…με λένε Μαρία, με λένε Δέσποινα, με λένε Μαριγώ, με λένε Αικατερίνη…
Η Μαρία Κατσαδάκη

Μετά τα γεγονότα της Βιάννου τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί εξόρμησαν στην ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου και συλλάμβαναν Κρήτες πατριώτες, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού του πληθυσμού. Από το χωριό Παναγιά Πεδιάδος πιάστηκαν ο Σήφης Κανακουσάκης, ο Ματθαίος Κατσαδάκης και ο Μανόλης Βιδάκης.

Οδηγήθηκαν στο κολαστήριο της Αγυιάς Χανίων και στις 14 Δεκεμβρίου 1943 δολοφονήθηκαν από τον κατοχικό στρατό. Οι γυναίκες τους, Αικατερίνη, Μαρία και Μαριγώ, με ένα γαϊδουράκι και ταξίδι δώδεκα ημερών, (έξι να πάνε και έξι να επιστρέψουν), προσπάθησαν να τους επισκεφτούν στην Αγυιά, κρατώντας τους ρούχα και τρόφιμα.

Οι άντρες της Βέρμαχτ δεν τους επέτρεψαν να τους συναντήσουν και στις 14 Δεκεμβρίου 1943, τα τρία παλικάρια έπεφταν νεκρά από τα βόλια του φασιστικού γερμανικού στρατού.

Στις 14 Ιουνίου 1942, στη θέση Ξηροπόταμος Ηρακλείου δολοφονήθηκε μαζί με τους πενήντα μάρτυρες ο δάσκαλος Γιάννης Μανουσάκης από το Δραπέτι, αφήνοντας τη γυναίκα του Δέσποινα χήρα και τα παιδιά του ορφανά για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Τον Μάιο του 1944, στο χωριό Ίνι, έπεσε στα χέρια των Γερμανών ο νιόπαντρος Γεώργιος Φαρσαράκης και στις 9 Ιουνίου, (του επόμενου μήνα), πνίγηκε όταν το πλοίο Τάναϊς που μετέφερε ομήρους στον Πειραιά και τον ίδιο, τορπιλίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο. Η γυναίκα του Μαρία, πίσω από ένα παράθυρο του σπιτιού της στο Ίνι, κάθονταν σε ένα μικρό καρεκλάκι και περίμενε,  ως τα βαθειά γεράματα, να επιστρέψει ο άντρας της.

Μελετώντας τις προσωπικές ιστορίες των πέντε γυναικών, (Αικατερίνης, Μαρίας, Μαριγώ, Δέσποινας και Μαρίας), θα εστιάσουμε μέσα από αφηγήσεις, ανέκδοτα έγγραφα και τεκμήρια, στον πολλαπλό ρόλο  και τη συμμετοχή της γυναίκας της Κρήτης στην Αντίσταση τα χρόνια 1941-1945. Η γυναίκα της Κρήτης, την περίοδο της κατοχής, δεν έχει πάρει τη θέση  που της αξίζει στο πάνθεον των ηρώων.

Οι πέντε γυναίκες που αναφέραμε, είναι αυτές που μαζί με χιλιάδες άλλες Κρητικοπούλες ντύθηκαν στα μαύρα και περίμεναν υπομονετικά να ξαστερώσει και να επιστέψει η λευτεριά στην Κρήτη και την Ελλάδα, είναι αυτές περίμεναν υπομονετικά την ήττα του Αξονα μετά από τέσσερα χρόνια σκλαβιάς και ηρωισμών.

Η γυναίκα της Κρήτης τα χρόνια 1941-1944 είναι αυτή που έχασε στον πόλεμο το παιδί της, τον σύζυγο, τον πατέρα, τα αδέρφια, τους συγγενείς.  Είναι αυτή που έκλαψε και μοιρολογήθηκε το παλικάρι της, τον αρραβωνιαστικό της,  εκείνους που εκτέλεσαν οι γερμανοί τα πέντε πέτρινα χρόνια της σκλαβιάς 1941-1945.

Είναι η γυναίκα της  Κρήτης που έχασε το σπίτι της, (δεκάδες σπίτια έκαψαν και κατάστρεψαν οι  γερμανοϊταλοί), η γυναίκα που προσπάθησε να μαζέψει τις στάχτες και να ορθώσει  πάλι το ανάστημά της.

Είναι η γυναίκα που τραγούδησε με στίχους τους ηρωισμούς και τον θάνατο των κρητικών παλικαριών. Η γυναίκα της Κρήτης που πετάχτηκε στις φλόγες πυρπολημένων σπιτιών. Η γυναίκα που κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να προστατευτούν οι δικοί της από το μίσος του κατακτητή.

Η γυναίκα που ζήτησε από τους συμμάχους, ως αντάλλαγμα της προσφοράς της, μόνο καφέ και ζάχαρη. Η γυναίκα που έφτυσε κατάστηθα τον κατακτητή, η γυναίκα που εκτελέστηκε πισώπλατα. Η γυναίκα που βοήθησε τη λευτεριά με τον δικό της τρόπο δολιοφθοράς, βάζοντας περισσότερο αλάτι στις πατάτες που έτρωγαν τα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική. Αυτή είναι η γυναίκα της Αντίστασης της Κρήτης.

ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΣΑΡΑΚΗ (ΙΝΙ)

Η Μαρία Φαρσαράκη

Κάθε βράδυ η Μαρία καθόταν σε ένα σκαμνί πίσω από το παράθυρο του σπιτιού της και αγνάντευε τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό. Να τοποθετεί η Μαρία το σκαμνί, να κάθεται, να κοιτάζει τον δρόμο και να μελαγχολεί. Περίμενε ένα σημάδι, περίμενε ν’ακούσει τα βήματα του καλού της στις πλάκες του δρόμου.

Δυο χρόνια μόνο είχαν προλάβει να περάσουν μαζί. Δυο χρόνια με την Κρήτη να βρίσκεται κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Παντρεύτηκαν το 1942. Δεν πρόλαβαν να κάνουν παιδιά. Τον Γιώργη τον συνέλαβαν οι Γερμανοί τον Μάιο του 1944. Κάθε βράδυ στο ίδιο σκαμνί η Μαρία, με την ίδια προσμονή.

Τι κι αν της είχαν πει ότι ο Γιώργης της πνίγηκε στο πέλαγος; Αυτή ποτέ δεν το πίστεψε. Περίμενε να γυρίσει. Περίμενε ν’ακούσει τα στιβάνια του να χτυπούν στο καλντερίμι του δρόμου. Και δεν έπαιρνε τα μάτια της από τον δρόμο. Ατέλειωτες ώρες προσμονής. Κάθε βράδυ στην ίδια θέση. Πόσες μέρες ; Πόσους μήνες ; Πόσα χρόνια ; Πάντα περίμενε τον Γιώργη. Εκεί δίπλα στο παράθυρο.

Με στυλωμένο το βλέμμα. Η Μαρία Φαρσαράκη. Δεν ξαναπαντρεύτηκε. Μέχρι το τέλος της ζωής της περίμενε να ξεπροβάλει ο καλός της. Το σπιτικό της Μαρίας και του Γιώργη στο Ίνι, σήμερα είναι μισογκρεμισμένο. Το παράθυρο όμως είναι στη θέση του. Να μας θυμίζει τη Μαρία και τον Γιώργη Μαθιουδάκη. Να μας θυμίζει τη βαρβαρότητα των πολέμων. Να μας θυμίζει τα βάσανα και τους καημούς της Κρήτης…

Ο Γεώργιος Μαθιουδάκης γεννήθηκε στην Εθιά Αστερουσίων το έτος 1911. Οι γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Μαρία (Βελεγράκη). Ο Γεώργιος είχε δύο αδέρφια, τον Μανόλη και την Κρουσταλλένια. Τον χαρακτήριζε ο ήρεμος και φιλότιμος χαρακτήρας του και η μεγάλη σωματική του δύναμη.

Το έτος 1942, παντρεύτηκε τη Μαρία Φαρσαράκη από το χωριό Ίνι και εγκαταστάθηκαν εκεί. Με τη γυναίκα του ο Γεώργιος Φαρσαράκης δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν παιδιά. Στις 4 Μαΐου 1944, ο Γεώργιος Φαρσαράκης αιχμαλωτίστηκε από τα κατοχικά στρατεύματα που είχαν κυκλώσει το Ίνι, μαζί με άλλους συγχωριανούς του.

Σε κατάσταση ομηρίας οδηγήθηκαν όλοι στο Αρκαλοχώρι όπου διανυκτέρευσαν σε ένα μεγάλο σπίτι. Την επόμενη ημέρα, με πορεία μέσω του χωριού Αλάγνι, μεταφέρθηκαν στα Πεζά και κλείστηκαν σε περιφραγμένη περιοχή στην τοποθεσία «Διακονιάρης».

Από τα Πεζά, οι όμηροι μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο και χρησιμοποιήθηκαν σε καταναγκαστικές εργασίες στα οχυρωματικά έργα των κατακτητών (στο αεροδρόμιο και στο Λιμάνι του Ηρακλείου, στο Σκαλάνι, στα Σπήλια, στα Δυο Αοράκια κ.α. ).  Ένα μήνα μετά τη σύλληψή του, ο Γεώργιος Μαθιουδάκης οδηγήθηκε από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 250 πατριώτες και 300 Εβραίους της Κρήτης στο λιμάνι του Ηρακλείου.

Την Παρασκευή το πρωί στις 9 Ιουνίου 1944, τους επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Στις 3 η ώρα μετά το μεσημέρι, το βρετανικό υποβρύχιο VIVID στόχευσε και τορπίλισε το πλοίο Τάναϊς ανοιχτά της Σαντορίνης. Το σύνολο των Κρητών και των Εβραίων καθώς και των μελών του πληρώματος, βρήκε τραγικό θάνατο. Τον ίδιο θάνατο συνάντησε και το παλικάρι, o Γεώργιος Νικολάου Μαθιουδάκης.

ΜΑΡΙΓΩ ΒΙΔΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΑΔΑΚΗ, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΝΑΚΟΥΣΑΚΗ (ΠΑΝΑΓΙΑ)

Η Μαριγώ Βιδάκη

Από το αρχείο της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης που βρίσκεται στα Χανιά, ανασύραμε το παρακάτω έγγραφο και διαβάζουμε τα εξής :

«Kreiskomandantur, Ηράκλειο τη 23/12/1943

Αφορά : Εχθρικήν στάσιν του πληθυσμού εναντίον της Κατοχής

Οι Έλληνες : 1) Εμμανουήλ Βιδάκης εκ Παναγιάς 2) Ιωσήφ Κανακουσάκης εκ Παναγιάς 3) Ματθαίος Κατσαδάκης εκ Παναγιάς 4) Εμμανουήλ Λαμπράκης εξ Αρκαλοχωρίου

5) Εμμανουήλ Δισμπυράκης εκ Καμαρών

Κατεδικάσθησαν υπό του Στρατοδικείου εις θάνατον, λόγω εχθρότητος προς τον Στρατόν Κατοχής ή ευνοίας προς τον εχθρόν και λόγω απηγορευμένης κατοχής όπλων. Η απόφασις δια τους μεν τέσσερας πρώτους εξετελέσθη την 14 Δεκεμβρίου δια δε τον πέμπτον την 30 Νοεμβρίου. Να ειδοποιηθώσιν οι Πρόεδροι των ως άνω Κοινοτήτων. Δημοσίευσις εις τον τύπον δεν πρέπει να γίνη.

Ο Φρούραρχος».

(Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, Φ6, δεσμίς 3-5, αριθ. 226-227, 23 Δεκεμβρίου 1943)

Τραγικές πρωταγωνίστριες των παλικαριών από την Παναγιά Πεδιάδος, οι γυναίκες τους Μαριγώ Βιδάκη ή Καραγκούνενα, Μαρία  Κατσαδάκη και Αικατερίνη Κανακουσάκη. Τον Νοέμβριο, πάνω στην απόγνωσή τους, πήραν τα γαϊδουράκια τους, φόρτωσαν δυο τρία φτάζυμα η κάθε μια, παξιμάδια, ένα τυρί, διάφορα είδη προσωπικής καθαριότητας των συζύγων τους, ρούχα, ένα ματσάκι δίκταμο από τα Παναγιανά βουνά και ξεκίνησαν για τις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά. Το ταξίδι μεγάλο, κράτησε έξι ημέρες.

Όπου βραδιάζονταν εκεί και κοιμόντουσαν. Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τους άντρες τους και τους είχαν στην πιο σκληρή φυλακή της Κρήτης. Στο κρύο και την παγωνιά δεν έδιδαν σημασία. Έφτασαν στη φυλακή. Η θέα τους προξένησε δέος. Στην πύλη αναζήτησαν τους υπεύθυνους, με μοναδικό αίτημα να δουν τους συζύγους τους.

Ο Γερμανός αξιωματικός αφού τις άκουσε τις έδιωξε με απότομο και βίαιο τρόπο λέγοντάς τους με διερμηνέα ότι οι άντρες σας θα τουφεκισθούν. Τουλάχιστον να τους δώσετε αυτά που κρατούμε, είπαν. Ο Γερμανός αρνήθηκε και πάλι. Οι τρεις γυναίκες κλαίγοντας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Παναγιά.

Άλλες έξι ημέρες ταξίδι. Συνολικά, το ταξίδι από την Παναγιά στην Αγυιά και πάλι πίσω στην Παναγιά, κράτησε δώδεκα μέρες. Δώδεκα μέρες δρόμος για τις τρεις γυναίκες, την Καραγκούνενα, τη Μαρία Κατσαδάκη και την Αικατερίνη Κανακουσάκη.

Η Αικατερίνη Κανακουσάκη

Δεν τα παράτησαν όμως. Αρχές Δεκεμβρίου έκαναν ξανά το ίδιο ταξίδι. Παναγιά – Αγυιά Χανίων πάλι με τα γαϊδουράκια τους. Με τα ίδια πράγματα φορτωμένα. Το κρύο και η παγωνιά διαπερνούσε τα κορμιά τους. Για δεύτερη φορά οι Γερμανοί δεν τους επέτρεψαν να συναντήσουν τους άντρες τους.

Εκείνες για δεύτερη φορά επέστρεψαν στο χωριό τους την Παναγιά. Ώσπου τους ήρθε η είδηση με ένα σημείωμα του Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη προς τον Πρόεδρο του χωριού τους, ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα εκτελέστηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1943.

Ο πόνος απλώθηκε στα πρόσωπά τους, τα μαύρα ρούχα ήταν το ντύσιμό τους για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο βάρβαρος κατοχικός και ναζιστικός στρατός, με μια εκτέλεση στον λόφο της Αγυιάς που οι κρατούμενοι είχαν ονομάσει «Γολγοθά», είχαν προκαλέσει ένα ακόμη έγκλημα, από τα δεκάδες που έκαναν στην Κρήτη.

Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης και αποκλειστικός υπεύθυνος για την εκτέλεση των τριών συντρόφων από την Παναγιά, του Μανόλη Βιδάκη, του Σήφη Κανακουσάκη και του Ματθαίου Κατσαδάκη, ο εγκληματίας Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγερ.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ (ΔΡΑΠΕΤΙ)

Η Δέσποινα Μανουσάκη

Ο Γιάννης Μανουσάκης γεννήθηκε στο Δραπέτι Μονοφατσίου, το έτος 1915.  Γιος του παπά Μανόλη Μανουσάκη από τη Γαρίπα και της Καλλιόπης  Χριστινάκη από το Δραπέτι. Παιδί πολυμελούς οικογένειας, ο Γιάννης Μανουσάκης πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του, παπάς και  δάσκαλος, του μετέδωσε την αγάπη του για την πατρίδα. Σε ηλικία εφτά ετών  βίωσε τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα και την Κρήτη.

Στις 6 Ιουλίου 1935, αποφοίτησε από το 5/τάξιο  Διδασκαλείο Ηρακλείου με Διευθυντή τον Σταύρο Μπουρλώτο και  Υποδιευθυντή τον Στάμο Γλύκα. Διορίζεται δάσκαλος στο χωριό Στόλοι και  παντρεύεται τη Δέσποινα Φουντουλάκη. Αποκτά δύο παιδιά, τον Αλκιβιάδη και  τον Μανόλη.

Στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ιωάννης Μανουσάκης υπηρετούσε  δάσκαλος στο χωριό Στόλοι Μονοφατσίου. Δεν  επιστρατεύεται  και  δεν  παίρνει  μέρος  στον  Ελληνοϊταλικό  Πόλεμο.  Στη  Μάχη  της  Κρήτης  πολεμά  τους  εισβολείς  Γερμανούς  στο  Ηράκλειο  με θάρρος.  Την  1η  Ιουνίου 1941,  ημέρα  κατάληψης  της  Κρήτης,  επιστρέφει  με  πίκρα  στους  Στόλους.  Μετέχει  από την  πρώτη  στιγμή  στην  Αντίσταση  του  Κρητικού  λαού,  απέναντι  στους  κατακτητές.

Το  τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου 1942, στα Πετροδολάκια του Ψηλορείτη,  στην περιοχή «Ρούσο Σπηλιάρι» γίνεται μια σύσκεψη μεταξύ του επικεφαλής  της Αγγλικής αποστολής στην Κρήτη Τομ Ταμπάμπιν και των Αρχηγών  Μπαντουβά, Πετρακογιώργη, Στεφανογιάννη, Χριστομιχάλη Ξυλούρη και  Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά.

Στη σύσκεψη αυτή οι καπετάνιοι  συναποφασίζουν τις εκτελέσεις ορισμένων προδοτών και δοσιλόγων για να  διευκολυνθούν οι ομάδες των σαμποτέρ του Συμμαχικού Στρατηγείου που θα  έστελνε στην Κρήτη με αποστολή τη δολιοφθορά των αεροδρομίων Ηρακλείου,  Καστελλίου και Τυμπακίου. Η προσβολή των αεροδρομίων κρίθηκε απαραίτητη  τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή γιατί στο μέτωπο της Αφρικής ο Ρόμελ  προήλαυνε και ο εφοδιασμός του γίνονταν από τα αεροδρόμια της Κρήτης.

Οι αποφάσεις που πάρθηκαν πραγματοποιήθηκαν το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου1942. Οι προδότες επιλέχτηκαν και η αποστολή πέτυχε. Μετά τις  εκτελέσεις των προδοτών Χουστουλάκη στην Αγία Βαρβάρα, πατέρα και γιου  Τζουλιά στις Βούτες, Μανόλη Μαρκογιαννάκη στην Πλώρα, Δαμάσκου στη  Μεσσαρά και την απόπειρα εκτέλεσης του αστυνομικού Διευθυντή Ηρακλείου  Ιωάννου Πολιουδάκη, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν λυσσαλέες εξορμήσεις στην ύπαιθρο του νομού για να εντοπίσουν και να συλλάβουν τους αντάρτες. Στις  περιοδείες μετείχε η Καταδιωκτική Ομάδα του Φριτς Σούμπερτ (Jagdkommando  Schubert).

Συνέλαβαν πολλούς Κρητικούς, τους περισσότερους μετά από υποδείξεις  συνεργατών των κατακτητών. Η ομάδα του Φριτς Σούμπερτ στο χωριό Στόλοι,  ύστερα από υπόδειξη δοσίλογων, συλλαμβάνει τον δάσκαλο Γιάννη  Μανουσάκη. Είχε λάβει μέρος στη Μάχη της Κρήτης και μετείχε της Εθνικής  Αντίστασης. Οδηγήθηκε στις φυλακές Ηρακλείου.

Τη νύχτα της 13ης  προς 14η  Ιουνίου εξελίσσεται το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου. Την επόμενη ημέρα, 14 Ιουνίου 1942, στις 6 η ώρα το απόγευμα,  εκτελέστηκαν με το αφήγημα των αντιποίνων50  πατριώτες στη θέση  Ξηροπόταμος. Στις 3 Ιουνίου στον ίδιο τόπο, είχαν εκτελεστεί και άλλοι 12 πατριώτες. Για να ανέλθει ο αριθμός των εκτελεσμένων στους 62.

Την εκτέλεση  των 50 πατριωτών πρότειναν στον Γερμανό Διοικητή Κρήτης Αντρέ ο  Στρατιωτικός Διοικητής Ηρακλείου Υποστράτηγος Φόλκμαν και ο επικεφαλής  της γερμανικής κατασκοπείας Ταγματάρχης Χάρτμαν με τους ντόπιους συνεργάτες του. Μεταξύ των 50 πατριωτών που εκτελέστηκαν, ήταν και ο δάσκαλος Γιάννης Εμμανουήλ  Μανουσάκης, 27 ετών.

Μετά τη δολοφονία του δασκάλου Γιάννη Μανουσάκη, η γυναίκα του Δέσποινα ντύθηκε στα μαύρα, δεν ξαναπαντρεύτηκε και αφιερώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της. Τα μεγάλωσε με πολλές θυσίες και αμέτρητες στερήσεις, τα σπούδασε και τα απέδωσε στην κοινωνία ως έντιμους, υπεύθυνους και άξιους πολίτες.

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου