Όσο και αν προσπαθεί το Υπουργείο Υγείας να ωραιοποιήσει την κατάσταση στο ΕΣΥ, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν την πραγματική εικόνα των νοσοκομείων και την αδυναμία του κόσμου να βρει ραντεβού για να εξεταστεί από γιατρό.
Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, που δέχεται κόσμο από όλη την Κρήτη, στα μισά τακτικά ιατρεία δεν υπάρχουν διαθέσιμα ραντεβού και στα λίγα που υπάρχουν, πάνε μήνες μετά.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία δείχνουν ότι από τα 83 ιατρεία, τα 40 έχουν «φρακάρει» από κόσμο.
Μεταξύ άλλων, ραντεβού δεν υπάρχουν για το Αγγειοχειρουργικό, το Γαστρεντερολογικό, το Δερματολογικό.
Ακόμη, το Ενδροκρινολογικό, το Θωρακοχειρουργικό, το Νευρολογικό, το Ορθοπεδικό, το Πνευμονολογικό, το Ρευματολογικό, το ΩΡΛ, το Ψυχιατρικό και πολλά άλλα.
«Η ζήτηση υπηρεσιών υγείας στο νοσοκομείο είναι εκρηκτική», είπε στην εφημερίδα «Πατρίς» ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του νοσοκομείου, Δημήτρης Βρύσαλης.
Ο ίδιος σημείωσε ότι η τεράστια ζήτηση οφείλεται μεταξύ άλλων και στην ανύπαρκτη πρωτοβάθμια Υγεία, αλλά και στο γεγονός ότι ασθενείς από όλο το νησί και το νότιο Αιγαίο απευθύνονται στο Πανεπιστημιακό, αφού τα περισσότερα νοσοκομεία λειτουργούν με σοβαρές ελλείψεις σε πολλές ειδικότητες.
Από την τσέπη των πολιτών
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα -και το 2025- εξακολουθεί να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικών πληρωμών υγείας στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σχεδόν ένα στα δέκα νοικοκυριά αντιμετωπίζει «ασήκωτα» έξοδα υγείας, δηλαδή δαπάνες που απειλούν τη σταθερότητα του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Για κάθε 100 ευρώ που δαπανώνται συνολικά για υπηρεσίες Υγείας, τα 34 ευρώ προέρχονται απευθείας από την τσέπη των πολιτών, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται γύρω στο 15%.
Η επιβάρυνση δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών έχει τριπλάσια πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπο με τέτοια δαπάνη, σε σχέση με το πλουσιότερο 20%. Οι πληρωμές για φάρμακα, διαγνωστικές εξετάσεις και βασικές εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες αποτελούν τον κύριο λόγο, για τον οποίο η καθολικότητα του συστήματος Υγείας δοκιμάζεται στην πράξη, παρά τη θεσμική του κατοχύρωση.
Παρά το γεγονός ότι οι συνολικές δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά 5%-6% την περίοδο 2024-2025, η άνοδος αυτή προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ιδιωτικό τομέα. Οι δημόσιες δαπάνες παραμένουν σταθερά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 7%, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερες υπηρεσίες, από την πρωτοβάθμια φροντίδα έως τη νοσηλεία, να χρηματοδοτούνται άμεσα από τους πολίτες.
Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των νοικοκυριών στη δαπάνη υγείας.
Με τον υψηλότερο δείκτη ανισότητας στην Ευρώπη στις ανεκπλήρωτες ανάγκες ψυχικής φροντίδας
Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, όπως αναφέρει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, μια ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση, όπως είναι η πρόσβαση στη ψυχική υγεία, παραμένει λιγότερο ορατή. Η European Psychiatric Association καταγράφει ότι η Ελλάδα εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη ανισότητας στην Ευρώπη στις ανεκπλήρωτες ανάγκες ψυχικής φροντίδας. Ο λόγος ανάμεσα σε χαμηλά και υψηλά εισοδήματα φτάνει το 23,8, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 6,2.
Το 38% των πολιτών με χαμηλό εισόδημα δηλώνει ότι δεν μπορεί να καλύψει το κόστος ψυχικής φροντίδας, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε. Παράλληλα, ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι οι ψυχικές διαταραχές έχουν οικονομικό αποτύπωμα στο ΑΕΠ έως και 4% ετησίως, εξαιτίας της χαμένης παραγωγικότητας και των αυξημένων δαπανών.
Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος αυτού του κόστους δεν εμφανίζεται σε δημοσιονομικούς πίνακες, αλλά επιβαρύνει άμεσα τα νοικοκυριά.
Οι γεωγραφικές ανισότητες εντείνουν την ανισορροπία. Η πρόσβαση σε γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας και σε οργανωμένες δομές Ψυχικής Υγείας διαφέρει αισθητά ανά περιφέρεια, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού να βασίζεται αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα.
Ο τελευταίος καλύπτει πλέον πάνω από το 60% των εξωνοσοκομειακών δαπανών, διαμορφώνοντας μια παράλληλη πραγματικότητα. Από τη μία ταχύτερη και ποιοτικότερη φροντίδα, για όσους έχουν οικονομική δυνατότητα και από την άλλη αναμονή και περιορισμένη πρόσβαση, για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν.
