Η αναισθησία είναι στις μέρες μας ο ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης ιατρικής, που έφερε επανάσταση στη χειρουργική και τη διαχείριση του πόνου.
Πριν την ανακάλυψή της, η χειρουργική ήταν συνώνυμη με αφόρητο πόνο και τον τρόμο που βίωναν οι ασθενείς, οι οποίοι έπρεπε να υποβληθούν σε επέμβαση, με τα μέσα της εποχής.
Η ανάγκη για αναλγησία κατά τη διάρκεια ιατρικών πράξεων είναι τόσο παλιά, όσο και η ίδια η ιατρική. Στους αρχαίους πολιτισμούς (Σουμέριοι, Αιγύπτιοι, Έλληνες, Κινέζοι), οι γιατροί προσπαθούσαν να καταπραΰνουν τον πόνο χρησιμοποιώντας φυσικά ναρκωτικά βότανα, όπως το όπιο (από την παπαρούνα) που χρησιμοποιούταν ευρέως για την ανακούφιση του πόνου, ενώ ο μανδραγόρας, η κάνναβη και η σκοπολαμίνη αποτελούσαν συχνά συστατικά σε μίγματα ή «υπνοσφουγγάρια» (σφουγγάρια εμποτισμένα με εκχυλίσματα βοτάνων) που εισπνέονταν. Μάλιστα, η χρήση του αλκοόλ, ως κατασταλτικό και αναλγητικό, ήταν διαδεδομένη.
Παρά τις προσπάθειες, η αποτελεσματικότητα και κυρίως η ασφάλεια αυτών των μεθόδων ήταν εξαιρετικά αμφίβολη, με τις δόσεις να είναι συχνά τοξικές. Άλλες βάρβαρες μέθοδοι περιλάμβαναν την πρόκληση λιποθυμίας με χτύπημα στο κεφάλι ή πίεση στις καρωτίδες.
Η ιστορία και η εξέλιξη της αναισθησίας
Η σύγχρονη εποχή της αναισθησίας ξεκίνησε επίσημα στις 16 Οκτωβρίου 1846, όταν ο οδοντίατρος William Morton και ο χειρουργός John Warren έγραψαν ιστορία στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, χρησιμοποιώντας με επιτυχία αιθέρα και χλωροφόρμιο, για την πρόληψη του πόνου κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση ενός όγκου, κάτω από το σαγόνι του ασθενούς Gilbert Abbott.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας, η ανθρώπινη επιθυμία για ανακούφιση από τον πόνο προηγείται αυτού του ορόσημου γεγονότος , κατά χιλιετίες.
Αντικείμενα και αρχαία γραπτά ανάγουν τις πρώτες προσπάθειες αναισθησίας γύρω στο 4000 π.Χ. Τα σουμεριακά αντικείμενα απεικόνιζαν την παπαρούνα του οπίου, και αρχαία κείμενα περιγράφουν διάφορες μεθόδους για την ανακούφιση του πόνου, συχνά μέσω της κατάποσης αιθανόλης ή φυτικών μειγμάτων.
Αυτά τα πρώιμα αναισθητικά αναπτύχθηκαν σε περιοχές, όπου τα φυτά που θολώνουν το μυαλό, όπως το όπιο, ο υοσκύαμος (Hyoscyamus Niger), ο μανδραγόρας και τα φύλλα κόκας, ήταν αυτοφυή.
Ο Κινέζος γιατρός και χειρουργός Hua Tuo (περίπου 111 – 207 μ.Χ.) είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσε ένα φυτικό αναισθητικό φτιαγμένο από κάνναβη και κρασί, που ονομάζεται «mafeisan». Κατά τη διάρκεια των αιώνων, τα ηρεμιστικά μείγματα συνέχισαν να αναπτύσσονται.
Ο Ελβετός γιατρός Θεόφραστος φον Χόενχαϊμ, πιο γνωστός ως Παράκελσος, πειραματίστηκε με διάφορα παρασκευάσματα οπίου, και η Φαρμακοποιία του Λονδίνου (1618) ανέφερε το λάβδανο -ένα χάπι φτιαγμένο από όπιο, σαφράν, καστορέλαιο, άμβρα, μόσχο και μοσχοκάρυδο. Το 1676, ο Άγγλος γιατρός Thomas Sydenham απλοποίησε αυτή τη συνταγή, χρησιμοποιώντας μόνο όπιο και αλκοόλ.
Η έννοια της εισπνεόμενης αναισθησίας χρονολογείται πριν από το 1846.
Η «ηρεμιστική εισπνοή»
Ο Ιμπν Σίνα, γνωστός ως Αβικέννας, ήταν Πέρσης γιατρός και φιλόσοφος που περιέγραψε την ηρεμιστική εισπνοή για χειρουργικές επεμβάσεις στο βιβλίο του «Ο Κανόνας της Ιατρικής». Σημείωσε ότι οι Άραβες γιατροί χρησιμοποιούσαν ένα «υπνωτικό σφουγγάρι» εμποτισμένο σε ένα φυτικό φίλτρο, το οποίο τοποθετούταν κάτω από τη μύτη του ασθενούς για να προκαλέσει απώλεια των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.
Το υπνωτικό σφουγγάρι χρησιμοποιούταν για αιώνες, ωστόσο, στα τέλη του 16ου αιώνα, αυτή η πρακτική άρχισε να εξαφανίζεται από τα ιατρικά κείμενα. Πιθανοί λόγοι περιλαμβάνουν τη σύνδεσή της με μαγικές πρακτικές, την επιρροή της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης και την αντίληψη ότι ήταν αναποτελεσματικό για μεγαλύτερες χειρουργικές επεμβάσεις.
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, οι χειρουργικές επεμβάσεις συχνά πραγματοποιούνταν χωρίς αναισθησία. Οι χειρουργοί βασίζονταν στο αλκοόλ, σε κάτι που δάγκωναν οι ασθενείς ή απλώς στην ικανότητα του ασθενούς να αντέχει τον πόνο.
Ύπνωση, βελονισμός, πάγος
Ωστόσο, όλες οι φωτογραφίες και τα γραπτά που είναι διαθέσιμα πριν από το 1846 δείχνουν ότι η μηχανική ακινητοποίηση των ασθενών με διαφορετικά μέσα ήταν κεντρικό μέρος της χειρουργικής επέμβασης.
Άλλες μέθοδοι ανακούφισης από τον πόνο έχουν διερευνηθεί στο παρελθόν. Τον 16ο και 17ο αιώνα, οι χειρουργοί χρησιμοποιούσαν συμπίεση νεύρων και μείγματα χιονιού και πάγου για τοπική αναισθησία.
Το 1766, ο Βιεννέζος γιατρός Φραντς Άντον Μέσμερ εισήγαγε την «ύπνωση», όπου οι ασθενείς υπό ύπνωση γίνονταν αναίσθητοι στον πόνο. Ο βελονισμός, βασικό συστατικό της παραδοσιακής κινεζικής ιατρικής, ασκούνταν στην Κίνα ήδη από το 1600 π.Χ. Το 1656, ο Κρίστοφερ Ρεν και ο Ρόμπερτ Μπόιλ πρωτοστάτησαν στην ενδοφλέβια θεραπεία, με έγχυση οπίου στη φλέβα ενός σκύλου.
Ένας ανθρώπινος θάνατος από μετάγγιση αίματος στη Γαλλία, γύρω στο 1667, οδήγησε γρήγορα σε παύση των προσπαθειών ενδοφλέβιας θεραπείας σε ασθενείς. Όταν τελικά άρχισε η ένεση οπίου ή μορφίνης, αυτό έγινε με βάση το σχέδιο μιας αποτελεσματικής σύριγγας και βελόνας από τον Σκωτσέζο γιατρό Alexander Wood, το 1853.
Χειρουργοί που θεωρούσαν τον πόνο «θεραπευτικό»
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, η αναισθησία άρχισε να χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για πολύπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά η αντίθεση στη χρήση της παρέμεινε, ιδιαίτερα στους ακαδημαϊκούς κύκλους.
Το 1849, ο Γάλλος φυσιολόγος François Magendie υποστήριξε ότι ο πόνος ήταν μια ζωτική δύναμη απαραίτητη για την υγεία και την ανάρρωση και ότι η αναισθησία θα αποδυνάμωνε αυτή τη δύναμη.
Την ίδια χρονιά, ο Αμερικανός γιατρός John Pollard Harrison, ο οποίος ήταν επίσης καθηγητής παθολογίας στο Ιατρικό Κολλέγιο του Οχάιο και αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ο πόνος είναι θεραπευτικός -οι πράξεις της ζωής διατηρούνται από αυτόν- αν δεν υπήρχε η διέγερση που προκαλείται από τον πόνο, οι χειρουργικές επεμβάσεις θα ακολουθούνταν συχνότερα από διάλυση».
Το 1852, ο χειρουργός του Αμερικανικού Στρατού, Τζον Πόρτερ, δήλωσε: «Η εισπνοή ατμών αιθέρα σε δόσεις επαρκείς για να προκαλέσουν αναισθησία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Τείνει να δηλητηριάζει το αίμα, να βλάπτει τη συστολή των μυών, να επηρεάζει αρνητικά το νευρικό σύστημα και να θέτει τα τραύματα σε δυσμενή κατάσταση για ανάρρωση».
Τέλος, ο Αμερικανός μαιευτήρας και πρόεδρος του Τμήματος Μαιευτικής και Γυναικείων Νοσημάτων στο Ιατρικό Κολλέγιο Τζέφερσον, Τσαρλς Ντελουσένα Μέιγκς, ήταν διά βίου αντίπαλος της αναισθησίας. Ο Μέιγκς πίστευε ότι οι πόνοι του τοκετού είναι «μια πολύ επιθυμητή, ωφέλιμη και συντηρητική εκδήλωση της ζωτικής δύναμης». Γράφοντας το 1856, προειδοποίησε για την ηθικά «αμφίβολη φύση οποιασδήποτε διαδικασίας που οι γιατροί ορίζουν για να παραβιάσουν τις λειτουργίες αυτών των φυσικών και φυσιολογικών δυνάμεων που η Θεότητα μάς έχει ορίσει να απολαμβάνουμε ή να υποφέρουμε».
Σήμερα μπορούν να γίνουν με ασφάλεια, οι πιο περίπλοκες επεμβάσεις .
Όσο για την ιστορία της αναισθησίας ,παραμένει μια απόδειξη της αδιάλειπτης προσπάθειας για τη βελτίωση της υγείας, την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών.