Στην τοποθεσία Χωστός Σπήλιος του χωριού Νιπιδιτό, ο Δανός υπολοχαγός Άντερς Λάσσεν διαφωνεί με τον συνεργάτη του Κίμωνα Ζωγραφάκη για τον σχεδιασμό της επιχείρησης στο αεροδρόμιο Καστελλίου, τα μεσάνυκτα της 4ης Ιουλίου 1943.
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος και αναχωρήσουν, ο Κίμωνας με τον Λάσσεν βγαίνουν από τη σπηλιά και προχωρούν με πολλή προσοχή ανατολικά, ώστε να φανεί το αεροδρόμιο.
Όταν φτάνουν σε τοποθεσία που έχουν πλέον οπτική επαφή με το αεροδρόμιο, ο Λάσσεν με τα κιάλια του διακρίνει γερμανικά αεροπλάνα Μέσερσμιθ, να είναι σταθμευμένα δυτικά του αεροδρομίου προς τη μεριά του χωριού Μουχτάρω. Άλλα αεροπλάνα βομβαρδιστικά βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του αεροδρομίου.
Ο Δανός υπολοχαγός αποφασίζει να μπει από τα δυτικά και να ανατινάξει τα Μέσερσμιθ. Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης θέλει να μπουν από τα ανατολικά και να ανατινάξουν τα βομβαρδιστικά. Επιστρέφουν στο Χωστό Σπήλιο.
Ο Κίμωνας γνωρίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος από τη δυτική πλευρά του αεροδρομίου και προσπαθεί να αποτρέψει τον Λάσσεν. Ο υπολοχαγός όμως που είναι και επικεφαλής της αποστολής, αποφασίζει να χωριστούν οι ομάδες και να γίνει η επιχείρηση ταυτόχρονα και σύμφωνα με τη γνώμη του.
Στο σημείο αυτό χωρίζουν. Ο Λάσσεν παίρνει μαζί του τον έναν Άγγλο υπαξιωματικό και οδηγούνται από έναν πατριώτη στο χωριό Μουχτάρω, σε ένα αμπέλι. Θα μπει τελικά από τα δυτικά.
Ο Κίμωνας με τους άλλους δύο Άγγλους υπαξιωματικούς φεύγουν προς την τοποθεσία Κεφάλα – Ατσιπαράς, για να μπουν από την ανατολική πλευρά.
Με τον Λάσσεν πηγαίνουν δυο παλικάρια από το χωριό Μουχτάρω για να τον οδηγήσουν στα σύρματα του αεροδρομίου, ο Μανόλης Κριτσωτάκης και ο Μιχάλης Πετρουγάκης. Ο Μανόλης Κριτσωτάκης, μετά το σαμποτάζ πιάστηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Το άλλο παλικάρι, ο Μιχάλης Πετρουγάκης, την άνοιξη του 2003 αφηγείται για τα γεγονότα τα εξής:
«…πήγα στο αμπέλι και βρήκα τον Κριτσωτάκη με τους Άγγλους. Επήγα μαζί με έναν άλλο χωριανό από ‘δω, τον Δημήτρη τον Ανδρουλάκη. Αυτός τους πήγε ψωμί. Εγώ τους πήγα φαΐ, γιατί ο Κριτσωτάκης είπε ότι και αυτός και οι Άγγλοι είναι νηστικοί. Το φαγητό ήταν φασολάκια της μπαμπακιάς που λένε, τα άνυδρα που φυτεύαμε τότε.
Η ώρα που πήγα ήταν περίπου 8 το βράδυ. Οι Άγγλοι ήταν δυο και ο Κριτσωτάκης μαζί τους. Ο Μανόλης μου ‘πε ότι είχε πάει πριν και ένας χωριανός μας, ο Ρεμυγιάκης Νικολής, που έκανε τον χαρκιά στο Καστέλλι. Μετά πήγε στο ΕΑΜ αυτός.
Είχαμε έναν καθηγητή εδώ στο χωριό, Φερετζάκη τον λέγανε. Ήτανε κι αυτός στην οργάνωση και γνώριζε για το σαμποτάζ. Μ’ έπιασε και μου ‘πε ότι θα πας εσύ τους Άγγλους στο αεροδρόμιο. Δεν πρέπει ν’ αφήσομε τον Μανόλη (Κριτσωτάκη), μοναχό του. Γιατί δεν θέλει να πάει ο τάδε (μου είπε ένα όνομα), δεν θέλω τώρα να το αναφέρω. Εγώ δέχτηκα.
Κανονίσαμε στις 12 η ώρα να είμαστε στα σύρματα του αεροδρομίου. Εξεκινήσαμε δυο ώρες πριν, κατά τις 10 η ώρα και φτάξαμε στα σύρματα σχεδόν την κανονική ώρα. Περιμέναμε να ‘ρθεί ένα αεροπλάνο. Μας είχανε πει ότι θα ‘ρθεί ένα αεροπλάνο, αλλά αυτό δεν ερχότανε.
Οι Άγγλοι εμπήκανε μέσα και μεις τσι περιμέναμε στα σύρματα.
Ακούσαμε έναν Ιταλό σκοπό να τους λέει:
– Αλτ!
Εγώ τους είχα πει με νοήματα από πριν ότι τα αεροπλάνα τα φυλούνε Ιταλοί γιατί τους έβλεπα κάθε μέρα.
Οι Άγγλοι τον πυροβολήσανε και τον σκοτώσανε. Ήτανε ένα αεροπλάνο εκεί κοντά και το κάψανε αυτοί. Μετά ήρθανε γρήγορα έξω γιατί παίζανε οι σειρήνες. Μόλις ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, που σκοτώσανε τον Ιταλό σκοπό, οι σειρήνες αρχίσανε να παίζουνε.
Εφύγαμε γρήγορα με σκοπό να πάμε πάλι στο ίδιο αμπέλι στο χωριό που ήμαστε κρυμμένοι. Αυτοί που μπήκανε από την πάνω μεριά του αεροδρομίου εκάνανε πιο πολλή ζημιά, εκάψανε πολλά αεροπλάνα. Φαίνεται ότι εζυγώνανε εμάς οι Γερμανοί και δε δώκανε σημασία στην πάνω μεριά.
Οι δικοί μας πρέπει να κάψανε ένα αεροπλάνο μόνο. Την ώρα που φτάναμε στο γεφυράκι για να περάσομε τον αμαξωτό δρόμο στην εκκλησία της Παναγίας, θωρούμε ένα γερμανικό αυτοκίνητο να ‘ρχεται από κάτω.
Προλαβαίναμε να περάσομε, αλλά ήθελε να μας επιάσουνε τα φώτα. Πέσαμε χάμω και πέσανε και οι Άγγλοι πιο πέρα. Εστάθηκε ο οδηγός 15 μέτρα από μας. Στον ουρανό βλέπαμε τροχιοδεικτικές σφαίρες και ο Γερμανός τσι κοίταζε. Η καρότσα του αυτοκινήτου γεμάτη Γερμανούς.
Υπολόγιζα κι εγώ ότι καμιά διμοιρία στρατιώτες έχει απάνω και δα τσι κατεβάσει και θα μας επιάσουνε. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και κοίταζε στον ουρανό. Οι Γερμανοί είχανε ανάψει και τσι προβολείς και έφεγγε ο κόσμος. Ο Γερμανός είπε:
– Χίαζε Ιταλιάνοι! Δηλαδή “σκατοϊταλοί” σα να λέμε στη γλώσσα μας. Ευτυχώς όμως το αυτοκίνητο εσυνέχισε το δρόμο του.
Πέρασε και πήγε στον Άγιο Νεκτάριο που είχαν τα κανόνια οι Γερμανοί.
Εγώ με τον Κριτσωτάκη σηκωθήκαμε και περάσαμε απέναντι. Περιμέναμε να περάσουν και οι Άγγλοι. Αυτοί δεν ερχότανε. Περιμέναμε και λέγαμε ήντα γενήκανε. Αυτοί φαίνεται παίξανε λίγο αριστερά και βγήκανε στα πυροβόλα του Άγιου Νεκτάριου.
Οι Γερμανοί είχανε κρεμασμένους ντενεκέδες στα σύρματα που είχαν γύρω-γύρω στα πυροβόλα και όταν επέσανε απάνω τους οι Εγγλέζοι, τους πήρανε οι Γερμανοί χαμπάρι. Και μεις ακούσαμε τσι χτύπους από τσι ντενεκέδες. Τότε βέβαια δεν υπήρχε η εκκλησία. Αργότερα εχτίστηκε.
Ακούσαμε μια δυνατή φωνή να λέει:
– Αλτ!
Με το “αλτ” ο ένας Εγγλέζος επέταξε μια χειροβομβίδα και εσκότωσε φαίνεται τον Γερμανό. Αυτοί μετά πρέπει να φύγανε. Πού πήγανε δεν ξέρω. Εμείς πάντως τσι χάσαμε. Οι Γερμανοί την άλλη μέρα εκατηγορήσανε το χωριό ότι εμπήκανε μέσα στο χωριό οι Εγγλέζοι και τσι περιθάλψαμε. Γι’ αυτό κάνανε τσι συλλήψεις μετά…».
Ο Άντερς Λάσσεν και ο συνεργάτης του δεκανέας Τζόουνς, έγιναν αντιληπτοί κατά τη διάρκεια της επιχείρησες από τους στρατιώτες της Βέρμαχτ και έδωσαν μάχη. Κατά τη μάχη εντός του αεροδρομίου σκοτώθηκε ένας Ιταλός. Στη διαφυγή τους δεν συνάντησαν τους οδηγούς Κριτσωτάκη και Πετρουγάκη στο σημείο που είχαν συμφωνήσει να τους περιμένουν.
Βρέθηκαν κοντά στα γερμανικά αντιαεροπορικά στη θέση «Άγιος Νεκτάριος» και έδωσαν νέα μάχη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας ακόμη Γερμανός στρατιώτης. Στον Άγιο Νεκτάριο του χωριού Μουχτάρω, οι κατοχικές δυνάμεις είχαν στήσει τη μία από τις τέσσερις μονάδες αντιαεροπορικών (FLAK) που υποστήριζαν το αεροδρόμιο από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές.
Την πορεία του Λάσσεν και του Τζόουνς, μετά την επιχείρηση και τη μάχη στη θέση Άγιος Νεκτάριος Ευαγγελισμού, περιγράφει ο αντιστασιακός Γρηγόρης Χναράκης από το χωριό Θραψανό. Αναφέρει ότι οι δύο Βρετανοί έφτασαν στη μάντρα του Σπανογιάννη. Από εκεί, ο Ζαχαρίας Δημητρουλάκης και ένας από τα αδέλφια Βαλαβάνη, τους οδήγησαν στο Αποΐνι.
Από το Αποΐνι βάδισαν την επόμενη νύχτα και έφτασαν στην παραλία της Τρυπητής – Αγίου Σάββα, εκεί ακριβώς που είχαν αποβιβαστεί στις 23 Ιουνίου 1943.
Η ομάδα των Κίμωνα Ζωγραφάκη, Νίκολσον και Γκρέιβς, μαζί με τον Καπετάν Μπαντουβογιάννη, βρέθηκαν στην τοποθεσία Κεφάλα – Ατσιπαράς το πρωινό της Κυριακής, στις 4 Ιουλίου. Ο Γεώργιος Τζουανάκης ή Κόκκινος από το χωριό Αμαριανό, οδήγησε την ομάδα των σαμποτέρ στα σύρματα του αεροδρομίου Καστελλίου από τα ανατολικά.
Η ομάδα αποτελούταν από τον σμηνία Κίμωνα Ζωγραφάκη, τον λοχία Νίκολσον και τον δεκανέα Γκρέιβςν καθώς και τον υπαρχηγό των ομάδων Μπαντουβάδων καπετάν Γιάννη Μπαντουβά. Ο Γεώργιος Τζουανάκης ή Κόκκινος, τον Μάιο του έτους 2003, αφηγείται:
«…την ημέρα του σαμποτάζ, το μεσημέρι φάγαμε στην περιοχή Κεφάλα. Συζητήσαμε για το σαμποτάζ και οι Άγγλοι ρώτησαν ποιοι θα πάνε μαζί τους. Ο Κίμωνας απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε αν θα πάω μαζί τους. Του απάντησα ναι, και ο Μπαντουβάς ο Γιάννης είπε και αυτός ότι θα έλθει.
Οι Άγγλοι κοίταζαν τους χάρτες που είχε στείλει ο Μιχάλης ο Σταυρακάκης από το Καστέλλι δια μέσου της Ψαράκη Αικατερίνης. Ο Κίμωνας μάς είπε ότι οι χάρτες αυτοί δείχνανε το πού ήταν τα αεροπλάνα, οι αποθήκες βενζίνης, οι σκοπιές.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει γύρω στις 7.30 η ώρα, ξεκινήσαμε και κατεβήκαμε σε μια σπηλιά στη θέση Κουτσουνάρια. Εγώ, ο Γιάννης ο Μπαντουβάς, ο Κίμωνας και οι δυο Άγγλοι σαμποτέρ. Διαπιστώσανε εκεί ότι είχανε ξεχάσει το ψαλίδι που θα κόβανε τα συρματοπλέγματα του αεροδρομίου. Γύρισα πίσω στην Κεφάλα και το πήρα. Οι Άγγλοι μου ‘παν να μην ανάψω τσιγάρο ή φωτιά, αλλά να ψαχουλέψω με τα χέρια μου να το βρω.
Όταν η ώρα πήγε 11, ξεκινήσαμε. Ήξερα ένα σημείο του αεροδρομίου που υπήρχε μόνο μια σειρά σύρματα. Το αεροδρόμιο είχε τρεις σειρές σύρματα.
Εκεί οι Άγγλοι έβγαλαν τα ρολόγια τους και πέντε χρυσές λίρες που κρατούσαν και τις έδωσαν στον Μπαντουβογιάννη. Και αυτό μήπως και δεν γύριζαν πίσω όπως μας είπαν. Ο Μπαντουβογιάννης τούς απάντησε ότι δεν θέλομε τα ρολόγια σας και τα λεφτά σας, αλλά να πάτε να κάνετε αυτό που πρέπει και να γυρίσετε με το καλό.
Στο σημείο αυτό χωρίσαμε. Ο Κίμωνας με τους δυο σαμποτέρ μπήκαν μέσα στο αεροδρόμιο κι εγώ με τον Μπαντουβογιάννη περιμέναμε λίγο πιο πίσω. Αυτός κρατούσε ένα αυτόματο κι εγώ ένα πιστόλι.
Σε λίγη ώρα ακούσαμε τις πρώτες εκρήξεις. Άρχισαν οι Γερμανοί να ανάβουν τους προβολείς και έλαμψε ο κόσμος. Στο σημείο που ήμαστε κινδυνεύαμε να μας εντοπίσουν. Απομακρυνθήκαμε με τον Μπαντουβογιάννη και πήραμε το δρόμο για του Λαμπραντώνη το σπιτάκι.
Εκεί είχαμε συνεννοηθεί να βρεθούμε όλοι μαζί μετά το σαμποτάζ. Οι προβολείς, πολλές φορές μέχρι να απομακρυνθούμε έπεσαν απάνω μας, αλλά εμείς εκείνη τη στιγμή πέφταμε μέσα στα σπαρμένα. Ο κόσμος δεν είχε θερίσει ακόμη και η περιοχή ήταν γεμάτη σπαρμένα. Μόλις περνούσε το φως πιο πέρα σηκωνόμαστε και συνεχίζαμε.
Φτάσαμε στου Λαμπραντώνη το σπιτάκι. Σε λίγη ώρα ακούσαμε θόρυβο και είδαμε σκιές. Είπα στον Μπαντουβογιάννη ότι θα είναι οι δικοί μας. Αυτός μου ‘πε να μη μιλήσω γιατί είχαμε συμφωνήσει ότι θα μας σφύριζε ο Κίμωνας πρώτος.
Δε μιλήσαμε και σε λίγο συνεχίσαμε και ανεβήκαμε στο Αμαριανό. Από το Αμαριανό τραβήξαμε για τη μάντρα του Ψαροκυριάκου. Ελπίζαμε ότι θα είχαν φτάσει ο Κίμωνας και οι Άγγλοι. Ο Ψαροκυριάκος μας είπε ότι δεν είχανε γυρίσει. Ο Μπαντουβογιάννης μου είπε να γυρίσω πίσω και να τους βρω. Γυρίζοντας πίσω στο Αμαριανό, στη θέση Λισοχάρακο, άκουσα ομιλίες και είδα καύτρες από τσιγάρα. Πλησίασα και συνάντησα τον Κίμωνα με τους σαμποτέρ…».
Μετά το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, η ομάδα του Κίμωνα Ζωγραφάκη εγκατέλειψε στα σύρματα ένα ψαλίδι και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα που χρησιμοποιούν οι κομάντος στις επιχειρήσεις τους. Όταν θα τα έβρισκαν οι Γερμανοί, θα καταλάβαιναν ότι η δολιοφθορά έγινε από άντρες του Συμμαχικού Στρατηγείου, ώστε ο πληθυσμός της περιοχής να μη διατρέξει κίνδυνο από τα γνωστά «αντίποινα».
Ο συνταξιούχος γραμματέας της πρώην Κοινότητας Καστελλίου, κ. Σπύρος Καρυωτάκης, δεκατριάχρονο παιδί τότε, βρέθηκε τυχαία τη νύχτα του σαμποτάζ με τους συγγενείς του στη θέση Δροζιτόπουλο, 300 μέτρα νότια από το αεροδρόμιο Καστελλίου, για να θερίσουν την επόμενη αυγή κριθάρι.
Έτσι έγινε αυτόπτης μάρτυρας της επιχείρησης. Περνώντας το πρωί κοντά από τα σύρματα, είδε το ψαλίδι που είχαν αφήσει οι σαμποτέρ και το πήρε μαζί του, βάζοντας σε κίνδυνο, χωρίς να το θέλει, εκτός από την ίδια του τη ζωή και τη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Τον Ιούνιο του έτους 2003, ο Σπύρος Καρυωτάκης αφηγείται:
«…ήμουνα παιδί. Μαθητής της Β΄ Γυμνασίου, καλοκαίρι 1943. Τα αδέλφια Καρυωτάκης Μανόλης και Καρυωτάκης Γεώργιος του Σπυρίδωνα, είχανε πάρει τα πιο μεγάλα τους παιδιά, (σ’ αυτά κι εγώ) και με το ηλιοβασίλεμα βρεθήκαμε στη θέση Δροζιτόπουλο στο ανατολικό σπηλιάρι.
Από τη θέση αυτή φαίνεται χαμηλά το μισό βορεινό μέρος του αεροδρομίου Καστελλίου και όλος ο ανατολικός κάμπος μαζί με το Καστέλλι – Πολυθέα – Διαβαϊδέ. Σκοπός μας ήτο να κοιμηθούμε και με την πρωινή αύρα – δροσιά, να θερίσουμε το κριθάρι στα ανατολικά πεζούλια του Δροζιτόπουλου, που ο μπάρμπα-Γιώργης είχε σπείρει.
Αφού έδεσαν τα ζώα, (δυο γαϊδούρια, δυο αίγες, μια αγελάδα) και έστρωσαν πρόχειρα κάτω από τα εκεί ελαιόδεντρα, πέσαμε για ύπνο ώστε ενωρίς το πρωί να σηκωθούμε για το θερισμό του κριθαριού.
Κατά τα μεσάνυχτα, μια εκκωφαντική έκρηξη μας ξύπνησε και τεράστιες φλόγες υψώνονταν στον ουρανό.
Ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο στο καταφύγιό του στο Βιγλί, είχε λαμπαδιάσει. Ακούστηκαν πολλές άλλες εκρήξεις που ανατίναξαν τις αποθήκες με τα βαρέλια τις βενζίνες των αεροπλάνων.
Το θέαμα από εκεί ψηλά που ήμαστε, είναι δύσκολο να το περιγράψω. Ένα μόνο μου έμενε: Από τις πολλές φωτιές των βενζινών, ολόκληρα βαρέλια έσκαγαν σε ύψος 30 – 50 μέτρων και η νύχτα εγινότανε μέρα. Το θέαμα αυτό, όλα τα άτομα και των δύο φαμιλιών, ήμασταν όρθια και με φόβο θαυμάζαμε.
Έβαλαν οι προβολείς του αεροδρομίου προς το Κεφάλι και προς την Κόκα (τα πρώτα χαράκια έξω από το Διαβαϊδέ) και εσταύρωναν τις ανατολικές πλαγιές από εκεί που μπήκανε οι σαμποτέρ κομάντος, μεταξύ των οποίων και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, όπως μάθαμε αργότερα.
Τότε ακούστηκαν οι φωνές των πατεράδων μας:
– Θέσετε γρήγορα στα ρούχα και μη κινείστε όρθιοι!
Μεγάλα πολυβόλα εγάζωναν κατά διαστήματα την περιοχή. Την αυγή αφού γρήγορα θερίσαμε, φόρτωσαν μόνο το ένα γαϊδούρι και έπεσε ο κλήρος σε μένα, τον μεγαλύτερο, να μεταφέρω το κριθάρι στο αλώνι κοντά στη Λούτρα, στο Καστέλλι. Οι γονείς μας έφυγαν για την Αρμάχα, γιατί φοβήθηκαν πως θα γινότανε συλλήψεις από τους Γερμανούς.
Εγώ οδήγησα το φορτωμένο με τα στάχυα γαϊδούρι, πέρασα από τη θέση Αθάνατοι, (όπου ρέμα) κοντά στο Βιγλί και είδα το ψαλίδι που χρησιμοποίησαν οι σαμποτέρ κομάντος κι έκοψαν τα συρματοπλέγματα για να μπουν μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, να κρέμεται πάνω στα κομμένα σύρματα.
Τότε, αφού είδα ότι κανείς δε με έβλεπε, τρέχω, ξεκρεμώ και παίρνω το ψαλίδι, που το δίπλωσα (γιατί ήταν πτυσσόμενο) και το έβαλα μεσοσώμαρα στα στάχυα.
Το ψαλίδι αυτό το διατήρησα μέχρι σήμερα και είναι μια απόδειξη του ηρωισμού των σαμποτέρ και των ανδρών της Εθνικής Αντίστασης, κατά των κατακτητών Γερμανών…».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου