Το σύμπτωμα που μπορεί να διαρκέσει για χρόνια μετά τον κορωνοϊό

Όσοι υποψιάζονται ότι η όσφρησή τους έχει μειωθεί μετά από τη νόσηση από κορωνοϊό, πιθανότατα έχουν δίκιο, σύμφωνα με νέα μελέτη που βασίστηκε σε αντικειμενικό τεστ 40 οσμών. Ακόμη και όσοι δεν παρατηρούν κάποια δυσκολία, μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν βλάβη, χωρίς να το αντιλαμβάνονται.

Με επικεφαλής την πρωτοβουλία RECOVER των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ και με τη στήριξη του Clinical Science Core του NYU Langone Health, ερευνητές από τις ΗΠΑ εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στον κορωνοϊό που προκαλεί την COVID-19 και την υποσμία (τη μειωμένη ικανότητα όσφρησης).

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 80% των συμμετεχόντων που ανέφεραν αλλαγή στην όσφρηση μετά τη λοίμωξη είχε χαμηλή επίδοση σε κλινικό τεστ ανίχνευσης οσμών, που έγινε περίπου δύο χρόνια αργότερα. Από αυτούς, το 23% είχε σοβαρή βλάβη ή πλήρη απώλεια της όσφρησης.

Επιπλέον, το 66% των συμμετεχόντων που είχαν νοσήσει αλλά δεν αντιλήφθηκαν πρόβλημα, εμφάνισαν επίσης μη φυσιολογικά χαμηλά σκορ στην εξέταση, σύμφωνα με τους ερευνητές.

«Τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν ότι όσοι έχουν περάσει COVID-19 κινδυνεύουν ιδιαίτερα από εξασθένιση της όσφρησης, ένα πρόβλημα που παραμένει υποτιμημένο στον γενικό πληθυσμό», δήλωσε η Leora Horwitz, MD, εκ των συγγραφέων της μελέτης.

Η Horwitz, καθηγήτρια στα Τμήματα Πληθυσμιακής Υγείας και Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής Grossman του NYU, πρόσθεσε ότι το 60% των μη μολυσμένων συμμετεχόντων που επίσης δεν ανέφεραν πρόβλημα, είχε χαμηλές επιδόσεις στην κλινική εξέταση.

Η υποσμία συνδέεται με απώλεια βάρους, χαμηλότερη ποιότητα ζωής και κατάθλιψη. Όσοι έχουν μειωμένη όσφρηση δυσκολεύονται επίσης να εντοπίσουν κινδύνους όπως χαλασμένα τρόφιμα, διαρροές αερίου ή καπνό. Επιπλέον, οι ειδικοί θεωρούν τη διαταραχή της όσφρησης πρώιμο σύμπτωμα νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως η νόσος Πάρκινσον και η νόσος Αλτσχάιμερ, που επηρεάζουν τις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τις οσμές.

Αν και στο παρελθόν έχει συνδεθεί η υποσμία με την COVID-19, οι περισσότερες μελέτες βασίστηκαν στις προσωπικές εκτιμήσεις των ασθενών. Όμως αυτές δεν είναι πάντα αξιόπιστες και δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια τη σοβαρότητα και τη διάρκεια του προβλήματος, τόνισε η Horwitz.

Η νέα μελέτη, που περιέλαβε 3.535 άνδρες και γυναίκες και δημοσιεύτηκε στις 25 Σεπτεμβρίου στο περιοδικό JAMA Network Open, είναι η μεγαλύτερη που έχει εξετάσει μέχρι σήμερα την απώλεια όσφρησης μετά τον κορωνοϊό με επίσημο τεστ.

Για την έρευνα, η ομάδα αξιολόγησε χιλιάδες Αμερικανούς που συμμετείχαν στη μελέτη RECOVER για ενήλικες, μια πολυκεντρική έρευνα που διερευνά τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της λοίμωξης από κορονοϊό. Όσοι είχαν και όσοι δεν είχαν ιστορικό νόσησης από COVID-19 απαντούσαν σε ερωτηματολόγια για τα συμπτώματά τους κάθε 90 ημέρες από τον Οκτώβριο του 2021 μέχρι τον Ιούνιο του 2025.

Για τη μέτρηση της όσφρησης χρησιμοποιήθηκε το University of Pennsylvania Smell Identification Test (UPSIT), ένα εργαλείο που θεωρείται το «χρυσό πρότυπο». Στη δοκιμασία τύπου «scratch-and-sniff», οι συμμετέχοντες έπρεπε να αναγνωρίσουν 40 οσμές επιλέγοντας τη σωστή απάντηση πολλαπλής επιλογής. Κάθε σωστή απάντηση έδινε έναν βαθμό και το συνολικό σκορ συγκρίθηκε με βάση δεδομένων που περιλάμβανε χιλιάδες υγιείς εθελοντές ίδιου φύλου και ηλικίας. Με βάση τα αποτελέσματα, η όσφρηση χαρακτηριζόταν φυσιολογική, ήπια μειωμένη, μέτρια μειωμένη, σοβαρά μειωμένη ή απολεσθείσα.

«Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι οι γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν την απώλεια όσφρησης ως μέρος της τυπικής φροντίδας μετά τον κορωνοϊό», δήλωσε η Horwitz. «Ακόμη κι αν οι ασθενείς δεν το αντιλαμβάνονται άμεσα, η εξασθενημένη όσφρηση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ψυχική και σωματική τους υγεία».

Οι ειδικοί αναζητούν τώρα τρόπους αποκατάστασης της όσφρησης μετά την COVID-19, όπως η χορήγηση βιταμίνης Α και η οσφρητική εκπαίδευση για «επανασύνδεση» της εγκεφαλικής απόκρισης στις οσμές. Μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο κορονοϊός επηρεάζει τα αισθητηριακά και γνωστικά συστήματα του εγκεφάλου μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των θεραπειών, πρόσθεσε η καθηγήτρια.

Η επιστήμονας προειδοποίησε ότι η ομάδα δεν εξέτασε άμεσα την απώλεια της γεύσης, που συχνά συνοδεύει τα προβλήματα όσφρησης. Επίσης, είναι πιθανό κάποιοι μη μολυσμένοι συμμετέχοντες να είχαν καταγραφεί λανθασμένα, λόγω της έλλειψης καθολικών τεστ για τον ιό. Αυτό μπορεί να εξηγεί το απροσδόκητα υψηλό ποσοστό υποσμίας σε άτομα χωρίς γνωστό ιστορικό COVID-19, σύμφωνα με την ίδια.