Την Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025, τιμήθηκε στα Ανώγεια η επέτειος του Ολοκαυτώματος κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, τον Αύγουστο του 1944.
Εκείνον τον Αύγουστο που ο φασιστικός και ναζιστικός κατοχικός στρατός ισοπέδωσε, αφού πρώτα λεηλάτησε και δολοφόνησε όσους Ανωγειανούς βρέθηκαν στο χωριό, αρνούμενοι να το εγκαταλείψουν, (ηλικιωμένους, βαριά άρρωστους και ανάπηρους).
Η καταστροφή και η πυρπόληση, ήταν η τρίτη φορά στην ιστορία του χωριού. Όμως σε πείσμα των κατακτητών Τούρκων και Γερμανών, το χωριό και πάλι στήθηκε και εξακολουθεί ως σήμερα να διδάσκει πως η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό στον κώδικα των αξιών του ανθρώπινου γένους.
Συγκινητικό και τεκμηριωμένο ιστορικό λόγο γεμάτο συναισθήματα, εκφώνησε η εκπαιδευτικός Κατερίνα Δημητρίου Σπιθούρη, εγγονή του οπλαρχηγού της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων Μανόλη Σπιθούρη ή Νταμπακομανόλη.
Η συγκίνηση όμως πολλαπλασιάστηκε όταν διαπιστώσαμε πως στο τιμητικό άγημα του στρατού μεταξύ των οπλιτών, βρισκόταν και άλλος εγγονός του Νταμπακομανόλη, ο Μανόλης Μιχαήλ Σπιθούρης, καθώς και δίπλα στο ηρώον στεκόταν η αδερφή του ντυμένη κρητικοπούλα, η Φωτεινή Μιχαήλ Σπιθούρη.
Η δασκάλα Κατερίνα Σπιθούρη, απευθύνθηκε στους παρευρισκόμενους και με έναν εξαιρετικό λόγο είπε τα εξής:
«Στεκόμαστε σήμερα εδώ στην καρδιά των Ανωγείων, όχι μόνο για να τιμήσουμε την ιστορία μας, αλλά για να την φέρουμε ξανά στην μνήμη μας – ζωντανή, δυνατή, ανεξίτηλη. Τρεις φορές τούτος ο τόπος έγινε στάχτη. Τρεις φορές οι πέτρες των σπιτιών μας σωριάστηκαν κάτω, μα ποτέ η ψυχή μας. Κι αν τα Ανώγεια καίγονταν, ήταν γιατί φλόγιζαν τις καρδιές των κατακτητών με τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους.
Σταθήκαμε όρθιοι το 1822, όταν οι Οθωμανοί ισοπέδωσαν το χωριό μας για την Αντίσταση που έδειξε στην επανάσταση του 1821. Ξανασταθήκαμε όρθιοι το 1867, όταν οι φλόγες του κατακτητή προσπάθησαν για δεύτερη φορά να σβήσουν τη φωνή της λευτεριάς.
Κι όπως κάθε φορά στην ιστορία των Ανωγείων, και η τρίτη φωτιά δεν ξέσπασε μόνη της. Ήταν για άλλη μία φορά η φλόγα της Αντίστασης που άναψε πρώτα.
Η αιματοβαμμένη πορεία των Ανωγειανών ξεκινά από τη στιγμή που οι Γερμανοί προσπαθούν να καταλάβουν την Ελλάδα. Οι Ανωγειανοί στρατιώτες, επίλεκτοι του Τάγματος Κρητών στα αλβανικά σύνορα, γράφουν σελίδες δόξας πολεμώντας εναντίον των Ιταλών, τον δύσκολο χειμώνα του 1940- 1941. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου.
Ιδιαίτερα τιμητική είναι και η συμμετοχή τους στη Μάχη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, όπου πολεμώντας με αυτοθυσία στη περιοχή Λατζιμά του Ρεθύμνου και στο Ηράκλειο, καταγράφονται και οι πρώτοι Ανωγειανοί νεκροί.
Μετά την κατάληψη του νησιού, τα Ανώγεια και το Ανωγειανό αόρι αποτέλεσαν κατά γενική ομολογία στρατηγείο και επιχειρησιακό κέντρο της Αντίστασης στην Κρήτη. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία δεν ήταν.
Πέρα από τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη, βασική αιτία ήταν ότι στα Ανώγεια από πολύ νωρίς είχαν δημιουργηθεί οι πρώτοι πυρήνες Αντίστασης, υπήρχε καλή οργάνωση, αλληλεγγύη και προπαντός το φρόνημα των κατοίκων ήταν πολύ υψηλό.
Οι ένοπλες δυνάμεις που θα συσταθούν και θα στελεχωθούν από Ανωγειανούς είναι: η Ανεξάρτητη Ομάδα Ανωγείων, «ο Ψηλορείτης», με αρχηγό τον Ιωάννη Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Ε.Α.Μ. ΕΛΑΣ.
Η Αντίσταση των Ανωγειανών δεν υπήρξε απλώς έκφραση αντίθεσης στην κατοχή. Υπήρξε στάση ζωής, βαθιά ριζωμένη στην ιστορική και ηθική ταυτότητα του τόπου. Οι κάτοικοι οργανώθηκαν, συμμετείχαν σε επιχειρήσεις, παρείχαν καταφύγιο και πληροφορίες, και στήριξαν με κάθε τρόπο τον αγώνα για την ελευθερία.
Η προκήρυξη που κυκλοφορεί από την Ανεξάρτητη Ομάδα Ανωγείων στα τέλη του 1943, μεταφέροντας μηνύματα ελπίδας και πίστης πως το 1944 θα ήταν η χρονιά της ελευθερίας, κινητοποιεί τη γερμανική καταστολή και οδηγεί στη δολοφονία του αρχηγού της ομάδας, Ιωάννη Δραμουντάνη, στις 13 Φλεβάρη του 1944. Όμως, αντί να κάμψει το φρόνημα των Ανωγειανών, η δολοφονία του ενίσχυσε τη θέληση για Αντίσταση και δράση.
Οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση του Στεφανογιάννη λύνουν τον κλοιό και αποχωρούν, πανηγυρίζοντας την επιτυχία τους. Μαζί τους πήραν 11 Ανωγειανούς, τους οποίους επέλεξαν ονομαστικά και την τύχη τους δεν θα τη μάθουμε ποτέ.
Τον Στεφανογιάννη διαδέχεται στην αρχηγία ένας άλλος συνετός και γενναίος άνδρας, ο Μιχάλης Ξυλούρης ή Χριστομιχάλης, ήρωας των Βαλκανικών και του Μικρασιατικού πολέμου.
Τον Απρίλιο του 1944, με εντολή του στρατηγείου Μέσης Ανατολής, ο συνεργάτης των Γερμανών, Συμεωνίδης, συλλαμβάνεται από αντάρτες της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων στη θέση Βελόνι Κεφάλι και εκτελείται κατόπιν ανταρτοδικείου στα Πετραδολάκια.
Τον ίδιο μήνα στις 26 Απριλίου του ΄44, η απαγωγή του στρατηγού Χάινριχ Φον Κράιπε από τους Άγγλους λοχαγούς: Πάτρικ Λη Φέρμορ, και Στάνλεϋ Μος και Κρητικούς αντάρτες, ανεβάζει τον αγώνα σε νέα επίπεδα, πλήττοντας το ηθικό των κατακτητών.
Κι έπειτα ήρθαν τα γεγονότα που σφράγισαν με αίμα και δόξα το καλοκαίρι του 1944. Στις 7 Αυγούστου 1944, η Μάχη στο Σφακάκι -στην τοποθεσία Ποριά- καταγράφεται ως κορυφαία αντιστασιακή πράξη.
Με πρωτοβουλία του εφεδρικού ΕΛΑΣ Ανωγείων, το κεραυνοβόλο σχέδιο του Μανώλη Μανουρά Σμαϊλομανώλη και τη στήριξη των αντρών του ΕΛΑΣ, η φωτιά της Αντίστασης ανάβει ξανά, αιφνιδιάζοντας τη φρουρά των κατακτητών. Τα γυναικόπαιδα απελευθερώνονται και οι Γερμανοϊταλοί αιχμαλωτίζονται, ανακρίνονται και εκτελούνται.
Την επόμενη κιόλας μέρα, στις 8 Αυγούστου, στη θέση Δαμαστό, έγινε ένα από τα πιο ηχηρά σαμποτάζ της Κρητικής Αντίστασης. Έξι αντάρτες της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων μαζί με έξι Ρώσους υπό τον Βρετανό Αξιωματικό Ειδικών Αποστολών Στάνλεϋ Μος και τους 3 συνεργάτες του, στήνουν ενέδρα σε γερμανική αυτοκινητοπομπή, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες.
40 περίπου Γερμανοί πέφτουν νεκροί. Από την μεριά των ανταρτών, ένας Ρώσος λοχαγός σκοτώνεται. Ο Κωνσταντίνος Κεφαλογιάννης ή Κουντόκωστας τραυματίζεται ελαφρά, ενώ βαρύτατο τραύμα δέχεται ο Μανόλης Σπιθούρης ή Νταμπακομανόλης, ο παππούς μου. Παρά όμως τον σοβαρό τραυματισμό του, επιζεί – σύμβολο και αυτός μιας Αντίστασης που δεν ήξερε να πεθαίνει.
Η απάντηση ήταν τρομακτική. Στις 13 Αυγούστου 1944, ο στρατηγός Φρίντριχ Μίλερ εκδίδει την περιβόητη διαταγή για την ισοπέδωση των Ανωγείων:
“Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπίας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ’ αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου”.
Και κάπου εδώ, ακούγοντας τα λόγια της διαταγής -ωμά, αδυσώπητα, φρικτά- επιτρέψτε μου να σταθώ.
Αν η καταδίκη των Ανωγείων ήταν η Αντίσταση,
αν το “έγκλημα” ήταν η φιλοξενία των ανταρτών, η συμμετοχή στα σαμποτάζ, η βοήθεια στην απαγωγή του Κράιπε,
αν η αιτία της ισοπέδωσης ήταν η αλύγιστη ψυχή μας,
τότε ναι.
Είμαστε ένοχοι.
Ένοχοι αξιοπρέπειας.
Ένοχοι ελευθερίας.
Ένοχοι πατριωτισμού.
Γιατί αυτός ο τόπος δεν τιμωρήθηκε για κάποιο αμάρτημα. Τιμωρήθηκε για την πίστη του στην Ελευθερία.
Και η τιμωρία αυτή ήρθε σκληρή, μια αυγή του Αυγούστου του 1944. Τα ξημερώματα εκείνης της μέρας, τα Ανώγεια βρέθηκαν περικυκλωμένα από εκατοντάδες Γερμανούς οι οποίοι άρχισαν να ανατινάζουν ένα – ένα τα εννιακόσια σαράντα (940) σπίτια του χωριού.
Οι Ανωγειανοί που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους -κυρίως ηλικιωμένοι και ανήμποροι- εκτελέστηκαν μέσα σε αυτά.
Το καταστροφικό έργο τους θα διαρκέσει είκοσι τρεις (23) ημέρες, γεγονός που δείχνει το λυσσαλέο μίσος που είχαν οι Γερμανοί για τα Ανώγεια. Δυόμιση χιλιάδες (2.500) γυναικόπαιδα παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς δίνοντας ταυτόχρονα και μια υπόσχεση, ότι θα γυρίσουν πίσω να ξαναζωντανέψουν το χωριό, όπως άλλωστε έκαναν και στα δύο προηγούμενα ολοκαυτώματα.
Η τελευταία πράξη του δράματος γράφεται στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, με τους Γερμανούς να επιστρέφουν και να επιτίθενται στο λημέρι της αντάρτικης ομάδας στη Μύθια, λίγες μέρες πριν την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού.
Στην μάχη που ακολούθησε στον Αγγουρόλακκο, οι Ανωγειανοί αντάρτες, με επικεφαλή τον λοχαγό Γεώργιο Κάββο, τους απέκρουσαν και τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή με αρκετές απώλειες. Μία τελευταία λάμψη Αντίστασης, λίγο πριν οι φλόγες καταπιούν το χωριό.
Και μέσα από τις στάχτες και τα χαλάσματα, μέσα απ’ τις φλόγες που κατάκαψαν σπίτια και ζωές, υψώνεται μια μορφή που φωτίζει όσο κανένα καντήλι:
Η Ανωγειανή γυναίκα.
Η μάνα, η αδελφή, η γιαγιά. Που έκρυψε τον τρόμο σε δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. Που έθαψε αγαπημένους, αλλά ποτέ την υπερηφάνεια της.
Που φόρεσε τα μαύρα και δεν τα έβγαλε ποτέ.
Που σήκωσε το σπίτι χωρίς στέγη, που φώτισε με τη σιωπή της εκεί που δεν υπήρχαν λόγια, που έσπειρε ζωή εκεί που όλα έμοιαζαν χαμένα, που κράτησε το βλέμμα της όρθιο κι ας ήταν η καρδιά της γονατισμένη.
Οι μαυροντυμένες γυναίκες με τα τσεμπέρια δεν ήταν απλώς χήρες. Ήταν οι στυλοβάτες. Η δύναμη. Το θεμέλιο. Ήταν η κρυφή προσευχή, η αλύγιστη θέληση, εκείνη που έσφιγγε το χέρι του παιδιού για να το σηκώσει ξανά. Ήταν το βλέμμα που έλεγε “προχώρα”, ακόμα κι αν το δικό της είχε χαθεί μέσα στο πένθος. Ήταν το σιωπηλό τραγούδι της ζωής που, πεισματικά, δεν σταμάτησε ποτέ να ακούγεται.
Γιατί τούτος ο τόπος δεν στηρίχθηκε μόνο στην γενναιότητα των αντρών, αλλά και στην ατσάλινη δύναμη της γυναίκας των Ανωγείων.
Κι έτσι, μέσα απ’ την Ιστορία, το αίμα, τη φωτιά και τη σιωπή, κοιτάμε σήμερα τη νέα γενιά. Σε εμάς, τους νέους των Ανωγείων που μπορεί να μη ζήσαμε τέτοιες ιστορίες αλλά μεγαλώσαμε μέσα σ’ αυτές. Στα σπίτια μας που κρατούν ακόμα τη μυρωδιά της στάχτης, στα λόγια των παλιών που μας είπαν, όχι για να μας φοβίσουν, αλλά για να μας διδάξουν τι σημαίνει να στέκεσαι όρθιος.
Δε μας ζητά κανείς να κουβαλήσουμε πέτρες. Όμως το ίδιο το παρελθόν, ο ίσκιος των ανθρώπων που έφυγαν, το αίμα που χύθηκε σ’ αυτή τη γη, απαιτεί να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη. Να ποτίσουμε τις ρίζες αυτού του τόπου με αλήθεια, ευθύνη και αξιοπρέπεια.
Γιατί η ελευθερία δεν είναι κληρονομιά, είναι απόφαση.
Απόφαση που κάθε γενιά καλείται να πάρει ξανά και ξανά.
Σήμερα που τα πολεμικά μέτωπα ξεσπούν δίπλα μας και λαοί αφανίζονται επειδή διεκδικούν το δικαίωμα να υπάρξουν, ας ταχθούμε με τον άνθρωπο που πλήττεται, που υποφέρει που ξεριζώνεται.
Προσωπικά, είμαι βαθιά περήφανη για την καταγωγή μου. Κι η υπερηφάνεια γι’ αυτόν τον τόπο δεν είναι κάτι που διαβάζεται ή δηλώνεται σε ένα χαρτί. Είναι κάτι που κουβαλιέται. Μέσα από τον τρόπο που στεκόμαστε, που μιλούμε, που θυμόμαστε.
Γιατί τα Ανώγεια δεν έμαθαν να λυγίζουν.
Σας κοιτώ, λοιπόν, και αντικρίζω το ίδιο βλέμμα. Το ίδιο αίσθημα.
Η σπουδαία Σιμόν Βέιλ αναφέρει πως:
“Το να θυμάσαι είναι επανάσταση. Και η επανάσταση δεν τελειώνει ποτέ”.
Η μνήμη, επομένως, είναι το δικό μας όπλο.
Η αξιοπρέπεια το δικό μας λάβαρο.
Κι η αγάπη για τον τόπο μας, η σιωπηλή μας υπόσχεση».
Η καταστροφή των Ανωγείων
Λουλούδια μην ανθίζετε, πουλιά μην κελαηδείτε,
τ’ Ανώγεια μας εκάψανε και να τα λυπηθείτε.
Μιαν Κυριακή την ταχινή, ώρα που λειτουργούσι,
μπήκαν στ’ Ανώγεια οι Γερμανοί τσ’ Αντάρτες και ζητούσι.
Αντάρτες σα δε βρήκανε και κάνανε το κόμμα,
γέρους και γυναικόπαιδα κάτω τα κάμαν όλα.
Αύγουστε γερμανόφιλε, φονιά και κεσταμπίτη
και μαύρη ζώνη έβαλες, στη σκλαβωμένη Κρήτη.
Μαύρα φορούνε τα βουνά κι ο γέρο Ψηλορείτης,
πενθούν τ’ Ανώγεια το χωριό, τους ήρωες της Κρήτης.
Ω! Παναγιά μου Ανωγειανή, που’ σουν αυτή την ώρα,
όταν εβάζαν τη φωθιά στα ξακουσμέν’ Ανώγεια;
Ανώγεια μ’ ορεινό χωριό κι εκάψασι σ’ οι σκύλοι
και βάλασί σου τα πυρά και γίνηκες γιανγκίνι.
Τα μέγαρά σου ερίξανε και την τροφή σου πήραν,
τα ρούχα σου τα πλουμιστά στη Γερμανία πήγαν.
Ανώγεια μου τα πλούτη σου και τα οζά τα τόσα,
οι Γερμανοί τα πήρανε, χωρίς να δώσουν γρόσα.
Δέκα χιλιάδες Γερμανοί, χωρίς τσι κεσταμπίτες
σε γδύναν και σε καίγανε τις μέρες και τις νύχτες.
Πρώτα χαλάσαν το σκολειό και κάψαν τα θρανία
και τα παιδιά σ’ επήγανε εις τα οικοτροφεία.
Και κλαί’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
κι έχει λαχτάρα να το ιδεί κι έχει η καρδιά της λάβρα.
Έχουνε περιποίηση σπουδαία τα καημένα,
μα έχουν περιόριση κι είν’ όλα χλομιασμένα.
Θερμά συγχαρητήρια δίνω στους αρχηγούς μας,
που φρόντισαν για τα παιδιά τ’ άστεγα του χωριού μας.
Αίγυπτο και Αμερική μαζί με την Αγγλία,
έφεραν δώρα πλούσια σ’ αυτή τη δυστυχία.
Κι έχομ’ ελπίδες εις αυτούς να χτίσουν το χωριό μας
και να το ξαναφτιάξουνε σαν πρώτα το σκολειό μας.
Ήρθαν τσ’ Αιγύπτου τα πουλιά, για να παραθερίσουν,
στ’ Ανώγεια δεν εβρήκανε τοίχους φωλιά να χτίσουν.
Προτού να το χαλάσουνε οι σκύλοι το χωριό μας,
ήρθαν και εκτελέσανε πρώτα τον αρχηγό μας.
Πρώτ’ εκτελέσαν το Σκουλά και τε τον Δραμουντάνη
κι ύστερα κάψαν το χωριό και γίνηκε αθάλη.
Που θέλα πάνε στη Λιβή τα δίκια να μιλήσουν
και το πυροπαθή χωριό θέλα υποστηρίξουν.
Έχουνε θύματα πολλά τ’ Ανώγεια τα καημένα,
εις τα βιβλία της αντρειάς τα ‘χουνε περασμένα.
Για την πατρίδα πέσανε για τον ηρωισμό τους,
του Κράιπε η απαγωγή το ‘καψε το χωριό τους.
Έκαψ’ ο Σήφης το χωριό που το ‘χε καύχημάν του,
όμως δε ζούσε να το ιδεί και να χαρ’ η καρδιάν του.
Γιατί τον ετυλίξανε τ’ Ανωγειανά ανταρτάκια
και τον εγριμοσκίσανε σαν τ’ άγρια γεράκια.
Κι αζωντανό τον πήγανε στ’ ανωγειανό λημέρι
κι ανάκριση του πήρανε όλ’ οι καπεταναίοι.
Αφού δεν εμολόγησε ι το γουρούνι πράμα
στον τάφκο τον εβάλανε μ’ όλην του την ομάδα.
………………………………………….
Τότε νερό της λησμονιάς να πιούμε με το γάλα.
και να ξελησμονήσομε τα πάθη τα μεγάλα.
Να’ ρθει στον κόσμο λευτεριά, να’ ρθει στην Κρήτη ειρήνη
κι ίσως να την ξεχάσομε την ψυχική οδύνη.
Τα βάσανα των Ανωγειώ όποιος θα τα συντάξει
εις το πανεπιστήμιο πρέπει να πα σπουδάξει.
Κι εγώ’ μαι μιαν αγράμματη, γυναίκα παιδιωμένη
κι αν έχω λάθη, αδέρφια μου, να’ μαι συμπαθιασμένη.
(Ειρήνη Αναγνωστάκη, από το βιβλίο του Γεωργίου Σμπώκου “Ανώγεια η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους”, σελ. 273-274)
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου