Από το χωριό Αμαριανό ως την παραλία Τρυπητής-Αγίου Σάββα
Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με άνδρες του στα λασιθιώτικα βουνά, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1943. Αριστερά καθήμενος διακρίνεται ο αδελφός του Καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς, πίσω από τον Καπετάν Γιάννη, ο Κυριάκος Ψαράκης-Ψαροκυριάκος, από το χωριό Αμαριανό

Στις 23 Ιουνίου 1943, τρεις ομάδες σαμποτέρ έφτασαν από τη Μάσα Ματρούχ στην παραλία Τρυπητής-Αγίου Σάββα, στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου. Η μία ομάδα με επικεφαλής τον Δανό υπολοχαγό, Άντερς Λάσσεν, θα επιχειρούσε στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου.

Η ομάδα αποτελούνταν από τον υπολοχαγό Λάσσεν, τον Καστελλιανό σμηνία-οδηγό Κίμωνα Ζωγραφάκη, τους λοχίες Τζόουνς και Νίκολσον και τον δεκανέα Γκρέιβς. Οι άλλες δύο ομάδες θα επιχειρούσαν στα αεροδρόμια Ηρακλείου και Τυμπακίου. Η επιχείρηση ονομάστηκε, από το συμμαχικό στρατηγείο, «ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ». Στο Καστέλλι, οι άντρες χωρίστηκαν και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης με τον λοχία Νίκολσον και τον δεκανέα Γκρέιβς μπήκαν στο αεροδρόμιο από τα ανατολικά και ο Λάσσεν με τον λοχία Τζόουνς επιχείρησαν μπαίνοντας από τα δυτικά.

Η είσοδος στο αεροδρόμιο έγινε τα μεσάνυχτα της Κυριακής στις 4 Ιουλίου. Μετά το σαμποτάζ, η ομάδα του Κίμωνα Ζωγραφάκη θα ακολουθούσε πορεία προς την παραλία Τρυπητής-Αγίου Σάββα, όπου με σκάφες επιφανείας θα επέστρεφαν στη βάση τους στη Μέση Ανατολή.

Η διαδρομή τους ήταν δύσκολη και γινόταν μόνο τη νύχτα. Έτσι, τα ξημερώματα της Δευτέρας 5 Ιουλίου βρέθηκαν στο Αμαριανό. Από το Αμαριανό κατευθύνθηκαν στη μάντρα του Κυριάκου Ψαράκη-Ψαροκυριάκου. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη διαδρομή μάντρα Γκιαούρηδων (γερακιανό αόρι), Έργανος, Μηλιαράδω, Φαβριανά, Άγιος Νικόλαος (ορεινού Κόφινα), έφτασαν στην παραλία της Τρυπητής τα ξημερώματα του Σαββάτου στις 10 Ιουλίου 1943.

Η Ελένη Ψαράκη-Ψαροκυριάκενα με έναν από τους γιους της, τον Στυλιανό Ψαράκη

Σε μια σπηλιά της παραλίας, ανέμενε τις ομάδες των σαμποτέρ ο γενικός αρχηγός όλης της επιχείρησης, (αεροδρόμια Ηρακλείου, Καστελλίου και Τυμπακίου), ο υπολοχαγός, Ντέιβιντ Σάδερλαντ.

Στο Αμαριανό, ο Κίμωνας έχει σκοπό να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του Ψαροκυριάκου. Το σπίτι του Ψαροκυριάκου είναι στη δυτική πλευρά του χωριού. Κάνει λάθος, όμως, και χτυπά την πόρτα του διπλανού σπιτιού. Την πόρτα του Μιχάλη και της Παρασκευής Παπαδάκη. Η ίδια η Παρασκευή ή Παρασκή Παπαδάκη, τον Μάιο του έτους 2003, αφηγείται:

«…ακούγαμε από τη μεριά του αεροδρομίου μεγάλη φασαρία και βόμβες. Εβγήκα στο παραθύρι να ξανοίξω. Μόνο λάμψεις εβλέπαμε. Εγύρισα μέσα στο σπίτι και ξαφνικά ήκουσα στη πόρτα χτύπους δυνατούς. Λέω Παναγία μου κι ήντά ’ναι τουτονέ; Δεν εκούνησα από μέσα, αλλά οι χτύποι εγινόντανε πιο δυνατοί. Αποφασίζω να πάω ν’ανοίξω. Βλέπω στη πόρτα τρεις νομάτους με στρατιωτικά ρούχα. Ξανοίγω τσι και ρωτώ ήντα θένε.

-Επαδά είναι το σπίτι του Ψαροκυριάκου; με ρωτούνε.

Όχι τόσε λέω. Αποκάτω είναι. Και παίρνω τσι και τσι πάω στου Ψαροκυριάκου και τος ήνοιξε η Ψαροκυριάκενα. Την άλλη μέρα η Ψαροκυριάκενα μού ’πε ότι ήτονε εκεινιά που κάψανε το αεροδρόμιο, ο γιος του Ξηρούχη ο Κίμωνας…».

Στο σπίτι του Ψαροκυριάκου βρίσκονται η γυναίκα του Ελένη, η κόρη του Ελευθερία και η Άννα, γυναίκα του γιου του Μανόλη. Η Ελευθερία Ψαράκη-Τζιμπιμπάκη είναι μια από τις λίγες γυναίκες που αντίκρυσαν τους σαμποτέρ και τον Μάιο του 2003 αφηγείται:

«…εκείνη τη νύχτα έφεγγε όλος ο κόσμος, ακούγαμε που εκαιγόντανε το αεροδρόμιο. Εφοβηθήκαμε, γιατί όποτε γινότανε κάτι στο αεροδρόμιο, ερχότανε εδώ οι γερμανοί και ψάχνανε.

Μια στιγμή ακούμε και χτυπά η πόρτα. Ανοίγομε και μπαίνει ένας μέσα, ντυμένα παράξενα. Έτρεχε ο ιδρώτας από τα μαλλιά του από παντού κάτω, κουτσουνάρα. Μας λέει:

-Πού ’ναι ο Κυριάκος;

Εμείς, επειδή κυνηγούσανε οι Γερμανοί τον πατέρα μου, τόνε νομίσαμε για γκεσταμπίτη και δεν του λέγαμε. Του ’παμε ότι λείπει και δεν ξέρομε αν είναι ζωντανός.

-Αφήτε τα αυτά, μας λέει. Εχθές ήμουνε μαζί με τον Κυριάκο.

Αν με πιάσουνε οι Γερμανοί εδώ θα κάψουνε όλη τη Πεδιάδα. Πέτε μου λοιπόν που ’ναι ο Ψαροκυριάκος!

Εμείς δεν του λέγαμε τίποτα. Ξαφνικά αρπάζει από κάτω ένα σταμνάκι Θραψανιώτικο που ’χαμε με νερό και το γυρίζει απάνω και άρχιξε να πίνει. Όπως έπινε, το νερό έτρεχε απάνω του και χύνουντανε χάμω. Με τα πολλά μάς λέει ότι είναι από την περιοχή μας, ντόπιος από τα μέρη μας.

Δε μας είπε ότι είναι ο Κίμωνας του Ξηρούχη και εγώ τον Κίμωνα δεν τόνε γνώριζα, δεν τον είχα δει ποτέ μου. Όταν επειστήκαμε ότι είναι δικός μας, τον παίρνομε να τον βγάλομε έξω από το χωριό, να πάει στου πατέρα μου. Όταν εφτάξαμε έξω από το σχολείο φωνάζει δυνατά:

-Γιάννη!

Πετιούνται δυο απάνω, εγώ τσι πέρασα για Γερμανούς. Εσίμωσε ο Κίμωνας και μου λέει ότι είναι Άγγλοι, δεν είναι Γερμανοί.

Επήγαμε στο αλώνι μας, δεν ήτονε ο πατέρας μου εκεί. Τους πήρα και τσι ανέβασα από τον Αφέντη Χριστό πιο πάνω. Εκεί ήτανε ένας θείος μου, Βασιλινικόλη τόνε λέγανε, αδερφός τση μάνας μου. Εσκέφτηκα να του τσι πάω να τσι ανεβάσει στη μάντρα μας. Η μάνα μου και η Άννα εμείνανε και δεν ήρθανε.

Ούτε το θείο μου βρήκα. Το βουνό από τις ανατινάξεις του αεροδρομίου έφεγγε. Τόσε δείχνω ένα λαγκάδι και τος ορμήνεψα να πάρουνε το λαγκάδι και όπου γαβγίσουνε σκυλιά, εκεί είναι η μάντρα μας. Μη φοβηθείτε μόνο να πλησιάσετε, εκεί είναι οι δικοί μας αθρώποι. Και γύρισα πίσω…».

Η Ελευθερία Ψαράκη-Τζιμπιμπάκη από το χωριό Αμαριανό. Τα ξημερώματα της 5ης Ιουλίου 1943, οδήγησε τους Κίμωνα Ζωγραφάκη, Νίκολσον και Γκρέιβς στη μάντρα του πατέρα της, Καπετάν Ψαροκυριάκου, στο Αμαριανίτικο αόρι

Ο Κίμωνας με τους δυο Βρετανούς συντρόφους του, ακολουθούν τις οδηγίες της Ελευθερίας Ψαράκη-Τζιμπιμπάκη και φτάνουν στη μάντρα του πατέρα της Ψαροκυριάκου. Εκεί, του δίδει ένα σημείωμα να το παραδώσει στον πατέρα του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη. Του λέει ποιοι είναι και ζητά βοήθεια, ώστε να καταφέρουν να πάνε με ασφάλεια από τα ορεινά στην παραλία Τρυπητή, νότια της Κρήτης.

Ο Ψαροκυριάκος φωνάζει τον γιο του Μανόλη ή Ψαρομανόλη και του λέει να οδηγήσει τους άντρες στη μάντρα των Γκιαούρηδων, που βρίσκεται στην τοποθεσία Σαρακηνό, στις γερακιανές μαδάρες. Ο Μανόλης Ψαράκης-Ψαρομανόλης, τον Ιούνιο του έτους 2003 αφηγείται:

«…οι Άγγλοι ήρθανε επαέ με τον Κίμωνα. Δυο Άγγλοι κι αυτός. Μαζί τους ήτονε και ο Μπαντουβογιάννης. Μας ειδοποιήσανε εμάς να τσι τροφοδοτήσομε. Εμείς τσι πήγαμε στην Κεφάλα απάνω από τον Ατσιπαρά.

Εκεί τσι τροφοδοτήσαμε. Εγώ ο ίδιος επήγα και τσι τροφοδότησα. Εμαγερέψανε στο σπίτι μας οι αδερφές μου και η μάνα μου και τους πήγαμε φαγητό. Από την Κεφάλα εθέλανε να πάνε στο αεροδρόμιο. Ο χωριανός μας ο Γιώργης ο Τζουανάκης ήτονε στην οργάνωση στην εφεδρεία. Αυτός εδούλευε στα έργα, στο αεροδρόμιο. Είπανε οι Άγγλοι με τον Κίμωνα ότι θέλομε ένα οδηγό να μας πάει στο αεροδρόμιο. Τους είπαμε ότι μόνο ο Γιώργης κάνει που ξέρει και το μέρος από πού να σας ε πάει.

Ο Γιώργης ο Τζουανάκης εδέχτηκε και τσι πήγε. Αλλά μετά το σαμποτάζ έπρεπε να ’ρθούνε πάλι στη Κεφάλα κι εγώ να τσι πάρω να τσι πάω στη μάντρα του πατέρα μου και από κει στο Σαρακηνό από πάνω από το Γεράκι.

Δε ξέρω πώς το κάνανε και χάσανε τσι επαφές τους με το Τζουανάκη. Μας είχανε πει ότι αν τους συλλάβουνε μέσα στο αεροδρόμιο, δεν έχομε καμιά ευθύνη. Αν πιαστούνε απ’ όξω να τους βοηθούμε εμείς, θα περνούσαμε στρατοδικείο και θα μας εκτελούσανε.

Άμα χάσανε τσι επαφές τους, εκατατοπιστήκανε φαίνεται από τον Κίμωνα και ήρθανε επαέ στο χωριό. Ήρθανε στου πατέρα μου το σπίτι.

Αντί να ’ρθούνε στου πατέρα μου το σπίτι, εκάμανε λάθος κι επήγανε από πάνω στης Παρασκής τση Παπαδάκης το σπίτι.

Εφωνάξανε και βγήκε η γυναίκα και τσ’ είδε.

Αυτοί εφωνάζανε:

-Κυριάκο! Κυριάκο!

Πορίζει η γυναίκα και τους λέει ότι δεν είναι του Κυριάκου το σπίτι μόνο είναι το από κάτω.

Επήγανε από κάτω στο δικό μας και φωνάξανε και βγήκε η μάνα μου, οι αδερφήδες μου και η γυναίκα μου, γιατί ήμουνα τότες παντρεμένος.

Τσι πήρανε ύστερα και τσι πήγανε στην εκκλησία στον Αφέντη Χριστό και τους δείξανε το λαγκάδι για τη μάντρα.

Στο μεταξύ τσι πρόλαβα εγώ στο Λισοχάρακο, μια τοποθεσία κοντά στη μάντρα.

Τους έβαλα σε ένα μέρος κρυφό και τους είπα να κάτσουνε, γιατί εγεμίσανε τα όρη την άλλη μέρα Γερμανούς. Εβγήκανε οι Γερμανοί από τα Σελλιά και πιάσανε τα όρη. Το μεσημέρι τσι τροφοδότησα και μόλις εσκοτείνιασε, τσι πήρα και επήγαμε στο Σαρακηνό, στη μάντρα των Γκιαούρηδων…».

Στη μάντρα των Γκιαούρηδων, ο Κίμωνας Ζωγραφάκης με τους δύο Βρετανούς και τον Γιάννη Μπαντουβά έμειναν όλη τη ημέρα. Είχαν φτάσει τα ξημερώματα. Τα αδέρφια Γκιαουράκης Μιχάλης, Γκιαουράκης Νικόλης και Άννα Γκιαουράκη, τους φιλοξένησαν εκείνη την ημέρα. Η Άννα Γκιαουράκη-Καβουσανάκη, τον Μάιο του 2003, αφηγείται:

«…μού ’πε ο πατέρας μου να λαλώ το κουράδι, αίγες πρόβατα κι είχαμε 200 κριγιούς και τράγους μόνο. Είχαμε 900 οζά. Εκειά που επατούσενε η μια, επηγαίνανε όλες. Ο πατέρας μου λέει:

-Λάλιε Αννάκι τα οζά να τα πας στο Σταλόπρινο, ελέγουντανε ο τόπος εκειά.

Ύστερα, ετσά που πήγαινα, εγροίκουνα το χαλιμπουργιό, ήτονε μια σωρά πρίνοι. Είπα φαντάσομαι, ήντά ναι τουτονά;

Ετσά που πέρνουνα τσι πρίνους θωρρώ τρεις αθρώπους κι ήτονε βγαρμένοι από τσι πρίνους και εξανοίγανε τα οζά.

Εγγλέζοι ήτανε με κοντά παντελόνια. Εγώ εφοβήθηκα. Ήκανα τα οζά πέρα κι ύστερα λέω:

-Άννα μη περάσεις από κεια πάλι. Επήγα από κάτω κάτω, γιατί φοβήθηκα.

Ήφταξα στη μάντρα και λέω του πατέρα μου:                                                     

-Μπρε πατέρα, εκειέ στην κάτω μερά στου Σημαδάρη απού είναι οι πρίνοι ήσανε τρεις νομάτοι και ξανοίγανε τα οζά κι ύστερα χαλιμπουρδίζανε και δε γατέχω ποιοι είναι.

-Ψόματα μου λες, είπε ο κύρης μου.

-Άμε να δεις, του λέω εγώ.

Σηκώνεται ο πατέρας μου και πάει και τσι θωρεί. Ένας εκάτεχε τα ελληνικά. Ήμαθα μετά ότι ήτανε από το Καστέλλι, ο γιος του Ξηρούχη, ο Κίμωνας.

Ο πατέρας μου τούς είπε, ποιοι είστε εσείς, ήντα γυρεύγετε επαδά; Αυτοί τόνε ρωτήξανε το κορίτσι που λάλιε το κουράδι, ήντα σου είναι και ήντα γίνηκε και δεν επέρασε από δω.

-Θυγατέρα μου είναι, είπε ο πατέρας μου.

-Να τση πεις να μη πάει να μας μολοϊσει ότι είμαστε επαδά.

-Αυτή δε λέει πράμα, είπε ο πατέρας μου. Εσάς ποιος σας ήφερε επαέ;

-Εμείς ανατινάξαμε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι και μας έφερε ο Ψαρομανόλης.

Ο πατέρας μου τούς είπε ότι αφού σας εφέρανε επαδά, να ’ρθείτε στη μάντρα μου να σφάξω κι ένα οζό να φάτε και να πιείτε. Ώστε να ’στε επαδά, να έρχεστε στη μάντρα να τρώτε.

-Και πού ξέρομε πού είναι η μάντρα; είπανε αυτοί.

Ο πατέρας μου τος είπε να του κλουθά ένα να του δείξει. Εκλούθανέ του ένας ψηλός ξανθός, όμορφος Εγγλέζος να δει που είναι η μάντρα.

Μόλις με είδε, μου χαλιμπούρδισε εδά μένα αλλά εγώ δεν εκάτεχα τη γλώσσα και δε του ’πα πράμα.

Ήβαλέ ντου ο πατέρας μου μυζήθρα, τυριά και παξιμάδια και ήφαε ο άθρωπος και ήπιε κιόλας γιατί εμείς είχαμε στη μάντρα ένα φλασκί πήλινο κι ήβανε δέκα οκάδες κρασί κι ήτονε σαφή γεμάτο. Ο πατέρας μου του ’πε να πάει και να τσι φέρει να σφάξει ένα οζό να το φάνε.

Ο πατέρας μου τσι περίμενε και είχε το οζό σφαμένο, μια αίγα. Εκάτσανε οι αθρώποι και την έψησα εγώ και τη φάγανε όλη. Ήτανε ο πατέρας μου, οι δυο Εγγλέζοι με το γιο του Ξηρούχη και οι αδερφοί μου ο Μιχάλης, ο Νικόλης κι εγώ. Ήπιανε πολύ κρασί και μετά ο αδερφός μου ο Νικόλης τος είπε:

-Στο τόπο απού είστε περνούνε καμιά φορά αθρώποι, μόνο πρέπει να φύγετε να μη τύχει και περάσει κανείς και σας ε δει.

Θα σας επάω εγώ σε ένα άλλο τόπο εδώ κοντά στη μάντρα, να μείνετε όσες μέρες θέλετε.

Επήρε τσι δα ύστερα ο Γκιαουρονικόλης και τσι πήε πάνω ψηλά σε κάτι δέτες, το μέρος κειονά το λέμε εμείς Δέτες. Εκειά ΄τονε ένας σπήλιος. Είχενε απ’ όξω κουφωτούς και στέκανε τα ραβδιά. Στο σπήλιο κειονά τσι πήε. Το βράδυ τον ειδοποιήσανε και τσι πήγε ο αδερφός μου ο Μιχάλης στην Έργανο…».

Μερικοί από τους άνδρες του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά στο λημέρι τους στη θέση «Χαμέτη» των λασιθιώτικων βουνών, τον Σεπτέμβριο του 1943. Από αριστερά καθήμενοι οι: Αντώνης Καράς, Καπετάν Μπαντουβογιάννης, Χρήστος Ζαμπετάκης και στην άκρη ο Κυριάκος Ψαράκης-Ψαροκυριάκος από το χωριό Αμαριανό. Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς διακρίνεται, στο μέσον της ομάδος, όρθιος
Στην Έργανο, οι σαμποτέρ συνάντησαν δυο νεαρούς από το χωριό Κατωφύγι. Τους μαγείρεψαν για μεσημέρι φρέσκα λαχανικά και τις απογευματινές ώρες έφτασαν εκεί ο Καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς, ο Βασίλης Κωνιός και ο πατέρας του Κίμωνα, Γιώργης Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης. Ο Ψαροκυριάκος είχε δώσει στον Ξηρούχη το σημείωμα που του παρέδωσε ο γιος του Κίμωνας και έτσι, γνωρίζοντας το δρομολόγιο διαφυγής, ο Γιώργης Ζωγραφάκης τούς βρήκε στην Έργανο.

Το σούρουπο, ο Καπετάν Μπαντουβογιάννης με τον Γιώργη Ζωγραφάκη, τον Βασίλη Κωνιό και την ομάδα των δολιοφθορέων κατηφόρισαν από την Έργανο στο χωριό Μηλιαράδω. Κατέλυσαν σε ένα αλώνι και εκεί οι πατριώτες της περιοχής που είχαν ειδοποιηθεί τούς περιέθαλψαν και τους πρόσφεραν φαγητό. Από το Μηλιαράδω ο Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης επέστρεψε στην Κασταμονίτσα, όπου έμενε η οικογένειά του τα χρόνια της κατοχής και οι υπόλοιποι κατευθύνθηκαν στο χωριό Φαβριανά.

Στο χωριό Φαβριανά ήταν το σπίτι του μεγάλου πατριώτη Βασίλη Κωνιού. Αυτό ήταν η επόμενη στάση των σαμποτέρ. Παρέμεινε μία ημέρα όταν ήρθε η είδηση πως ο Γερμανός Αιμίλιος -φόβος και τρόμος των κατοίκων της περιοχής- είχε φτάσει με πολλούς στρατιώτες και αναζητούσε στα γύρω χωριά τους σαμποτέρ.

Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, γνώριζαν ότι θα προσπαθήσουν να διαφύγουν από τα νότια παράλια, γι’ αυτό είχαν στείλει πολλές ομάδες στρατιωτών για έρευνες και ανακάλυψη των καταδιωκομένων.

Το σπίτι του Καπετάν Ψαροκυριάκου στο Αμαριανό Πεδιάδος

Ο Βασίλης Κωνιός με τον Καπετάν Μπαντουβογιάννη και τους τρεις σαμποτέρ (Κίμωνα, Νίκολσον και Γκρέιβς), κατέφυγαν σε ένα μετόχι του ορεινού Χάρακα, τον Άγιο Νικόλαο. Το μετόχι σήμερα είναι ακατοίκητο και υπάρχουν λιγοστά σπίτια. Νότια του χωριού, στις πλαγιές των Αστερουσίων, υπήρχε γερμανικό φυλάκιο.

Όταν έφτασαν οι σαμποτέρ, μια μικρή ομάδα Γερμανών μόλις έφευγε από ένα σπίτι. Στο ίδιο σπίτι κατέφυγαν και οι ίδιοι, φιλοξενήθηκαν από τους ιδιοκτήτες και ξεκουράστηκαν. Την επόμενη νύχτα, με πορεία αρκετών ωρών, κατάφεραν τελικά να φτάσουν στην παραλία της Τρυπητής και να συναντήσουν τον επικεφαλής αξιωματικό Σάδερλαντ.

Τα ξημερώματα, το ημερολόγιο έδειχνε Σάββατο, 10 Ιουλίου 1943. Είχαν περάσει από την ημέρα της αποβίβασης 19 ημέρες. Η αποστολή τους πέτυχε και εκεί, στην παραλία της Τρυπητής-Αγίου Σάββα, θα περίμεναν το πλωτό σκάφος για να τους μεταφέρει στη Μέση Ανατολή.

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου