έτσι βλέπανε τους Γερμανούς, έτσι τους γνώριζαν. Και πήρε πέτρες και τους λιθοβόλησε όσο μπορεί βέβαια ένα παιδάκι ηλικίας τριών ετών. Αυτό τους εντυπωσίασε πάρα πολύ τους Άγγλους και όταν πήγαν στην Αγγλία γράφτηκε σε κύριο άρθρο αγγλικής εφημερίδας το πώς η Κρήτη αντιστέκεται στον Άξονα που μέχρι μωρά παιδιά τρέφουν αντιπάθεια προς τον κατακτητή, που λιθοβολούν Γερμανούς στρατιώτες. Αυτό το είχα ακούσει πάρα πολλές φορές από τον πατέρα μου, αλλά και από τη μητέρα μου…».
Β) Η είδηση της σύλληψης του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά φτάνει στο Θραψανό και σταματά ο γάμος του Γεωργίου Κουτράκη.
«…τις ημέρες του σαμποτάζ του Καστελλίου, εγώ βρέθηκα στο Θραψανό, πιθανολογώ ότι με πήγαν από το Καλό Χωριό. Τότε το Θραψανό ήταν ένα κομμάτι της ελεύθερης Ελλάδας και ιδιαίτερα της Επαρχίας Πεδιάδος. Εκεί συνηπήρχαν οι αντάρτες και οι κάτοικοι. Σύσσωμο το χωριό ήταν μια ψυχή και στήριζε τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί λοιπόν υπήρχε μια οικογένεια Κουτράκη, εξαιρετικοί αγωνιστές και άνθρωποι. Στην αρχή του αγώνα εκεί είχε κρυφτεί η μητέρα μου με το αδερφάκι μου και μετά από εκεί πήγαν στην Αγία Μαρίνα στη Βόνη. Αυτή η οικογένεια Κουτράκη πάντρευε τον ελεύθερο γιο, τον Γιώργο Κουτράκη με μια ωραία κοπέλα, κι αυτή από οικογένεια αγωνιστών από τη Βουτουφού, το σημερινό Λευκοχώρι, Κατίνα Μαραγκάκη. Και γινόταν ο γάμος. Φιλοδοξούσε ο γαμπρός Κουτράκης, ένα μέλος της οικογένειας Μπαντουβά να τον παντρέψει. Αλλά δεν ήταν δυνατόν οι ενήλικες Μπαντουβάδες να κάνουν τον γάμο, αφού κατεδιώκοντο από τους Γερμανούς και στείλανε εμένα, παιδάκι τότε. Με σήκωσε στην αγκαλιά του ένας που δεν θυμάμαι και άλλαξα τα στέφανα. Ήμουνα η κουμπάρα. Ήταν πολύς κόσμος και άρχισε το γλέντι, όπως συνήθως γίνεται στους γάμους στην Κρήτη. Υπήρχε κέφι, όργανα, χορός και εγώ καθόμουν και παρακολουθούσα. Ξαφνικά σταματά αυτός ο ενθουσιασμός, διαδέχεται αυτό το γλέντι ένα κλίμα σιωπής και κατήφειας.
Σηκώνονται οι καλεσμένοι και διαλύονται σιγά-σιγά. Κι εκεί ακούμε, το άκουσα φυσικά κι εγώ, ότι πιάσανε το Μπαντουβά, τον πατέρα μου. Αυτό ακούστηκε. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα μέσα σ’ αυτό το κλίμα της ανησυχίας και της λύπης και ήρθε το νέο ότι ο Μπαντουβάς διέφυγε από τους Γερμανούς. Όταν έφτασε αυτό το καινούριο νέο, πρέπει να είχε μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα ωρών.
Τότε δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα, δεν υπήρχε ο τρόπος μεταφοράς των νέων από το ένα σημείο στο άλλο. Τότε φάνηκε το πόσο αυτός ο κόσμος αγαπούσε αυτούς τους ανθρώπους, τους πίστευε και τους στήριζε με την αγάπη του και με την εμπιστοσύνη του. Είναι φυσικό, λοιπόν, ένα τέτοιο νέο της σύλληψης του πατέρα μου να προκάλεσε τόση κατήφεια και λύπη, με αποτέλεσμα να σταματήσουν τα όργανα και ο χορός στον γάμο του Γιώργου Κουτράκη…».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου