Κι όμως τα viral Labubu υπήρχαν και στην Αρχαία Ελλάδα

Περίπου 400% αυξήθηκαν τα κέρδη της εταιρείας Pop Mart από τις πωλήσεις Labubu. Τα κουκλάκια που έχουν κάνει πάταγο έχουν απασχολήσει αρκετές φορές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον τελευταίο καιρό. Οι διάφοροι δημιουργοί περιεχομένου τα κυνηγούν μανιωδώς.

Αντίστοιχη μανία είχαν οι άνθρωποι στα τέλη του 19ου αιώνα για μια σειρά από φιγούρες της αρχαιότητας, σύμβολα της αρμονίας και γυναικείας ομορφιάς. Ήταν οι Ταναγραίες κόρες, πήλινα ειδώλεια γυναικείων μορφών που ανακαλύφθηκαν κυρίως στην περιοχή της Τανάγρας στην Βοιωτία.

Ήταν περίπου την δεκαετία του 1860 όταν χωρικοί που όργωναν την γη τους ανακάλυψαν τυχαία διάφορα ταφικά μνημεία που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή. Μέσα σε αυτά βέβαια, δεν βρήκαν πλούσιους θησαυρούς της αρχαιότητας, αλλά κάτι άλλο που εντέλει αποδείχθηκε εξίσου πολύτιμο.

Οι Ταναγραίες κόρες στόλιζαν το εσωτερικό του τάφου, ίσως, όπως τονίζουν ορισμένοι ιστορικοί, για να φέρουν παρηγοριά στον νεκρό που θα τον συνοδεύει στον Άδη ένα προσωπικό αντικείμενο, κάτι που θα του είναι οικείο. Οι ανασκαφές που συνεχίστηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας έφεραν στην επιφάνεια κατά χιλιάδες τα συγκεκριμένα ειδώλεια. Ήταν το πρώτο βήμα που θα οδηγούσε στο παραεμπόριο αλλά θα τραβούσε και το συλλεκτικό ενδιαφέρον των ντόπιων μα και των Ευρωπαίων.

Οι τεχνίτες του αρχαίου ελληνικού κόσμου ξεκίνησαν να φτιάχνουν τα ειδώλεια περίπου τον 4ο αιώνα π.Χ. Μέχρι εκείνη την στιγμή, υπήρχαν διάφορες μορφές που αποτυπώνονταν στον πηλό, κυρίως για θρησκευτικούς σκοπούς. Οι Ταναγραίες ξεχώριζαν γιατί αποτύπωναν γυναικείες μορφές στην καθημερινότητά τους. Ντυμένες με ιμάτιο, άλλοτε όρθιες να φροντίζουν τα παιδιά τους ή να ακουμπάνε πάνω σε κίονες. Ήταν μια εξερεύνηση του προσωπικού χώρου που αποτυπωνόταν με τον πηλό.

Η διαδικασία κατασκευής και το παραεμπόριο

Η μέθοδος κατασκευής δεν ήταν εύκολη, γεγονός που συνέβαλε στην αξία τους. Στην αρχή, ο τεχνίτης έφτιαχνε μόνο την μπροστινή όψη μέσα σε ένα συνήθως κέρινο καλούπι και στην συνέχεια την πίσω όψη. Τα όποια αντικείμενα συνόδευαν το αγαλματίδιο φτιάχνονταν σε ξεχωριστό καλούπι και μετά γινόταν ολόκληρη η σύνθεση. Αφού το έψηναν, χρησιμοποιούσαν χρωστικές από φυτά, κυρίως από ριζάρι, για να το τελειοποιήσουν.

Η ανακάλυψή τους στα τέλη του 19ου αιώνα συνέπεσε με την Μπελ Εποκ και τα αρχέτυπα της γυναικείας ομορφιάς που επικρατούσαν τότε στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Γι’αυτό, τα ειδώλεια συνεπήραν τους Ευρωπαίους και γέννησαν μια αγορά που τα εμπορευόταν. Η μανία των ντόπιων όμως ήταν τέτοια που οι αρχές αναγκάστηκαν να επέμβουν.

Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία έστειλε τον Παναγιώτη Σταματάκη για να επιβλέψει τις ανασκαφές των υπόλοιπων ταφικών μνημείων και να σώσει όσα ειδώλεια μπορεί από το παραεμπόριο. Παρά την παρουσία ακόμη και φυλάκων, οι ντόπιοι το βράδυ πήγαιναν στα κρυφά για να κάνουν τις δικές τους…ανασκαφές και αποσπάσουν τα ειδώλεια.

Η ζήτηση είχε φτάσει σε τέτοια ύψη που διάφοροι επιτήδειοι έφτιαχναν ψεύτικα ειδώλεια για να τα πουλήσουν ως γνήσια. Αυτές οι δραστηριότητες έφτασαν μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου σε υπαίθριες αγορές ανά την Ελλάδα υπήρχαν πλανόδιοι που πουλούσαν Ταναγραίες κόρες.

Ευτυχώς, πάντως, η αρχαιολογική σκαπάνη διέσωσε αρκετά τα οποία κοσμούν τις συλλογές των μεγαλύτερων μουσείων του πλανήτη ως υποδείγματα αρχαιοελληνικής τέχνης και τεχνικής.