Στο τέλος της δωδεκαήμερης Μάχης της Κρήτης, (20 – 31 Μαΐου 1941), οι Γερμανοί εδραιώθηκαν στους νομούς Ηρακλείου – Ρεθύμνου και Χανίων και οι σύμμαχοί τους Ιταλοί στον νομό Λασιθίου. Για να μπορούν να ελέγχουν τις μετακινήσεις των Κρητών από τους νομούς της Κρήτης που κυριαρχούσαν οι άντρες της Βέρμαχτ προς τον νομό Λασιθίου, οι Ιταλοί εγκατέστησαν στο Ηράκλειο δική τους δύναμη Χωροφυλακής (Carabinieri) με Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες.
Ένας από τους Αντιστασιακούς, ενταγμένος στην Εθνική Οργάνωση Δολιοφθοράς – Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. που εργάστηκε στην Ιταλική Χωροφυλακή του Ηρακλείου, ήταν ο Χριστόφορος Μαμάκος. Η αποστολή του ήταν να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις κινήσεις των Ιταλών και να τις μεταδίδει στους άντρες στης Αντίστασης.
Στο κατοχικό του ημερολόγιο, ο Χριστόφορος Μαμάκος, για τις υπηρεσίες του στην Carabinieri Ηρακλείου από 5 Μαρτίου ως 5 Ιουνίου 1942, γράφει τα εξής:
«5/3/1942: Πήγαινα σε αγγαρείες Γερμανικών έργων μέχρις ότου βρω καμιά δουλειά μόνιμη. Πράγματι μια μέρα είδα έναν Ιταλό αξιωματικό σε ένα έργο που είχαμε πάει αγγαρεία στην Γιόφυρο για να κόψομε καλάμια από το ποτάμι. Τον πλησίασα και του είπα στα Ιταλικά ότι θέλω μια δουλειά σε Ιταλική υπηρεσία, γνωρίζω τα Ιταλικά και θα μπορέσω ως διερμηνέας να βοηθήσω. Μου λέει έλα αύριο στο Κομάντο Τάπα και μην πας στους Γερμανούς και θα δούμε τι θα γίνει. Το Κομάντο Τάπα ευρίσκετο στο κέντρο της πόλεως και εις το μέγαρο Λαγκωνάκη μέσα στην αγορά.
6/3/1942 : Κατά τις οκτώ πήγαινα στο Κομάντο Τάπα, αλλά προτού μπω μέσα αυτοί ήτο απ’έξω με ένα κοντό αξιωματικό και με ένα λυκόσκυλο, μου συνέστησε τον αξιωματικό ως Φρούραρχον και μιλήσαμε Ιταλικά. Του είπα ότι είμαι από το Ηράκλειο, ότι ήμουν αιχμάλωτος στην Αστυπάλαια, ότι εδώ προ του πολέμου εργαζόμουν εις το γραφείο του κ. Κόρπη – Ιταλού πράκτορα της SITMAR κλπ.
Μου λέει εμείς εδώ έχουμε διερμηνέα, αλλά θα σε στείλω στην Καραμπινερία που δεν έχουν διερμηνέα και έχουν και πολύ δουλειά. Καθώς στεκόμεθα στην πόρτα της εισόδου, κατέβαινε κάποιος Ιταλός αξιωματικός, τον φώναξε και του λέει πάρε διερμηνέα που θέλεις.
Εγώ ευχαρίστησα το Φρούραρχον και φύγαμε με τον Ιταλό αξιωματικό. Προχωρώντας στο δρόμο μου είπε ότι λέγεται Κερόνι και εγώ του συστήθηκα και συνεχίσαμε για την Καραμπινερία, (αστυνομία), εκεί με σύστησε στους χωροφύλακες Μπατέσα, Γκιαρλίνι και Μανκίνι. Μου λέει, εφ’όσον γνωρίζεις Ιταλικά θα είσαι εδώ, διότι εμείς χορηγούμε άδειες ειδικές για να περάσει κανείς τα σύνορα Γερμανών Ιταλών.
Σύνορα είναι ο Άγιος Γεώργιος (Σεληνάρης). Μου λέει από χρήματα δεν θα σε πληρώνομε εμείς. Ψωμί, τυρί, μακαρόνια και κονσέρβα θα σου δίδομε αφού έχεις και μόνο τη μητέρα σου. Επίσης σε κάθε άδεια θα τους πούμε όσοι θέλουν να σου δίδουν χρήματα. Τον ευχαρίστησα και έφυγα.
7/3/1942: Πηγαίνω πρωί στην εργασία μου, κατά τις 10 άρχισαν να έρχονται για άδειες, γύρω στις μία τελειώσαμε και μου λέει αύριο πάλι το πρωί, μου έδωσαν 2 κονσέρβες και 2 ψωμάκια, (πανιότα). Η εργασία συνεχίζεται κανονικά. Γίναμε δύο καλοί φίλοι, μου είπε τα της οικογένειάς του και εγώ τι έχω τραβήξει. Επίσης από τις ομιλίες του κατάλαβα ότι αυτός και ο Μπατέσα δεν ήταν φίλοι του Μουσολίνι, (αυτό το αφήνω για αργότερα).
Τώρα πήγαινε και το απόγευμα και μετά την εργασία κάνομε μία βόλτα στην πόλη. Εκεί πολλοί με χαιρετούσαν και πειράζοντάς με μου λέει ότι μόλις φύγουμε εμείς από δω να βάλεις υποψηφιότητα Δημάρχου, θα σε βγάλουνε.
13/3/1942: Το απόγευμα ήλθε στην αστυνομία ο Λοχαγός Τροβάτο γενικός Διοικητής των Αστυνομικών δυνάμεων με έδρα την Νεάπολιν Λασιθίου. Τον χαιρέτισα και ο Κερόνι με εσύστησε, κατόπιν εγώ μπήκα μέσα στο γραφείο και έφτιαχνα δουλειά για την επομένη. Ο Διοικητής κάθισε καμιά ώρα έξω στην αυλή και μετά έφυγαν μαζί. Φεύγοντας μου λέει ο Κερόνι όταν τελειώσεις πες στον Μπατέσα να κλείσει και να έρθει στην Κομάντο Τάπα να με βρει.
14/3/1942: Το πρωί που πήγα μου λέει, σήμερα θα φύγουμε νωρίς γιατί έχω δουλειά αρκετή. Σαν τι δουλειά του λέω. Μου λέει στις 17/3/42 θα έλθει μια νηοπομπή με τρόφιμα και εφόδια των Γερμανών και δικά μας και πρέπει να ετοιμάσομε από δω τους κρατούμενους ακόμα να στείλουμε αυτοκίνητα που θέλουν επισκευή και ότι έχουν και οι Γερμανοί να στείλουν και πρέπει να πάω στη Φελλγιανταμερί να ζητήσω να μου έχουν ετοιμάσει αυτοκίνητα για την φόρτωση των εφοδίων της και άλλα πολλά. Του λέω εγώ τότε αύριο θα έχω ρεπό. Τουναντίον μου λέει, θα έλθεις το πρωί.
15/3/1942: Πράγματι στις 7 το πρωί ήμουν εκεί, δώσαμε γρήγορα τις άδειες και φύγαμε για την Νομαρχίαν όπου η έδρα της Φελλγιανταμερί. Όπως κατεβαίναμε την οδό Ιωνίας αντελήφθην έναν άνθρωπο μετρίου αναστήματος με ψάθινη ρεμπούπλικα και μου έκανε νόημα ότι θέλει να μου πει. Εγώ του έκανα νόημα με τα χέρια μου πίσω να με ακολουθήσει. Στην πλατεία Δασκαλογιάννη αντελήφθηκα ότι με ακολουθούσε. Φθάσαμε στην Νομαρχίαν και είπα στον Κερόνι ότι θα τον περιμένω στον κήπο (Άγνωστο Στρατιώτη). Εντάξει μου λέει και φεύγει.
Σε λίγο ήλθε ο άνθρωπος αυτός και κάθισε δίπλα μου, μου λέει είσαι ο Χριστόφορος, ναι του λέω, εσύ ποιος είσαι. Είμαι ο Εμμανουήλ Κουγιουμουτζάκης σύνδεσμος του Καπετάν Μανόλη που περιμένεις. Μόλις τελειώσεις με τον Ιταλό θα σε πάω να γνωρίσεις τον Καστρινογιάννη. Του λέω τον γνώρισα αλλά δεν του έχω εμπιστοσύνη. Ακριβώς μου λέει κι αυτός δεν έχει σε σένα γι’ αυτό ήλθα εγώ να σας φέρω σε επαφή. Του λέω μη φύγεις, κάθισε διότι έτσι θα βρω αιτία να τον αφήσω.
Σε λίγο κατέβηκε ο Ιταλός, πήγαμε μαζί με τον Κουγιουμουτζάκη και τον εσύστησα ως ξάδελφό μου που ήλθε από το χωριό να δει τη μητέρα μου, εντάξει μου λέει είσαι ελεύθερος μέχρι αύριο στις 10 διότι άδειες θα δώσουμε μετά τις δέκα. Έτσι φύγαμε με τον Μανόλη για τον Καστρινογιάννη, τον βρήκαμε εκεί και διελύσαμε τη μεταξύ μας υποψία.
Επί της ευκαιρίας αυτής τους έδωσα και την πληροφορία της νηοπομπής που θα ήρχετο στις 17/3 και τους είπα εάν προφθάσουν είτε ο ένας είτε ο άλλος να ειδοποιήσουν. Ο Καστρινογιάννης μου είπε αμέσως λίγο δύσκολο από μένα, διότι ο κανονικός σύνδεσμος Γεώργιος Δουνδουλάκης έφυγε για τη Μέση Ανατολή. Πάντως θα το δώσω στο Ραφτόπουλο, τον ρώτησα ποιος είναι ο Ραφτόπουλος και ο Μανόλης είπε θα πάω να σε γνωρίσω σε μερικούς συνεργάτες μας.
Φύγαμε από τον Καστρινογιάννη, πήγαμε στο φαρμακείο Χανιωτάκη και εκεί βρήκαμε τον ιατρό Εμμ. Τζωρακολευθεράκη, δώσαμε την γνωριμία και οι 3 μαζί πήγαμε στο ζαχαροπλαστείο Ραφτόπουλου Βασιλείου. Αφού καθίσαμε μας κέρασε ο Βασίλης, είπαμε μερικά. Του είπα για τη νηοπομπή και μου είπε ότι θα προσπαθούσε να στείλει την πληροφορία εγκαίρως.
Κατά τη μία περίπου που ετοιμαζόμεθα να φύγομε ήλθε και ο Ελευθέριος Μαλαγαρδής και έτσι οι 4 συνεργάτες μου έγιναν πλέον γνωστοί.
Μετά μερικές μέρες συνάντησα τον Καστρινογιάννη πολύ φοβισμένο και μου λέει Χριστόφορε, πρέπει να φύγω διότι οι Γερμανοί με υποπτεύονται ως κατάσκοπο, έχω τρομερές ενδείξεις. Του λέω αν είναι έτσι να ειδοποιήσω τον Καπετάν Μανόλη να σε πάρει στο βουνό. Ναι σε παρακαλώ πολύ, κάνε μου αυτή τη χάρη. Τώρα του λέω τι θέλεις, μου λέει θέλω να με κρύψεις μέχρις ότου φύγω.
Απέναντι στην Ιταλική αστυνομία στην οδό Άλμπερτ είχαμε μια γριούλα η οποία εργαζόταν και καθάριζε την Αστυνομία. Έμενε σε ένα εγκαταλελειμμένο διώροφο. Το πρωί που ήλθε στην αστυνομία για να καθαρίσει της είπα ότι κάποιος φίλος μου από το χωριό ήλθε και θα εργασθεί εδώ αλλά δεν έχει που να μείνει, εσύ έχεις πολλά δωμάτια θα του νοικιάσεις ένα; Μου λέει, το σπίτι δεν είναι δικό μου ας έλθει να μείνει να έχω και συντροφιά, χωρίς χρήματα.
Πήγα το απόγευμα, βρήκα τον Καστρινογιάννη και την ίδια ώρα τον μετέφερα εκεί, πράγματι είχε δίκιο διότι την επόμενη έμαθα ότι οι Γερμανοί τον γύρευαν παντού.
18/3/1942: Τα γεγονότα συνεχίζονται κανονικά, στην Ιταλική αστυνομία, έχομε τώρα αρκετά τρόφιμα. Έτσι και εγώ παίρνω περισσότερο από το τυρί που έπαιρνα πιο μπροστά. Με απασχολεί το θέμα Καστρινογιάννη αλλά πηγαίνω στο Ραφτόπουλο και του λέω ότι θέλω ένα σύνδεσμο από τον Καπετάν Μανόλη, μου λέει ο Αστρινός είναι εδώ και θα’ρθει σε λίγο, αν θέλεις περίμενέ τον. Πράγματι σε λίγο ήλθε ο Αστρινός, του είπα Tα καθέκαστα με τον Καστρινογιάννη που τον έχω κρυμμένο και πρέπει το συντομότερο να φύγει. Εγώ τον φροντίζω κάθε μέρα.
Μια ημέρα είχα πάει πρωί στην αστυνομία και ήθελα να βεβαιωθώ αν όντως ο Κερόνι ήταν εναντίον του Μουσολίνι και έβαλα τη βελόνα του ραδιοφώνου του σταθμού BBC που παίρναμε εμείς οι Έλληνες. Στις 9 περίπου εκεί που καθόμουν στην τραπεζαρία εγώ και ο Κερόνι, πατώντας αυτός το κουμπί για να ακούσει Ιταλικά, το ράδιο μετέδιδε εγγλέζικα πράγμα γι’αυτόν πρωτάκουστο, σηκώθηκε είδε πως δεν ήταν στο κανονικό κανάλι και λέει λίγο δυνατά, άτιμε Μπατέσσα.
Εγώ τον ερώτησα τι έκανε ο Μπατέσσα, γύρισε το σταθμό για να ακούσει BBC, του λέω τι είναι το BBC και μου λέει προπαγανδίστικος σταθμός εγγλέζικος για τους Ιταλούς. Του λέω και θα χάσεις τίποτα να μάθεις την αλήθεια, με κοίταξε με περίεργο βλέμμα αλλά δεν μου είπε τίποτα άλλο. Βγαίνοντας έξω φώναξε τον Μπατέσσα, τι του είπε δεν ξέρω. Όταν και εγώ βγήκα έξω με φώναξε ο Μπατέσσα και μου είπε εσύ το έκανες αυτό. Του λέω αν σου πω τι θα γίνει; Τίποτα μου λέει αλλά ο Μαρεχάλιο θυμώνει, γιατί του λέω, διότι εγώ είμαι αντιμουσολινικός είναι κι αυτός μου λέει αλλά ως επικεφαλής δεν θέλει να παρουσιάζεται.
Η εργασία τελείωσε και βγήκαμε έξω με το Μαρεχάλιο, (Ανθυπασπιστής). Στο δρόμο του λέω, έχεις όρεξη να πάμε να πιούμε ένα ουζάκι σε μια ταβερνούλα στη Ρέμβη, πάμε μου λέει. Όταν φθάσαμε στη Ρέμβη, (φράγμα που σήμερα έχει γίνει επιχωμάτωση με ανεγειρόμενα σπίτια), καθίσαμε. Παραγγείλαμε τα ούζα και τα λέγαμε, του λέω ότι το ραδιόφωνο το έβαλα εγώ και όχι ο Μπατέσσα, ήθελα να ακούσω ειδήσεις διότι στην Ιταλία δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα.
Τότε μου λέει ότι καλά το είπε ο Τροβάτο πως είσαι κατάσκοπος. Ναι του λέω και εάν με προδώσεις δεν θα ζήσεις άλλο διότι θα σε σκοτώσουν οι δικοί μου οι οποίοι καθημερινώς έρχονται και με βλέπουν στην αστυνομία ως άνθρωποι που θέλουν άδειες και έτσι δεν θα δεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.
Εν τέλει μου λέει κέρδισες τον γύρο, του λέω τώρα που ξέρεις ποιος είμαι θέλω μερικές πληροφορίες να έχω, μου λέει προδότης δε γίνομαι, Ιταλικά ξέρεις, στο γραφείο μου είσαι, άνοιγε τα συρτάρια και μάθαινε ότι θέλεις, εγώ καμιά παρατήρηση δεν πρόκειται ποτέ να σου κάνω.
Τον Καστρινογιάννη τον επισκέπτομαι καθημερινά, του λέω τα νέα και καθετί που θέλει του το φροντίζω. Επίσης του λέω ότι αυτές τις μέρες πρέπει να έχουμε νέα από τον Καπετάν Μανόλη.
25/3/1942: Ανήμερα του Ευαγγελισμού έρχεται στην Ιταλική αστυνομία ο Αστρινός, μου λέει ότι με θέλει επειγόντως. Του λέω ότι το μεσημέρι θα σμίξομε στου Ραφτόπουλου. Μόλις τελείωσα από την αστυνομία έφυγα και πήγα στου Ραφτόπουλου, βρήκα τον Αστρινό και μου λέει ότι τον Καστρινογιάννη θα τον πάρω απόψε για το βουνό και μου είπε ο Αρχηγός μέχρις ότου έλθει αντικαταστάτης του από τη Μέση Ανατολή, αναλαμβάνεις την ευθύνη των πληροφοριών.
Έφυγα, πήγα στον Καστρινογιάννη, του είπα να είναι έτοιμος και προτού βραδιάσει θα περάσει ο Αστρινός να τον πάρει, εγώ τώρα σε αποχαιρετώ και σου εύχομαι καλό ταξίδι για τη Μέση Ανατολή. Την επομένη πήγα στο Ραφτόπουλο και μου είπε ότι ο Αστρινός μαζί με τον Καστρινογιάννη έφυγαν.
28/3/1942: Πηγαίνοντας το πρωί στην αστυνομία είδα τον Μπατέσσα στενοχωρημένο, του λέω τι έχεις και μου λέει ότι ο Κερόνι φεύγει και θα έλθει άλλος και ποιος ξέρει τι πράμα θα είναι. Σε λίγο ήλθε ο Κερόνι και αυτός ήταν αρκετά στεναχωρημένος, του λέω κάτι μου είπε ο Μπατέσσα, ναι μου λέει αληθεύει αλλά δεν ξέρω πότε. Έλα μου λέει σήμερα να πάμε μαζί στην αποθήκη για τρόφιμα, (καπνεργοστάσιον), να πάρεις και εσύ για το σπίτι σου κάτι περισσότερο. Πράγματι πήγαμε ο Κερόνι, ο Μπατέσσα και εγώ στην αποθήκη τροφίμων. Εκεί βρέθηκε η ευκαιρία να τα πούμε ποιο ανοιχτά γύρω από την κατασκοπία μου. Μου λέει ότι ο Μπατέσσα θα είναι πλέον σύνδεσμός σου, τον ευχαρίστησα.
Μου έδωσε μακαρόνια αρκετά, παρμεζάνα αρκετή και κονσέρβες κρέατος αρκετές, τα πήρα πήγα σπίτι μου και επέστρεψα στην αστυνομία. Εκεί με περίμενε έκπληξη, ο αντικαταστάτης του Κερόνι είχε ήδη έλθει. Λεγόταν Φαλάτσι και με τον ίδιο βαθμό του Κερόνι με σύστησε σα διερμηνέα και καλό φίλο. Η ζωή με τον Φαλάτσι στην αστυνομία συνεχίζεται η ίδια. Ο Φαλάτσι είναι πιο ανοιχτός άνθρωπος, άρχισε να μου λέει τα της οικογένειάς του και ότι είναι πολύ πτωχός, έχει παιδιά και δεν έχουν παπούτσια να βάλουν και αυτό διότι η υπηρεσία τον έχει παραπετάξει επειδή δεν είναι του κόμματος.
Όλα αυτά τα ακούω με μεγάλη επιφύλαξη διότι νομίζω πως είναι βαλτός να με ψαρέψει. Πλην όμως σε λίγο χρονικό διάστημα μου είπε ο Μπατέσσα ότι αυτός είναι καλύτερος από τον Κερόνι και πρέπει να του ανοιχτείς. Του λέω είσαι σίγουρος, ναι μου λέει χθες πήραμε BBC που μιλάει Ιταλικά, είμαστε οι δυο μας μόνο. Τότε αμέσως την επομένη, μέρα των εργασιών, τον πήγα σε κάποιο φίλο που είχε δέρματα και του έδωσε τέσσερα κομμάτια κατσικόδερμα.
Αυτός τρελάθηκε από τη χαρά του, τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Επιστρέφοντας στο δρόμο είδα τον Μανόλη Κουγιουμουτζάκη ο οποίος έψαχνε να με βρει. Φώναξα τον σύστησα ως πρώτο μου εξάδελφο και λέω στον Φαλάτσι τώρα θα φύγω γιατί πρέπει να πάω στο σπίτι με τον ξάδελφό μου.
Ο Μανόλης μου λέει έρχομαι από τον Αρχηγό να σου πω ότι το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου έρχεται σύνδεσμος των Άγγλων από τη Μέση Ανατολή.
4/6/1942: Μέχρι και την ημερομηνία που θα είρχετο ο σύνδεσμος, εγώ έδιδα τις πληροφορίας στο Ραφτόπουλο ή Αστρινό ή Κουγιουμουτζάκη. Πηγαίνοντας στο Ραφτόπουλο μου λέει ότι αύριο πρέπει να είμαστε όλοι το απόγευμα κατά τις 5 στο σπίτι του Μαλαγαρδή στο Μπεντενάκι γιατί εκεί θα έλθει ο σύνδεσμος.
5/6/1942: Κατά τις 5 μμ. αντάμωσα τον Κουγιουμουτζάκη και τον Τζωρακολευθεράκη και πήγαμε στο σπίτι του Μαλαγαρδή, εκεί αντάμωσα με τον Ραφτόπουλο και κάποιον Κωνσταντίνο Μπουρλιδάκη τον οποίο μου συνέστησαν ως συνεργάτη, γνώρισα και την αδελφή του Μαλαγαρδή, έμεναν τα δύο αδέλφια μαζί. Επίσης ήτο και κάποιος άλλος κύριος τον οποίο ο Μαλαγαρδής μας τον παρουσίασε ως σύνδεσμον των Άγγλων ονομαζόμενος Μιχαήλ Ακουμιανάκης. Καθίσαμε συζητώντας διάφορα θέματα και για τις επείγουσες πληροφορίες που ενδιαφέρουν τους Άγγλους.
Έπρεπε να εξακριβώσομε και να καταγράψομε τις μονάδες που υπήρχαν στην πόλη, ύπαιθρο, παντού, και αυτό ήτο εύκολο από τα ενδεικτικά που είχαν στον ώμο ή περιλαίμια. Επίσης για την κίνηση λιμένος κλπ. Εγώ λέω στον Μιχάλη για το λιμάνι έχω την ευχέρεια διότι αφ’ενός μεν εργάζομαι στην Ιταλική αστυνομία ως διερμηνέας, αφ’ετέρου έχω βγάλει μια άδεια εισόδου εις τον λιμένα ότι εργάζομαι εις τον Ερυθρόν Σταυρόν, (την άδεια την είχα ζητήσει από τον Χριστόφορο Μπαντουβάκη που ήτο φίλος του Μανόλη Γεωργιάδη, (Ντουργούτη), εργαζόμενος εις την Γερμανική Λιμενική Αρχή).
Μου είπε τότε ο Μιχάλης να συνεχίσεις όπως και πρώτα και εάν καμιά φορά θέλεις κάτι από την Λιμενική Αρχή, έχομε μια κοπέλα της οργάνωσης που ονομάζεται Πόπη Τζανάκη και θα σε βοηθήσει. Μου λέει ακόμα ο Μιχάλης ότι σε λίγες μέρες θα έχομε πλέον δικό μας σπίτι στην Αγία Τριάδα και εκεί θα ανταμώνουμε όλοι καθώς και οι Άγγλοι που θα έρχονται. Έχει τρόπο διαφυγής κλπ.
Σε λίγες μέρες είχα πληροφορίες για μια νηοπομπή και πήγα στο σπίτι της Αγίας Τριάδας, εκεί αντάμωσα νέα πρόσωπα. Τον Νικόλαο Κόκκινο και κάποιον Αλέκο Αμαργιανιτάκη ενωματάρχη, υπηρετούσε στην Ελληνική αστυνομία. Βρήκα τον Μιχάλη, του έδωσα την πληροφορία της νηοπομπής και σήματα μερικών μονάδων που ήτο επί της οδού Μαλικούτη, Ιδομενέως, μέχρι και την πλατεία Τριών Καμαρών. Φεύγοντας του ζήτησα εάν έχει να μου δώσει 2 πακέτα τσιγάρα εγγλέζικα. Πράγματι μου έδωσε 2, (Ναύτης), τα πήρα με μεγάλη χαρά και τα πήγα κατευθείαν στο φίλο μου Ιταλό Φαλάτσι, του τα έδωσα και έτσι πίστεψε ότι πράγματι ανήκω σε οργάνωση.
Η ζωή με την υπηρεσία μου συνεχίζεται η ίδια καθώς και με τον Φαλάτσι που έχομε γίνει καλοί φίλοι. Μιαν των ημερών πηγαίνοντας στο στέκι Αγίας Τριάδος, αντιλαμβάνομαι τον Αλέκο Αμαργιανιτάκη να κατασκοπεύει το σπίτι με κάτι Γερμανούς, αλλάζω κατεύθυνση και πηγαίνω από την πίσω πόρτα, τους λέω αυτό κι αυτό συμβαίνει και να φύγουμε.
Πράγματι, όπως αργότερα μάθαμε μας την είχαν στημένη εκείνη την ημέρα. Πέρασαν αρκετές μέρες και συνήντησα τον Κόκκινον στο μαγαζάκι της Πλατειάς Στράτας που είχανε. Αφού βεβαιώθηκα πως κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε, μπήκα μέσα και τον ρώτησα τι γίνεται, που έχομε στέκι. Μου λέει στο σπίτι του Κόπακα εδώ πίσω, θα βρεις και τον Μιχάλη.
Πέρασα την ίδια μέρα, βρήκα το Μιχάλη και μου λέει φτηνά τη γλιτώσαμε. Έλα αύριο, είναι εδώ ο Τομ και θέλει να σε γνωρίσει. Επιστρέφοντας στην υπηρεσία μου τα βρίσκω όλα άνω κάτω. Τι τρέχει τους λέω, μου λένε ότι ο Μουσολίνι έπεσε και τι θα γίνομε δεν ξέρω. Τους λέω μη στενοχωριέστε τόσο, εάν θέλετε να σας στείλω στο βουνό, όχι μου λένε θα περιμένομε.
Την επομένη πήγα στο σπίτι του Κόπακα, τους είπα τι έμαθα από τους Ιταλούς και περιμένω. Σε λίγο κατέβηκε ο Άγγλος από τη σκάλα, με σύστησε ο Μιχάλης. Γνωριστήκαμε και με σπασμένα Ελληνικά μιλήσαμε γύρω από την πληροφορία που τους έδωσα. Σε μικρό διάστημα συνέβησαν μεγάλα γεγονότα. Στην Ιταλική αστυνομία συνέλαβαν τον Μπατέσσα, τον Φαλάτσι, τους έστειλαν στο φυλάκιο Κρουσώνα πλαισιώνοντάς το με νέους χωροφύλακες Ιταλούς και στην αστυνομία ήλθε κάποιος μελανοχίτων, ανθυπασπιστής και αυτός, ονομαζόμενος Κοκότσας, ήτο στη Σητεία. Καλός άνθρωπος εκ πρώτης όψεως…»
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου