Συμπληρώνονται σήμερα 83 χρόνια από την ανατίναξη του αεροδρομίου του Ηρακλείου από επίλεκτη ομάδα καταδρομών των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Η Κρήτη βρισκόταν υπό τη μέγγενη του ναζιστικού ζυγού ήδη από την 1η Ιουνίου 1941 και στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στα σκληροτράχηλα Afrika Korps του Στρατάρχη Ρόμελ και τις Συμμαχικές Δυνάμεις, με αντικειμενικό σκοπό τον έλεγχο του Δέλτα του Νείλου και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Βορείου Αφρικής.
Έτσι, στο πλαίσιο της επιχείρησης με την κωδική ονομασία Albumen – ελληνιστί «το ασπράδι του αυγού», η αλβουμίνη – που συνιστούσε τον τροφοδότη του «κρόκου», δηλαδή της Κρήτης και των υπό γερμανικό έλεγχο αεροδρομίων της για τον στρατάρχη Ρόμελ – αποφασίστηκε από το Γενικό Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής μια σειρά καταδρομικών επιχειρήσεων εναντίον αεροπορικών βάσεων των δυνάμεων της Λουφτβάφε και του Άξονα τόσο στην κατεχόμενη Κρήτη, όσο και στη Λιβύη.
Άμεσος στόχος ήταν αφενός η παρεμπόδιση της παροχής υλικοτεχνικής υποστήριξης στις δυνάμεις του Ρόμελ και αφετέρου ο περιορισμός των επιθέσεων της γερμανικής αεροπορίας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκαν τέσσερις επίλεκτες ομάδες καταδρομέων για τα τέσσερα αεροδρόμια της Κρήτης: Ηρακλείου, Καστελλίου, Τυμπακίου και Μάλεμε. Το πρώτο ανατέθηκε στην Ειδική Αεροπορική Υπηρεσία (SAS) και τα υπόλοιπα στην Ειδική Μοίρα Σκαφών (SBS). Επρόκειτο για τις πρώτες από μια σειρά δολιοφθορών στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Η ομάδα της SAS έφτασε στην Κρήτη τη νύχτα της 10ης Ιουνίου 1942 με το ελληνικό υποβρύχιο Τρίτων Υ5 και αποβιβάστηκε στον κόλπο των Μαλίων την αυγή της 11ης Ιουνίου με τρία φουσκωτά. Η εξαμελής ομάδα αποτελούνταν από τον ταγματάρχη Ζορζ Μπερζέ, τον υπολοχαγό λόρδο Τζωρτζ Τζέλικο, τους Γάλλους αλεξιπτωτιστές Ζακ Μουό, Πιερ Λεοστίκ, Ζακ Σιμπάρ και τον υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Κωστή Πετράκη.
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τελικώς τη νύχτα της 13ης προς 14η Ιουνίου 1942. Οι καταδρομείς εισέβαλαν στο αεροδρόμιο από την ανατολική πλευρά, χωρίστηκαν σε δυάδες και τοποθέτησαν εκρηκτικά σε βομβαρδιστικά Ju88, με υποστήριξη από ταυτόχρονο βομβαρδισμό της RAF. Καταστράφηκαν 17 βομβαρδιστικά.
Κατά την υποχώρηση, η ομάδα προδόθηκε στο χωριό Βασιλικά Ανώγεια και συγκρούστηκε με μονάδα Γερμανών και της Ελληνικής Χωροφυλακής. Ο Πιερ Λεοστίκ σκοτώθηκε, οι Μπερζέ, Μουό και Σιμπάρ συνελήφθησαν. Ο Τζέλικο και ο Πετράκης διέφυγαν. Οι Μουό και Σιμπάρ δραπέτευσαν αργότερα από στρατόπεδο του Βερολίνου, ενώ ο Μπερζέ έμεινε αιχμάλωτος έως το τέλος του πολέμου.
Στις 23 Ιουνίου 1942, οι σαμποτέρ μαζί με άλλους αντιστασιακούς και άμαχους διέφυγαν μέσω της παραλίας του Κρότου προς τη Μέση Ανατολή.
Την επόμενη της ανατίναξης, στις 14 Ιουνίου, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 50 Ηρακλειώτες στο μετόχι Βαγιάς Γαζίου, ως αντίποινα. Προηγήθηκαν άλλες 12 εκτελέσεις στις 3 Ιουνίου, μεταξύ αυτών και του Δημάρχου Ηρακλείου Μηνά Γεωργιάδη και των αδελφών του. Έτσι συμπληρώθηκε ο αριθμός των 62 Μαρτύρων.
Η ανατίναξη του αεροδρομίου του Ηρακλείου, μαζί με εκείνη του Καστελλίου, τόνωσε το ηθικό των Κρητικών. Όπως απάντησε ο Πετράκης στη μητέρα του στο Απεσωκάρι: οι σαμποτέρ ήταν «η εμπροσθοφυλακή» της λευτεριάς.
Ήταν από τις πρώτες πράξεις δολιοφθοράς στην κατεχόμενη Ευρώπη, αποδυναμώνοντας τις επιχειρήσεις του Άξονα, αφαιρώντας κρίσιμους πόρους, και αλλάζοντας το τοπίο του πολέμου – μετατρέποντας τις κατεχόμενες περιοχές σε ζώνες διαρκούς αντίστασης και ανασφάλειας για τους κατακτητές. Η Κρήτη πρωτοστάτησε, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αυτό που οι ναζί ονόμαζαν «ολοκληρωτικό πόλεμο», που τώρα επέστρεφε ως ασύμμετρη απειλή.
Οι σαμποτάζ απαιτούσαν συνεργασία με τον τοπικό πληθυσμό και οργανωμένα δίκτυα αντίστασης – και η Κρήτη διέθετε και τα δύο. Το τίμημα ήταν βαρύ, αλλά ο αντίκτυπος τεράστιος.
Με αφετηρία το σαμποτάζ του Ηρακλείου, η ναζιστική μηχανή άρχισε να ηττάται και από τους λαούς που καταπίεζε.
Όπως θα έλεγε και ο Τσώρτσιλ, το σαμποτάζ του αεροδρομίου του Ηρακλείου «δεν ήταν το τέλος, δεν ήταν ούτε καν η αρχή, ήταν όμως η αρχή του τέλους» για τη Γερμανική Κατοχή στην Κρήτη.
Και αν η πράξη έμοιαζε παράτολμη, ήταν απλώς η επιβεβαίωση του πνεύματος του Κρητικού λαού:
«Για μας ζωή και θάνατος ηπορπατούν ομάδι
και ετσά πατωλαλούμενε και ας γίνη η Κρήτη Αρκάδι.
Ήτο τση Κρήτης ριζικό τον Χάρο να παλέψει
και το κεφαλομάντηλο το μαύρο να φορέσει.
Μα ελάτε παλικάρια μου επά να φιληθούμε,
τη νίκη και τη λευτεριά εδά να τη χαρούμε».
Και όπως παραδέχθηκαν οι ίδιοι οι Γερμανοί αξιωματικοί:
«Στην Κρήτη μόνο οι πέτρες δε σηκώνονταν μονάχες τους να μας χτυπούν. Κάθε άλλο έμψυχο μας πολεμούσε ως την ύστατη στιγμή του».
Ζήτω η Κρήτη. Ζήτω η Ελλάδα.