SOS για την αύξηση περιπτώσεων σοβαρής παιδικής παχυσαρκίας παγκοσμίως

Το υπερβάλλον βάρος στα παιδιά έχει εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία, με τα στοιχεία να δείχνουν μια διαρκώς ανοδική τάση. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, τα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας έχουν τετραπλασιαστεί από το 1990 έως το 2022, μεταφέροντας μαζί τους και μια σημαντική αύξηση των σχετιζόμενων προβλημάτων υγείας, πολλών εκ των οποίων επηρεάζουν την υγεία και στην ενήλικη ζωή.

Η παιδική παχυσαρκία, όπως ορίζεται σήμερα, διαγιγνώσκεται όταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ενός παιδιού υπερβαίνει το 95ο εκατοστημόριο συγκριτικά με παιδιά ίδιου φύλου και ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι έχει υψηλότερο ΔΜΣ από το 95% των συνομηλίκων του.

Σήμερα, ταξινομείται σε τρεις κατηγορίες:

  • Κατηγορία 1: στο κατώφλι ή πάνω από το 95ο εκατοστημόριο.
  • Κατηγορία 2: από 120% έως 140% του 95ου.
  • Κατηγορία 3: στο 140% ή περισσότερο του 95ου εκατοστημορίου (σοβαρή παχυσαρκία).

Αυτός ο τρόπος προσδιορισμού διαφέρει από την ταξινόμηση των ενηλίκων, όπου χρησιμοποιείται ένας σταθερός ΔΜΣ ≥30.

Ωστόσο, νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, η οποία δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, προτείνει τη δημιουργία δύο νέων κατηγοριών – Κατηγορία 4 (ΔΜΣ 160–180% του 95ου εκατοστημορίου) και Κατηγορία 5 (ΔΜΣ άνω του 180%). Οι ερευνητές τονίζουν ότι αυτές οι «εξαιρετικά σοβαρές» μορφές παχυσαρκίας συνδέονται με σημαντικά αυξημένους κινδύνους για την υγεία, που δεν αποτυπώνονται επαρκώς στα υπάρχοντα όρια.

Ραγδαία αύξηση στους εφήβους

Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από 25.847 παιδιά και εφήβους, τα οποία συλλέχθηκαν στο πλαίσιο της Εθνικής Έρευνας για την Υγεία και τη Διατροφή των ΗΠΑ (NHANES) κατά την περίοδο 2008–2023. Τα ευρήματα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά: Η εξαιρετικά σοβαρή παχυσαρκία (κατηγορίες 4 και 5) αυξήθηκε κατά 253% μέσα σε 15 χρόνια. Αν και οι υπόλοιπες κατηγορίες παχυσαρκίας επίσης παρουσίασαν αύξηση, η πιο απότομη αύξηση εντοπίστηκε στους εφήβους ηλικίας 16–18 ετών.

Από τα σημαντικότερα ευρήματα της μελέτης ήταν το γεγονός ότι το 100% των παιδιών στις κατηγορίες 4 και 5 εμφάνιζαν αντίσταση στην ινσουλίνη, έναν σημαντικό προάγγελο μεταβολικών διαταραχών και διαβήτη τύπου 2. Αντίστοιχα, το ποσοστό ήταν 81% στις κατηγορίες 1–3 και μόλις 27% στα παιδιά με φυσιολογικό βάρος. Σε όλα τα επίπεδα, τα ποσοστά εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων ήταν αυξημένα όσο υψηλότερη ήταν η κατηγορία παχυσαρκίας. Ακόμη και τα παιδιά στις χαμηλότερες κατηγορίες παχυσαρκίας εμφάνιζαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο σε σχέση με τα παιδιά με φυσιολογικό ΔΜΣ.

Οι επιπτώσεις αγγίζουν ολόκληρο το σύστημα

Τα προβλήματα υγείας που προκύπτουν από την παιδική παχυσαρκία δεν επιβαρύνουν μόνο τα ίδια τα παιδιά, αλλά και τις οικογένειές τους, καθώς και το ευρύτερο σύστημα υγείας. Χωρίς έγκαιρη παρέμβαση, η παιδική παχυσαρκία μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρότερες καταστάσεις, όπως λιπώδης διήθηση του ήπατος, κίρρωση, διαβήτης τύπου 2, καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνος. Παράλληλα, το οικονομικό κόστος για τη διαχείριση αυτών των παθήσεων δημιουργεί ένα διαρκές βάρος για τις οικογένειες, αλλά και για τα δημόσια ταμεία.

Οι συγγραφείς της μελέτης είναι ξεκάθαροι: «Τα ευρήματα παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η εξαιρετικά σοβαρή παχυσαρκία στα παιδιά αποτελεί επείγουσα κατάσταση δημόσιας υγείας. Η ισχυρή σύνδεσή της με μεταβολικές και καρδιολογικές επιπλοκές επιβάλλει άμεση δράση, όπως πρώιμη πρόληψη, στοχευμένη εκπαίδευση και κινητοποίηση πόρων».