Τη νύχτα της 10ης Ιουλίου 1943, μετά τα σαμποτάζ των αεροδρομίων του νομού Ηρακλείου, αποχώρησαν οι σαμποτέρ και οι συνεργάτες τους από την παραλία Τρυπητής – Αγίου Σάββα, που είχε κυκλωθεί από γερμανικές δυνάμεις. Ο Καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς και ο Καπετάν Βασίλης Κωνιός θέλησαν να παραμείνουν στην Κρήτη και δεν επιβιβάστηκαν στο σκάφος μαζί με τους συντρόφους τους για τη Μάσα Ματρούχ. Για να αποφύγουν την αναπόφευκτη σύλληψη, έπρεπε να βρουν τρόπο διαφυγής από τον κλοιό. Ο Βασίλης Κωνιός τα κατάφερε. Όχι όμως και ο Καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς. Έπεσε στα χέρια των Γερμανών.
Ο γιος του και διακεκριμένος γιατρός, κ. Εμμανουήλ Μπαντουβάς, σε επιστολή που μας απέστειλε από την Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2003, περιγράφει τη σύλληψη και την απόδραση του πατέρα του από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ ως εξής:
«Αθήναι 2/8/2003. Αγαπητέ κύριε Καλογεράκη,
Σας αποστέλλω ως προς το χρονικόν της συλλήψεως και δραπετεύσεως του πατρός μου, ότι ενθυμούμαι από την διήγησίν του, σχετικώς με το σαμποτάζ Καστελλίου, ίσως ο Χαρίτος Καρφόπουλος από τις Πουλιές που ήτο μαζί του τότε, γνωρίζει περισσοτέρας λεπτομερείας.
Ο Ιωάννης Γ. Μπαντουβάς, αδελφός και συναρχηγός του Εμμ. Μπαντουβά, γενικού αρχηγού της Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης, συμμετείχε του σαμποτάζ ως εκφράζων την ψυχήν και το αδούλωτον πνεύμα αντιστάσεως του κρητικού λαού, το οποίον πνεύμα της λαϊκής συμμετοχής προσφοράς και θυσίας τοποθετούσε την ηγεσία του λαού εις την γραμμήν των πρόσω και όχι εις τα μετόπισθεν.
Εγώ μετείχα πολλών αποστολών και πορειών εις ολόκληρον την Κρήτην, ως ένοπλος αντάρτης εις πολεμικά εγχειρήματα, ως συμπλοκάς και μάχας μαζί με τον πατέρα μου και θείους μου. Όμως, τον περισσότερον χρόνον των δραστηριοτήτων μου διέθεσα εις την Επαρχίαν Πεδιάδος κατά πρώτον λόγον και ακολούθως εις Μονοφάτσι και ιδιαίτερα εις την Ανατολικήν περιοχήν. Είχα παραμείνει εις πολλάς οικίας αγωνιστών, ικανά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να πραγματοποιήσω σοβαράς διατεταγμένας αποστολάς του Αρχηγείου μας, αλλά και Άγγλων της Συμμαχικής Αποστολής της Κρήτης.
Ο Ιωάννης Μπαντουβάς κατά την διεξαγωγήν του σαμποτάζ, από κάποιο λάθος ή σπουδή της ομάδας σαμποτέρ, όπως ιστορούσε ο ίδιος, οι Γερμανοί ήκουσαν πυροβολισμούς και εκινητοποιήθησαν, όταν ήδη είχαν κοπεί τα συρματοπλέγματα. Και τότε ο επικεφαλής Lassen, ψύχραιμα και αποφασιστικά συμφωνούντων όλων, απεφάσισε να κάμουν προσωρινώς λούφα, έως ότου οι ενεργοποιηθέντες Γερμανοί ησυχάσουν και ατονήσουν την εγρήγορσιν και συνομιλήσας με τον Ιωάννην Μπαντουβά τού είπε ότι οι Γερμανοί είναι κουτοί και δεν πρόκειται ν’ ασχοληθούν ενδελεχώς στην εξιχνίασιν του πεδίου εις έκτασιν και αναπεπταμένα, αλλά σιγά-σιγά θα ησυχάσουν και τότε θα συνεχίσωμε. Και πράγματι, έτσι έγινε και ωλοκληρώθη το σαμποτάζ. Ο επιζών Κίμων Ζωγραφάκης είναι ο μόνος σήμερον που ημπορεί ν’ αξιολογήσει την λακωνικήν αυτήν μαρτυρίαν του Γιάννη Μπαντουβά, διότι ο ίδιος δεν ζει πλέον. Ο Μπαντουβάς κινούμενος, ερπόμενος εις τον χώρον του αεροδρομίου απώλεσε την ταυτότητα που είχε με υπαρκτό όνομα από κάποιο χωριό πλησίον του Χάρακα, διότι ο ίδιος ο Μπαντουβάς ήτο αποκηρυγμένος εις θάνατον από το Χίτλερ ως ληστής, ως και οι φέροντες το επώνυμον Μπαντουβάς μέχρι τρίτου βαθμού συγγενείς.
Όμως, την απώλειαν της ταυτότητος δεν αντελήφθη ο ίδιος τότε. Όταν μετά από μυθιστορηματικάς συνθήκας θανατηφόρων συμπλοκών, πλησίον της ακτής της φυγής των σαμποτέρ εις Κόφιναν, με την βοήθεια των ανταρτών, κατέστη εφικτή η διαφυγή και αναχώρησις των σαμποτέρ, τότε ο Ι. Μπαντουβάς, καίτοι του επροτάθη να φύγη μαζί τους, ηρνήθη την πρότασιν και έμεινε εκεί. Παρά το γεγονός ότι ολόκληρος η περιοχή είχε μπλοκαρισθεί και περικυκλωθεί υπό ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων των Γερμανών.
Ο Ι. Μπαντουβάς συνέστησε εις τους μη καταδιωκομένους αντάρτας του, οι οποίοι είχον νόμιμον ταυτότητα να κυκλοφορήσουν και να απομακρυνθούν και εφ’ όσον συλληφθούν, να ισχυρισθή έκαστος, ευλογοφανή αίτια, που ηδύνατο να επικαλεσθή, ως βοσκός ή κτηνοτρόφος, πως ευρέθη εις την περιοχήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο Βασ. Κωνιός από τα Φαβριανά, κορυφαίος παράγων της Αντιστάσεως και τροφοδότης. Ο Ι. Μπαντουβάς, παρά το γεγονός ότι αντελήφθη την κατάστασιν από απόψεως εγκλωβισμού και περικυκλώσεως της περιοχής, προσεπάθησε να διαφύγη, κρυπτόμενος και ερπόμενος προς κάθε κατεύθυνσιν, την οποίαν κατά την κρίσιν του ηκολούθη επί ώρας, ευελπιστών ότι ενδεχομένως θα διέφευγε από κάποιο ρήγμα αφύλακτο της περικυκλώσεως.
Όμως, οι Γερμανοί είχον οπτικόν καθολικόν πεδίον και διεπίστωναν κάθε κίνησιν ζωντανών στόχων και επομένως και του Ι. Μπαντουβά, τον οποίον εξ αρχής εθεώρησαν ύποπτον, όταν με τας διόπτρας διέκριναν ότι εκινείτο με προφυλάξεις, πότε επανεμφανιζόμενος, ίνα διατρέξη ορισμένην κατεύθυνσιν που, παρά την δασώδη περιοχή, διέτρεχε αναποφεύκτως και γυμνά μεσοδιαστήματα.
Τελικώς, επέλεξε απόκρημνον και πυκνοδασώδη συστάδα δένδρων και θάμνων, όπου ανεζήτησε και ανεύρε χωματώδες κενόν γης, το οποίον ανέωξε με την ξιφολόγχην ην είχε εις ικανόν βάθος και εις τον πυθμένα του ανοίγματος ετοποθέτησε όλα τα υπ’ αυτού φερόμενα αντικείμενα. Ήσαν δε όλα ενοχοποιητικά: ήτοι περίστροφον με πολλάς σφαίρας, χειροβομβίδας και δώρα προς τον Ι. Μπαντουβά, πυξίδα, χάρτη, ξυριστικά, αρωματικόν σάπωνα κ.λπ. Τα εκάλυψε, τα έθαψε με το χώμα και ύπερθεν έβαλε πέτρες και χαλίκια και τα εκάλυψε με πρασινάδας και ξηρά κλαδιά. Ο ίδιος εκρύφτηκε εις απόστασιν περίπου 100 μέτρων εις ένα κοίλωμα νεροφαγώματος περιβαλλομένων υπό θαμνωδών φυτών επικλινές. Μετά από δύο περίπου ώρας (διότι ανέμενε να νυκτώση δια να συνεχίση την διαφυγήν του), αντίκρυσε τας κάνας των γερμανικών όπλων επί της κεφαλής του κυκλοτερώς, διότι οι Γερμανοί είχον εντοπίσει πού εξηφανίσθη, χωρίς να αναδυθή και να συνεχίση την πορείαν του, ως έκανε επί συνεχούς βάσεως. Τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν και του έδεσαν πισθάγκωνα τα χέρια. Εκείνος, βέβαιος ων ότι κρατεί την νόμιμον ταυτότητα, με αυθόρμητον τρόπον, είπε ότι είναι ο αναφερόμενος εις την ταυτότητα, αλλά ως απεπειράθη να την εξαγάγη από την τσέπη του, διεπίστωσε ότι δεν υπήρχε διότι προφανώς του είχε πέσει εις το αεροδρόμιον (Καστελλίου).
Ο αξιωματούχος των Γερμανών, διέταξε εις κυκλοτερή έκτασιν 300 μέτρων από της θέσεως της συλλήψεως να ερευνηθή σπιθαμήν προς σπιθαμήν το έδαφος. Τελικώς, ανεκάλυψαν την εσκαφήν δια την οποίαν ηρώτησαν τον κρατούμενον εάν εκείνος την έκαμε. Απήντησε όχι.
Στρατιώται του μηχανικού με τσάπες άδειασαν τον λάκκον έμπροσθεν του κρατουμένου και ενώ ο ίδιος είδε με τα μάτια του, τα αντικείμενα που έθαψε, τα οποία ξέθαψαν και πάλι έχωσαν με την ισοπέδωση του χώματος, οι Γερμανοί ουδέν είδον.
Ο Μπαντουβάς ισχυρίσθη ότι είναι κτηνοτρόφος και γυρεύει το κλαπέν ποίμνιόν του. Όμως του εξήγησαν ότι τον θεωρούν κακό τσιβίλι δηλαδή κακό πολίτη, διότι το κρύψει κρύψει στην πορεία του, εσήμαινε ενοχή. Του εξήγησαν ότι αύριο θα τον στείλουν εις την Κάντια, δηλαδή στο Ηράκλειο και έπειτα καπούτ, δηλαδή εκτέλεσις. Στην διαδρομήν από Κόφινα έως τον Χάρακα όπου τον εφυλάκισαν, οι διάφοροι περαστικοί ανεγνώρισαν τον Μπαντουβά και η θλιβερή είδησις εκυκλοφόρησε αστραπιαίως παντού, διότι οι πλείστοι ήσαν οργανωμένοι και είχαν επαφήν με τον κρατούμενον.
Εις διάφορα μέρη, όπου διασκέδαζον με μουσικά όργανα (λύρες), λόγω χαρμοσύνων γεγονότων (γάμων ή βαπτίσεων), ως συνέβη εις Θραψανό, άμα τω ακούσματι της θλιβεράς ειδήσεως, τα όργανα εσίγησαν και η εορταστική ατμόσφαιρα έγινε πένθιμος. Οδηγούμενος ο Μπαντουβάς εις την φυλακήν διέκρινε καθήμενον στην αυλή του ένα προσωπικό φίλο την εποχή που ήσαν κληρωτοί, ονομαζόμενο Ρόδιο, χωρίς να τον χαιρετίση. Το σπίτι του Ρόδιου το εχώριζε ο τοίχος από την φυλακήν. Τον εφυλάκισαν εις ένα θάλαμον ψηλοτάβανο, όπου εις ύψος 2,5-3 μέτρων υπήρχε μικρό παράθυρο σιδηρόφραχτο με χονδρές ράβδους σιδήρου εντοιχισμένους. Στο δωμάτιο υπήρχε ένας πάγκος ξύλινος – ένας Γερμανός τού επήγε ένα ντενεκέ τσάι. Απ’ έξω πηγαινοήρχοντο Γερμανοί και θορυβούσαν. Ο θάλαμος φυλακίσεως του κρατουμένου εφυλάσσετο επί διαρκούς βάσεως υπό δύο σκοπών. Όταν ο ένας κατηυθύνετο επί του διαδρόμου προς ανατολάς ο άλλος αντιθέτως εβάδιζε προς δυσμάς και ήσαν ένοπλοι. Ήρχισε παράτολμος διάλογος μεταξύ Ροδίου και Μπαντουβά, όταν ο Ρόδιος φώναζε δυνατά ώστε να ακούεται από τον φυλακισμένο:
-Γιάντα μωρέ σε πιάσανε οι Γερμανοί, έκαμες πράμα; Πώς σε λένε μωρέ κουμπάρε;
Ο Μπαντουβάς απήντησε:
-Δεν κατέχω μωρέ κουμπάρε γιάντα με πιάσανε, μα δεν ανησυχώ καθόλου, γιατί θα ειδοποιήσουνε τους ιδικούς μου από το τάδε χωριό, να μου φέρουνε την ταυτότητά μου και ύστερα θα με αφήσουνε.
Απαντά ο Ρόδιος:
-Ε, τότες μη φοβάσαι, ίδια δα εφύγανε δυο Γερμανοί με μοτοσικλέτες και πάνε σ’ αυτό το χωριό όπως τις είδα να τρέχουνε πριν 5 λεπτά και έτσι θα ξεκαθαρισθή το ζήτημα. Αλλά για πρώτη φορά βλέπω τόση ανεμοζάλη στο χωριό, γιατί περνούνε συνέχεια γερμανικά αποσπάσματα και τώρα που βραδυάζη απαγορεύονται τα φώτα, μόνο από τη μεριά του Αχεντριά, δεν φαίνονται Γερμανοί.
Του λέει του Μπαντουβά:
-Βρε κουμπάρε, έχω φοβηθεί μ’ αυτή τη βαβούρα και το μυαλό μου βάνει το κακό, μα δεν κατέχω αν έχω δίκιο.
Απαντά ο Μπαντουβάς:
-Και βέβαια έχεις δίκιο κουμπάρε, διότι πρέπει να προσέχωμε και να μπαίνωμε νωρίς στα σπίτια μας.
Αυτό εσήμαινε κωδική συνομιλία: Δηλαδή το μυαλό μου βάνει το κακό ότι είσαι ο Μπαντουβάς και η απάντησις του Μπαντουβά “και βέβαια έχεις δίκιο” εσήμαινε, ναι είμαι ο Μπαντουβάς.
Η αγωνία του Μπαντουβά εκορυφώνετο με την σκέψιν ότι οι δύο μοτοσικλετιστές θα ανεκάλυπτον ότι το ονοματεπώνυμον που έδωσε ως ιδικό του, θα απεκαλύπτετο ότι ανήκε εις υπαρκτόν, άλλο πρόσωπον του κοντινού χωριού, δι’ αυτό εσκέπτετο να δραπετεύση προ της επιστροφής των μοτοσικλετιστών.
Δι’ αυτό, χρησιμοποιώντας τον πάγκο και καταβάλλοντας υπεράνθρωπον προσπάθεια (εις ηλικίαν 39 ετών), έφθασε και έπιασε τα κάγκελα του παραθύρου και κατάφερε να τα αποσπάση από τον τοίχο. Όταν όμως κρεμάστηκε μέσα από το άνοιγμα του μικρού παραθύρου προς τα έξω για να πηδήξει και να φύγη, είδε ότι ήτο κρημνός εκατοντάδων μέτρων επί αιχμηρών βράχων, όπου πίπτοντας, θα εφονεύετο οπωσδήποτε.
Οπισθοχώρησε και επανήλθε στο πάτωμα της φυλακής. Ήτο πλέον σούρουπο, όταν οι Γερμανοί έφεραν ένα έμπιστον φίλον του, ιατρόν, να δη τον κρατούμενον μήπως και τον αναγνωρίση. Ο ιατρός τον είδε μετά προσοχής και εδήλωσε ότι ο κρατούμενος τού είναι άγνωστος.
Ο Μπαντουβάς, όμως εγνωρίζετο με τον ιατρόν, επομένως συνεπέρανε ότι ενώ τον ανεγνώρισε δεν τον επρόδωσε. Ο ιατρός ονομάζετο Λυδάκης. Μετά την απελευθέρωσιν, ετέθη θέμα φυλακίσεως και καταδίκης του ιατρού, ως ανθρώπου των Γερμανών, ο Μπαντουβάς δεν επέτρεψε να τον θίξη ουδείς, αλλά και ούτε τον συνήντησε να συνομιλήσει μαζί του.
Μόλις έφυγε ο ιατρός και τον συνόδευαν οι Γερμανοί μαζί με τον ένα σκοπόν, εκτύπησε το τηλέφωνο και έτρεξε να το σηκώση ο άλλος Γερμανός, ο οποίος και απησχολήθη, συνομιλών άγνωστον πόσο. Ακριβώς εκείνη την στιγμήν, ο Μπαντουβάς εσκέφθη να ριψοκινδυνεύση την δραπέτευσιν, αυτήν την στιγμήν εθεώρησε ότι ήτο και η μοναδική. Λίγη ώρα προηγουμένως εχρησιμοποίησε ένα σίδερο από εκείνα που απέσπασε από το κιγκλίδωμα του παραθύρου και από μέσα ξεχαρβάλωσε την κλειδαριά της φυλακής του, που είχε σύρτη και κατόρθωσε δοκιμάζοντάς την να διαπιστώση ότι ανοίγει η πόρτα, όταν αυτός το θελήση. Αφαίρεσε την δερμάτινη ζώνη του και την άφησε στον πάγκο, ώστε αν τον ξανασυλλάβουν να δικαιολογηθεί ότι επήγαινε διά σωματικήν του ανάγκην.
Ανοίγοντας την πόρτα σιγά-σιγά διεπίστωσε ότι δεν εφαίνετο να επιστρέφη ο ένας Γερμανός που συνόδευε τον ιατρόν, ο δε άλλος σκοπός ήτο ακόμη συνομιλών εις το τηλέφωνον. Όλα αυτά ήσαν διαρκείας όχι μεγαλυτέρας του ενός λεπτού. Ώρμησε από την έξοδο της φυλακής αφού έσυρε την πόρτα να φαίνεται κλειδωμένη, στον δρόμο που ήτο ένα σοκάκι το οποίο αριστερά οδηγούσε προς το βουνό του Αχεντριά και δεξιά στο κέντρο του χωριού. Ο Μπαντουβάς, αξιολογώντας την πληροφορία του Ροδίου ότι από τη μεριά προς τον Αχεντριά δεν επήγαν γερμανικά αποσπάσματα, εβάδισε αριστερά με ταχύ ρυθμόν, αλλά εις τα 10 μέτρα, αντίκρυσε γερμανικό απόσπασμα, (περίπολον), η οποία ήλεγχε το απηγορευμένο της κυκλοφορίας, μετά την δύσιν του ηλίου και την τήρησιν του συσκοτισμού, (να μη φαίνεται ανημμένον φως), και όλα αυτά επί ποινή πυροβολισμού, διά δε τον φωτισμόν ποινή συλλήψεως.
Ο Μπαντουβάς, καίτοι αιφνιδιασθείς, ηυνοήθη υπό της τύχης και εισήλθε εις ένα αχούρι που είχε ανοικτή πόρτα, στο αριστερό του σοκακιού και δεν τον αντελήφθησαν οι διερχόμενοι Γερμανοί. Εν συνεχεία εξήλθε και με προφύλαξιν εξήλθε του χωριού και έφθασε εις τους πρόποδας του βουνού του Αχεντριά. Ήρχισε την ανάβασιν με προφύλαξιν και ήτο πλέον νύκτα (αλλά η αρχική διαδρομή του ήτο επί της πλαγιάς του βουνού), επί εκχερσωμένου εδάφους, διβολισμένου, που είχε βόλους και πέτρες.
Είχε προχωρήσει 300 μέτρα ανοδική πορεία στο βουνό, όταν κάποια πέτρα ή βόλος παρεσύρθη από τα υποδήματα (στιβάνια του Μπαντουβά) και εκύλησε προς τα κάτω και εβρήκε Γερμανούς καθημένους, οι οποίοι εξαφνιάσθησαν και ωμίλησαν έντονα, ίσως (ανησυχήσαντες διά την αιτίαν της κυλίσεως των βόλων χώματος ή πέτρας) και τελικώς ησύχασαν, ίσως νομίσαντες ότι κάποιο άγριο ζώον, όπως λαγός κ.λπ., ήτο η αιτία της πτώσεως των χωμάτων.
Ο Μπαντουβάς ήκουε τας ομιλίας των Γερμανών και προχωρούσε προς τα επάνω ερπόμενος, και αισθανόμενος βαθμηδόν κάματον παρά την υπερέντασιν και προσπάθειάν του να φθάση στην κορυφή, όπου εγνώριζε ότι θα εύρισκε χειμαδιά και ιδικούς του ανθρώπους.
Ήτο πανσέληνος και μονολογώντας ο Μπαντουβάς, έλεγε στο φεγγάρι, ας είχα μπογιά να σε μαυρίσω, να μη φέγγεις έτσι σαν να είναι ημέρα. Φθάνοντας στο υψίπεδο του βουνού όπου του ήτο γνωστό το περιβάλλον, του ήτο πλέον εντελώς αδύνατο να κινηθή διότι λόγω καμάτου και καματογόνων ουσιών εις τους μυς (γαλακτικόν οξύ), από την συνεχή υπερπροσπάθεια, υπερέντασιν και εξάντλησιν είχε υπερβή τα όρια ανθρωπίνης αντοχής. Ακριβώς τότε εφωτίσθη όλη η πλαγιά του βουνού που είχε διανύσει ο φυγάς, με ισχυρούς προβολείς. Η Γκεστάπο ενημερώθη ολίγον χρόνον μετά την απόδρασιν ότι ο κρατούμενος ήτο ο Μπαντουβάς και εδόθησαν εντολαί λήψεως εκτάκτων μέτρων ασφαλείας, αλλά και αποστολής ισχυράς στρατιωτικής δυνάμεως, προς απόκρουσιν τυχόν ανταρτών οίτινες θα επεχείρουν, απελευθέρωσιν του κρατουμένου.
Οι θεωρηθέντες υπεύθυνοι Γερμανοί της δραπετεύσεως του κρατουμένου εξετελέσθησαν. Ο Μπαντουβάς έτυχε της δεούσης περιθάλψεως από τους ανθρώπους της Αντιστάσεως και αφού ανέκτησε δυνάμεις, έφθασε εις Φαβριανά στην μάνδρα του Κωνιού, όπου συνηντήθη με τον υιόν του Μανώλη διαμένοντα τότε εκεί περιθαλπόμενος υπό της οικογενείας Βασίλη και Μιχάλη Κωνιού. Η συνάντηση αυτή η απρόσμενος και μη αναμενομένη ήτο συγκλονιστική, εις συγκίνησιν και χαράν.
Ο Γιάννης Μπαντουβάς απέθανε εις ηλικίαν 78 ετών και εκηδεύθη εις Ηράκλειον Κρήτης το 1982. Το γεγονός της ομιλίας του χοροστατήσαντος εις την εκφοράν, Αρχιεπισκόπου Τιμοθέου, συνδέεται εις τον λόγον, τον οποίον εξεφώνησε διά τον νεκρόν, με την πρότυπον χριστιανικήν ζωήν την οποίαν ηκολούθησε ο αποθανών, μετά την σύλληψιν και διαφυγήν του, καθ’ ότι ο Αρχιεπίσκοπος ετόνισε ιδιαιτέρως την αφοσίωσιν του θανόντος εις τα χριστιανικά ιδεώδη από απόψεως πίστεως, συνεπείας εκκλησιασμού εις Άγιον Μηνά, προσφοράς του εις οικονομικήν ενίσχυσιν των πτωχών, στην αποφασιστικήν συμβολήν του κατά την παράδοσιν των γερμανικών στρατευμάτων στον Εμμ. Μπαντουβά, να ματαιωθούν:
1) Η εκτέλεσις 800 μελλοθανάτων,
2) Η ανατίναξις του Λιμένος Ηρακλείου,
3) Του Ηλεκτρικού Εργοστασίου και
4) Του Μουσείου. Δι’ όλα αυτά ανεφέρθησαν αι πειστικαί αποδείξεις τόσον από τον Αρχιεπίσκοπον Τιμόθεον όσον και από άλλους ομιλητάς, γνώστας των γεγονότων και ιδιαιτέρως από τον συμβολαιογράφον Εληώτη».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου