Ο Χριστόφορος Μαμάκος, δραστήριο μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ηρακλείου – Λασιθίου Ε.Ο.Δ.Π., συνεχίζει την περιγραφή του ημερολογίου του τα χρόνια της κατοχής από 5 Ιουνίου 1942 ως τον Ιούνιο του 1944. Περιγράφει το τέλος των υπηρεσιών του στην Ιταλική Αστυνομία Ηρακλείου, τη σύλληψη του φίλου του Κεβόρκ Μαδανιάν από τους άντρες της Γκεστάπο, τη βύθιση του επιβατικού πλοίου GIZELA και του αντιτορπιλικού CASTEL FIDARDO στο λιμάνι του Ηρακλείου. Ακόμη περιγράφει τη φόρτωση των Εβραίων της Κρήτης, Ιταλών στρατιωτών και Κρητών πατριωτών στο πλοίο Τάναϊς με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Συγκεκριμένα, ο Χριστόφορος Μαμάκος γράφει τα εξής:
«5/6/1942: Η ζωή εις την Ιταλικήν αστυνομίαν δεν κράτησε πολύ, μόνο μια εβδομάδα, διότι οι Γερμανοί κατήργησαν τις άδειες από νομό Ηρακλείου στο νομό Λασιθίου. Ένα πρωί που πήγα μου λέει ο Κοκότσα, Χριστόφορε, άδειες πλέον δεν έχομε, δεν παύει όμως να βλεπόμεθα καθημερινά. Πράγματι έτσι εγένετο, ερχόταν στο σπίτι μου, με έπαιρνε και πηγαίναμε σε διάφορους φίλους του, (στην σταφιδαποθήκη Καρτεράκη και σε άλλους τους οποίους δε θυμάμαι).
Μετά το συμβάν του σπιτιού της Αγίας Τριάδας και το περιορισμένο χρονικό διάστημα των συναντήσεών μας εις την οικίαν Κόπακα, έμαθα πως ο Μιχάλης (Ακουμιανάκης) έφυγε δια το βουνό ή τη Μέση Ανατολή. Εγώ συνεχίζω να δίδω πληροφορίες εις τον Ραφτόπουλο και τον Κουγιουμουτζάκη όταν μίαν των ημερών, δε θυμάμαι επακριβώς, μου είπαν ότι ο Μιχάλης επέστρεψε και θα μας δει αύριο στο σπίτι του Κεβόρκ Μαδανιάν γιατί προσωρινά είναι στο σπίτι του Σταυριανίδη, οδοντιάτρου.
Την επομένη πηγαίνοντας στο σπίτι του Κεβόρκ αντελήφθην στην γωνία του φαρμακείου Χανιωτάκη τον φίλο μου Ρόμπη Γκέτλιχ (Καμπτάση), γιο της οικογένειας Γκέτλιχ που ζούσαν στο Ηράκλειο και μου λέει, τι γυρεύεις εσύ εδώ ; Του λέω είμαι περαστικός, μου λέει έχομε κυκλώσει το σπίτι του Αρμένη για να πιάσομε τους κατασκόπους που ήλθαν από τη Μέση Ανατολή.
Έφυγα αμέσως και πήγα στο σπίτι του Σταυριανίδη, τους είπα τα γεγονότα. Εκεί αντάμωσα και το Γιάννη Μπιζάκη και σκορπίσαμε σαν τα παιδιά του λαγού. Μετά παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος και μέσω Ραφτόπουλου, έμαθα ότι συνέλαβαν τον Κεβόρκ αλλά κανένα άλλο και τον είχαν στη Γκεστάπο, μου είπαν επίσης ότι θα πιάνανε σπίτι στην Αγροτική Τράπεζα και θα είχε δυο εισόδους από διαφορετικούς δρόμους.
1943: Τέλη Σεπτεμβρίου 1943 συναντώμεθα εις την καινούρια οικία, (Αγροτική Τράπεζα), έχομε καθημερινή επαφή. Αρχίζομε να μοιράζομε προκηρύξεις, να κολλάμε προκηρύξεις, εγώ στην περιοχή μου, να συλλέγομε πληροφορίες σημάτων μονάδων που διακινούνται μέσα στο Ηράκλειο και ότι άλλο είναι δυνατό.
Οκτώβρης 1943 : Μου δίδεται η εντολή να πάω στο Αβδού Πεδιάδος και να βρω κάποιον Θεόδωρο Πινακουλάκη που θα με έφερνε σε επαφή με κάποιον Τάκη Φιοράκη για να μου δώσει κάτι σχέδια πυρομαχικών να τα φέρω στο Ηράκλειο. Πράγματι πήγα. Την επομένη ανέβηκα σε ένα φορτηγό με πυρήνα φορτωμένο μαζί με άλλους χωρικούς και εκεί περίμενα τον Τάκη να μου τα φέρει. Σε λίγη ώρα ήλθε με τον Πινακουλάκη και μου τα έδωσε. Στην τοποθεσία Τομπρούκ γινόταν έλεγχος από τους Γερμανούς, κατεβήκαμε κάτω στην σειρά και δείχναμε τις ταυτότητές μας.
Βάζω στην παλάμη μου τα χαρτιά, ανοίγω επάνω τους το πορτοφόλι μου και με το άλλο χέρι βγάζω από το πορτοφόλι την ταυτότητα, την είδαν και πέρασα πάλι στο αυτοκίνητο. Λίγο πιο παραπέρα προ του μπλόκου ήτο με το αυτοκίνητό του ο Βαγγέλης από τη Νεάπολη, δικός μας, πιθανόν να του είχαν πει και ερχόταν να δει εάν θα με έπιαναν. Πήγα στο σπίτι, εκεί είδα και το Βαγγέλη και μου λέει το θάρρος σου είναι άλλο πράμα.
Νοέμβρης 1943 : Με στέλνουν στην Κασταμονίτσα να πάω στο λημέρι του Άλεξ Ρέντελ ένα γράμμα. Το μεσημέρι έφθασα στην Κασταμονίτσα, στο σπίτι του Σηφογιάννη, εκεί αντάμωσα και τον Απόστολο Κατεχάκη, το Νίκο Φραγκάκη και άλλους. Με πήρε ο οδηγός και με πήγε στην μάνδρα. Ο Αλέξης δεν ήταν εκεί, περίμενα καμιά ώρα οπότε ήλθε. Ήτο η πρώτη φορά που τον έβλεπα, με πήγε στον ασύρματο, εκεί γνώρισα τον Τζων Χάουσμαν και τον Θωμά.
Αφού καθίσαμε λίγο, μου λέει ότι τώρα πρέπει να αρχίσομε σαμποτάζ στους Γερμανούς και πρέπει να πάρεις τον Τζων στο Ηράκλειο. Του λέω ότι εσείς θέλετε. Θα τον πάρω απόψε, όχι μου λέει θα ειδοποιήσω. Πήρα πάλι γράμμα για το Ηράκλειο και έφυγα για Κασταμονίτσα. Εκεί βρήκα τον Εμμ. Κόπακα και φύγαμε αμέσως για Καστέλλι οδοιπορικώς. Φθάσαμε στο σπίτι του Κίμωνα Ζωγραφάκη, φάγαμε εκεί και κοιμηθήκαμε.
Την επομένη το πρωί φύγαμε πεζοί για Ηράκλειο. Στα Σπήλια που καθίσαμε να φάμε στου Κόκκινου, εκεί που καθόμαστε αντελήφθημεν κάτι Γερμανούς με ένα αυτοκίνητο και ένα Γκεσταμπίτη που γνώριζε τον Μανόλη, (το όνομα δεν το θυμάμαι καλά). Φύγαμε μέσω Αγίας Ειρήνης τροχάδην.
9/11/1943 : Εγώ παντρεύομαι και έτσι μερικές ημέρες ευρίσκομαι εκτός εργασίας.
Δεκέμβριος 1943 : Επειδή ο σύνδεσμος μεταξύ Ηρακλείου και Ρεθύμνης, (Εμμ. Χατζηδάκης), έχει αρρωστήσει, μου αναθέτουν να τον αντικαταστήσω εγώ. Πράγματι ένα πρωί φεύγω με επιστολές προς Σήφη Στόκμπριτζ για το Ρέθυμνο με ένα αυτοκίνητο φορτηγό με έναν δικό μας οδηγό ονόματι Μανούσο από τα Χανιά.
Φθάνομε στα Περβόλια, εκεί ανταμώσαμε τον Εμμ. Στρατιδάκη, εγώ κατέβηκα και ο Μανούσος έφυγε. Σε λίγο με έναν οδηγό πήγαμε στο Ρέθυμνο και βρήκαμε τον Νικόλαο Βολανάκη και αυτός με άλλο οδηγό με προώθησε προς το λημέρι του Σήφη. Καθίσαμε, φάγαμε και κοιμηθήκαμε. Την επομένη πήρα από το Σήφη επιστολές και ένα δεματάκι για το Ηράκλειο και περνώντας από το Αρκάδι μία για τον Τομ, εάν δεν τον εύρισκα θα την πήγαινα στο Λασίθι στον Άλεξ.
Δυστυχώς ο Τομ δεν ήτο στο Αρκάδι και έτσι πήγαμε στο Ηράκλειο. Βέβαια αυτή τη φορά με τα πόδια διότι μεταφορικό μέσο δε βρήκα. Φθάνοντας την επομένη στο Ηράκλειο έδωσα το δεματάκι και την επιστολή στο Μιχάλη, την άλλη επιστολή για τον Άλεξ δεν την πήγα εγώ επειδή ήμουν κουρασμένος.
Ιανουάριος 1944 : Μία των ημερών ήλθαν ο Ζαχαρίας Κατεχάκης και ο Μιχάλης Λη Φέρμορ στο σπίτι της Αγροτικής Τράπεζας. Άρχισαν οι συζητήσεις για σαμποτάζ και με αρώτησαν εάν ήτο στο λιμάνι κάτι αξιόλογο. Κοίταξα και μια μέρα τους λέω ότι κάποιο καράβι ονόματι ΓΚΙΖΕΛΑ φορτώνει διάφορα (αυτοκίνητα – μοτοσικλέτες – ελαστικά αυτοκινήτων και κιβώτια με άγνωστο περιεχόμενο για μένα). Την επομένη μου δίδουν 2 εκρηκτικά μηχανήματα, μου λένε πως εργάζονται και να πάω να τα τοποθετήσω στο καράβι.
Κατά τις 4 η ώρα με τον Μανόλη Κόπακα πήρα τα μηχανήματα και φύγαμε από το σπίτι ο μεν Μανόλης πήγε στο Μέγαρο να βλέπει απέναντι μήπως κάτι θα μου συνέβαινε και με πιάναμε, εγώ πήγα στο λιμάνι. Το ΓΚΙΖΕΛΑ ήτο πλευρισμένο στην προβλήτα, το φόρτωνε ο γερανός. Επί της φορτώσεως ήτο ο Γεώργιος Τσαρδής, (Κουμάντο), γερανοδηγός ο Παράσχος και οι δύο φίλοι μου καλοί.
Κρατώντας την πετονιά μου, πήγα κάτω από το γερανό να ψαρέψω, εκεί δεν με έβλεπε κανείς. Έβαλα τα μηχανήματα και τα δύο μπροστά, αφαιρώντας το ξυλάκι που υπήρχε. Αφού πλέον ήμουν έτοιμος, εντόπισα και το στόχο μου. Το πρώτο μηχάνημα καθώς έβαζα ελαστικά πήγα κι εγώ στην (Σαμπανιά) και βοηθώντας το ετοποθέτησα. Το δεύτερο σε μια μοτοσικλέτα διπλή.
Αφού έγιναν όλα αυτά, πήγα με την πετονιά μου στην άλλη άκρη της προβλήτας, έδωσα σήμα στον Κόπακα με το μαντήλι μου, αυτός μεν έφυγε, εγώ κάθισα λίγο ακόμα ψαρεύοντας και έφυγα κι εγώ. Πηγαίνοντας στο στέκι με ευχαρίστησαν που τα κατάφερα και δεν μου συνέβη τίποτα, μου είπαν αύριο θα ξέρομε. Πράγματι, την επομένη μάθαμε μέσω της Πόπης Τζανάκη ότι όντως το ΓΚΙΖΕΛΑ εβυθίσθη αρκετά μίλια μακριά από το λιμάνι και μόνο ένας εσώθη.
Φεβρουάριος 1943: Δίδοντάς μου τη φωτογραφική μηχανή, μου είπαν να βγάλω φωτογραφία του λιμένος. Πήγα στο ξυλουργείο αδελφών Κασσωτάκη φίλων μου, (ευρίσκετο επί της οδού Μποφόρ κάτωθεν οικίας Θεόδωρου Κουφάκη) και από τα μεγάλα παράθυρα που είχε έβγαλα φωτογραφίες. Αυτοί παραξενεύτηκαν και μου λένε, μήπως είσαι κατάσκοπος και δεν το ξέρουμε, όχι τους λέω αλλά μου αρέσει να βγάλω μια φωτογραφία. Τελείωσα και πήγα την μηχανή με το φιλμ στο σπίτι.
Μάρτιος 1943 : Μια ημέρα μου λένε οι Μιχάλης και Λη Φέρμορ έχομε μια επιστολή του Τομ την οποία πρέπει να παραδώσεις εις τον Τροβάτο και τον Φαϊλο, (τον Τροβάτο και τον Φαϊλο διοικητή και υποδιοικητή της Ιταλικής αστυνομίας Νεάπολης τους είχαν φέρει στο ξενοδοχείο Μίνως κατ’ οίκον περιορισμό). Εγώ πολλάκις τους είχα επισκεφθεί, τους είχα πωλήσει και 2 γραφομηχανές εις τον κρασέμπορο Βαρβεράκη. Τους είπα εντάξει, θα την δώσω και εάν πρέπει να πάρω απάντηση, όχι αμέσως αλλά μετά 2-3 ημέρες.
Πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο εσκεφτόμουν τον τρόπο της παράδοσης, καθ’οδόν αντάμωσα τον Τυφλόν Νίκο τον οποίο βοηθούσα κάποτε όταν ήμουν στην Ιταλική αστυνομία με άδεια για να πάει στο Λασίθι, διότι ήτο από εκεί.
Τον πλησιάζω και του λέω είμαι ο φίλος σου που σου έβγαλε τις άδειες για το Λασίθι, έκανε χαρά ο άνθρωπος σα να με γνώριζε και στο πρόσωπο και μου λέει τι θέλεις. Του λέω τον Τροβάτο και τον Φαϊλο, τους ξέρεις; Ναι μου λέει, καλοί άνθρωποι στην Νεάπολη με επρόσεχαν πολύ. Του λέω είναι στο ξενοδοχείο Μίνως, ξέρεις να πας; Αμέ, ξέρω, μου λέει. Λοιπόν θα σου δώσω ένα γράμμα να τους πας, να το δώσεις στα ίδια τα χέρια του Τροβάτο, πως θα τον γνωρίσεις, μου λέει, από τη φωνή του.
Πρόσεξε το γράμμα δεν πρέπει να το δει κανένας Γερμανός ή άλλος. Μη σε νοιάζει μου λέει, εγώ τέτοιες δουλειές τις καταφέρνω. Θα σε περιμένω στην Ιονική Τράπεζα. Θα πάρεις το δρόμο που πηγαίνει προς τον Άγιο Δημήτριο, όποιο δρόμο θέλεις, εγώ αφού βεβαιωθώ πως κανείς δεν μας παρακολουθεί θα σε πλησιάσω και θα σου δώσω αρκετά χρήματα, εντάξει, εντάξει μου λέει. Στο καλό του λέω πάλι και ο Θεός βοηθός, μη σκιάζεσαι όλα θα πάνε καλά.
Μετά μια ώρα περίπου αγωνίας βλέπω το Νίκο να βγαίνει από το Μίνως, να έρχεται επάνω, να στρίβει προς Άγιο Δημήτριο χωρίς καμιά παρακολούθηση. Τον άφησα και έφθασε μέχρι το σπίτι Μπουρλιδάκη, εκεί στα στενά τον πλησίασα, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς, τον ευχαρίστησα, του έδωσα τα χρήματα και τον ερώτησα τον τρόπο που του έδωσε το γράμμα, όπως μου είπε καθίσανε λίγο μαζί, άλλη ομιλία δεν ακουγόταν, τον ερώτησε για τον Φαϊλο που είναι, και του είπε ότι κάπου έχει πάει.
Τότε έβγαλε το γράμμα και του το έδωσε, με ερώτησε ποιος σου το έδωσε, του είπα δεν ξέρω, πάντως ήτο φίλος και πάλι για δεύτερη φορά τον ευχαρίστησα και έφυγα κατ’ευθείαν δια το σπίτι της υπηρεσίας. Τους είπα τα καθέκαστα, αμφέβαλαν ίσως, αλλά την επομένη που πήγα μου είπαν ότι ήμουν καταπληκτικός, διότι ο Γεώργιος Κόπακας, αδελφός του Μανόλη Κόπακα που εργαζόταν στο Μίνως, αυτός τα πήγε στον Τροβάτο.
Μετά δύο μέρες πήγα στον Τροβάτο για επίσκεψη μήπως θέλουν κάτι για τον Ερυθρό Σταυρό. Μου είπαν ότι δεν θέλουν τίποτα. Τους λέω έμαθα κάτι άλλο, δεν τολμώ να σας το πω. Με αγωνία με ρώτησαν τι ; Τους λέω προ ολίγων ημερών με είδε ο Κοκότσα και μου είπε ότι σας ετοιμάζουν για τη Γερμανία και όχι για την πατρίδα σας. Είσαι βέβαιος μου λέει, ναι τους λέω εκτός και ο Κοκότσα λέει ψέματα αλλά με τι όφελος.
Πάντως τους λέω και πάλι εάν θέλετε να φροντίσω να πάτε στο βουνό… Μου λένε εσύ είσαι πλέον άνθρωπός μας, θα σου πούμε τι μας συνέβη, το ξέρω τους λέω για την επιστολή που σας έστειλαν οι Άγγλοι. Ναι μου λένε, λοιπόν τι λέτε, θέλετε να φύγετε για το βουνό, όχι μου λένε θα μας πάνε οι Γερμανοί στην Ιταλία. Καλά τους λέω, εγώ φεύγω και ίσως δεν θα ξαναέλθω. Γύρισα στο σπίτι, τους είπα ότι είναι ανένδοτοι. Τότε μου λέει ότι πάθουν το θέλουν οι ίδιοι.
Μια ημέρα καθόμουν στο καφενείο Όλυμπος, έρχεται ο Ιωάννης Σηφάκης φίλος μου του ΟΤΕ και μου λέει, έχω πολύ δουλειά για να βγάλω τον παλαιό πίνακα των τηλεφώνων γιατί την Παρασκευή έρχεται ο καινούριος. Την ίδια μέρα το απόγευμα έφθασε και ο Μάριο, ένας υπαξιωματικός καλός φίλος μου και αυτός, γιατί πίναμε κάθε φορά που ερχότανε, (με ένα μακρόστενο καραβάκι “Σλέπι”, και έφερνε ταχυδρομείο), ένα κρασάκι. Τον είδα και εξεπλάγην του λέω πώς από δω, προχθές δεν έφυγες; ναι μου λέει, ήλθα και σε μια ώρα φεύγω πάλι, φέραμε κάτι επείγονται γράμματα και τώρα φεύγομε να προλάβομε τη νηοπομπή που έρχεται.
Είναι μεγάλη, μου λέει, φέρνει απ’όλα για τις γιορτές του Πάσχα. Πήγαμε στο στέκι μας, στην ταβερνούλα μας επάνω από το Γεωπονικό κήπο, ήπιαμε το κρασάκι μας μαζί με τους φίλους μας τον Γιάννη Καραγιάννη και τον Σαράντη Αναγνώστου. Εγώ έχοντας μάθει την ακριβή ημερομηνία της νηοπομπής, αντί να πάω σπίτι μου πήγα στην οργάνωση, τους είπα συγκεκριμένα πράγματα και θα ήταν αμαρτία αν αυτή η νηοπομπή έφθανε στο Ηράκλειο.
Πράγματι Σάββατο πρωί η νηοπομπή εθεάθη έξω από τη νήσο Δία προς την 1η απογευματινή. Εγώ πήγα στην οικία Κατεχάκη, από εκεί τα έβλεπε κανείς όλα όπως και πλήθος Γερμανών και μερικών Ελλήνων περιέργων. Δεν προλάβαμε όμως να δούμε τίποτα, διότι αυτοστιγμή εμφανίστηκαν Αγγλικά αεροπλάνα και εβομβάρδισαν τη νηοπομπή και υποβρύχια ίσως, διότι το μεγαλύτερο καράβι ετορπιλίσθη και κόπηκε στα δύο και όλα έπαθαν μεγάλες ζημίες, άλλα εβυθίσθησαν και 3 τραυματισμένα σοβαρά :
α) Το αντιτορπιλικό CASTEL-FIDARDO,
β) Το Βουλγαρικό με φορτίο πλήρες βενζινών και
γ) Ένα άλλο μικρό φορτηγό.
Οι Γερμανοί τα χάσανε και μας κυνήγησαν να φύγουμε να μην βλέπουμε. Εγώ έφυγα, πήγα σπίτι μου και από εκεί στην υπηρεσία, τους είπα ότι ήμουν αυτόπτης μάρτυρας της πανωλεθρίας.
Την επομένη μου είπαν να πάω να πάρω φωτογραφία του λιμανιού, για να δουν που έχουν αγκυροβολήσει τα υπόλοιπα. Πήρα πάλι τις φωτογραφίες από το γνωστό μέρος, (ξυλουργείο Κασσωτάκη), τις έδωσα κάτω στην υπηρεσία μου και τους είπα συνάμα ότι το Βουλγαρικό βγάζει καπνούς από τα σωθικά του. Την επομένη έχοντας μαζί μου τον φίλο μου Κίμωνα Ανωγειανάκη, εργαζόμενο στον ΟΛΗ Λιμένος πήγαμε μετά το μεσημέρι να δούμε τι γινόταν στο λιμάνι αλλά κατεβαίνοντας στο Μέγαρο μας έπιασε συναγερμός και καθίσαμε στο υπόγειο του Κουφάκη.
Σε λίγο έφθασαν τεράστια αεροπλάνα βομβαρδιστικά, έριξαν βόμβες στην Ανάληψη αλλά και στο λιμάνι, πέτυχαν διάνα το Βουλγαρικό που αμέσως η φωτιά του πήρε τεράστιες διαστάσεις. Λέω στον Κίμωνα πάμε να φύγουμε διότι θα σκοτωθούμε, αυτό σε λίγο θα ανατιναχθεί, φύγαμε και χωρίσαμε. Το καράβι γύρω στις 5 το απόγευμα ανατινάχθη και σκόρπισε σ’όλη την πόλη σίδερα και καπνούς. Το ΚΑΣΤΕΛ-FIDARDO και αυτό εβλήθη φαίνεται από το βομβαρδισμό, διότι την επομένη το πρωί ήτο μισοβυθισμένο, απόμεινε μόνο το μικρό φορτηγό που ήτο αραγμένο στην προβλήτα.
Μετά δύο ημέρες από τον βομβαρδισμό ήλθε ο Κοκότσα στο σπίτι μου να πάμε στον Ερυθρό Σταυρό, στο δρόμο μου είπε ότι βλέπεις αυτό το καράβι, ναι του λέω, μ’αυτό θα διώξουν τους Ιταλούς και τους Εβραίους και θα τους πάνε στη Γερμανία. Δεν μπορώ να κάνω δυστυχώς τίποτα για τους δικούς μας, (εννοούσε Τροβάτο και Φαϊλο), μόλις τελειώσαμε έφυγα και πήγα στην υπηρεσία και τους είπα ότι αυτό κι αυτό μου είπε ο Κοκότσα.
Ναι μου είπαν έχομε πληροφορίες ότι και τους Εβραίους θα διώξουν και τους Ιταλούς και τους δικούς μας που έχουν πιάσει, (στους δικούς μας ήτο ο Μπογδάνος), πριν έλθουν οι Γερμανοί εργαζόταν στο Αγγλικό Τηλεγραφείο. Πράγματι σε δυο τρεις ημέρες ένα απόγευμα τους κατέβασαν και τους φόρτωσαν κυριολεκτικά στο καράβι δια ισχυροτάτης συνοδείας…».
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου