Οι ολόσωμες μαγνητικές τομογραφίες μπαίνουν στη ζωή μας
Whole Body MRI scan of Normal Human Body (High Resolution)

Η εξάπλωση των ολόσωμων μαγνητικών τομογραφιών στις Ηνωμένες Πολιτείες αναζωπυρώνει τη συζήτηση για το κατά πόσο η προηγμένη προληπτική ιατρική μπορεί να σώσει ζωές ή να επιβαρύνει εκατομμύρια ανθρώπους με περιττές εξετάσεις, αυξημένο άγχος και υψηλό κόστος.

Η τεχνολογία που αξιοποιείται στα νέα συστήματα MRI, βασισμένη στη diffusion-weighted imaging και στην ανάλυση προτύπων μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, υπόσχεται εντοπισμό πολύ μικρών βλαβών και πρώιμων μορφών καρκίνου, ανευρυσμάτων και άλλων εν δυνάμει θανατηφόρων παθήσεων.

Όμως, σε αντίθεση με τις κλασικές ιατρικές ενδείξεις, η χρήση της στον υγιή πληθυσμό παραμένει αμφιλεγόμενη.

Οι αμερικανικές εταιρείες που προσφέρουν τις εξετάσεις, όπως η Prenuvo, απευθύνονται σε κοινό που πληρώνει από την τσέπη του για μια διαδικασία που κοστίζει περίπου 2.500 δολάρια και δεν καλύπτεται από ασφαλιστικά ταμεία.

Η διαγνωστική ακρίβεια συνοδεύεται από υψηλό ποσοστό ευρημάτων που δεν είναι επικίνδυνα αλλά επιβάλλουν παρακολούθηση, καθώς και από ψευδώς θετικά αποτελέσματα που οδηγούν σε βιοψίες, πρόσθετο οικονομικό κόστος και έντονη ψυχολογική πίεση.

Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας, από δείγμα 1.011 ατόμων, το 4,9% χρειάστηκε βιοψία μετά τον αρχικό εντοπισμό ύποπτης βλάβης.

Μόλις το 2,2% από αυτούς τους ασθενείς είχε καρκίνο, ενώ το 2,7% αποδείχθηκε ότι είχε λάβει ψευδώς θετική διάγνωση.

Ωστόσο, τα 22 περιστατικά καρκίνου που εντοπίστηκαν -τα περισσότερα σε αρχικό στάδιο και χωρίς συμπτώματα- θεωρούνται από τους υποστηρικτές της μεθόδου ως επιχείρημα υπέρ της προληπτικής αξιοποίησης της τεχνολογίας.

Το δίλημμα επιμένει στα θεσμικά επίπεδα. Το American College of Radiology εξακολουθεί να σημειώνει ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να συστηθεί ο προληπτικός έλεγχος ολόκληρου του σώματος σε ασυμπτωματικούς ενήλικες.

Οπως επισημαίνει ο επικεφαλής της Επιτροπής Ποιότητας και Ασφάλειας, Ντέιβιντ Λάρσον, η απόφαση «εξαρτάται από την ανεκτικότητα κάθε ανθρώπου στην αβεβαιότητα».

Για ασθενείς που μπορούν να αποδεχθούν την ανάγκη μακρόχρονης παρακολούθησης μετά από ένα αμφίσημο εύρημα, η μέθοδος μπορεί να λειτουργήσει καθησυχαστικά. Για άλλους, μπορεί να επιδεινώσει τάσεις έντονης ανησυχίας.

Η εμπειρία των ασθενών, όπως περιγράφεται από όσους προχώρησαν στη διαδικασία, αποτυπώνει το ίδιο παράδοξο.

Η διαδικασία των περίπου 30 λεπτών γίνεται σε περιβάλλον που παραπέμπει περισσότερο σε χώρο φιλοξενίας παρά σε κλινική, καθώς οι πάροχοι επιδιώκουν να προσφέρουν μια εμπειρία ευεξίας για μια εξέταση που απαιτεί σημαντική οικονομική δαπάνη.

Όμως η πραγματική δοκιμασία ξεκινά συνήθως μετά την εξέταση, όταν το άτομο περιμένει ενδεχόμενα επείγοντα τηλεφωνήματα για «εξαιρετικά ανησυχητικά» ευρήματα.

Παρά το υψηλό κόστος, η ζήτηση αυξάνεται, με αρκετούς γιατρούς να αναθεωρούν τις αρχικές επιφυλάξεις τους καθώς συσσωρεύονται περιπτώσεις όπου εντοπίστηκαν εγκαίρως σοβαρές παθήσεις.

Ιδιαίτερα οι βλάβες στο πάγκρεας, οι οποίες σπάνια δίνουν συμπτώματα σε πρώιμη φάση, θεωρούνται κρίσιμες για τη μελλοντική διάγνωση.

Για τις περισσότερες περιπτώσεις πάντως, οι αναφορές των προληπτικών MRI καταγράφουν πολυάριθμες μικρές και συνήθως αμελητέες ανωμαλίες, εικόνα που οι γιατροί θεωρούν αναμενόμενη για μεσήλικους και μεγαλύτερους ενήλικες.

Οι πάροχοι υπογραμμίζουν ταυτόχρονα ότι οι εξετάσεις δεν αντικαθιστούν τις καθιερωμένες μεθόδους προληπτικού ελέγχου ούτε μπορούν να εντοπίσουν όλες τις παθήσεις.

Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσο οι κοινωνίες είναι έτοιμες να διαχειριστούν τον όγκο πληροφορίας που προκύπτει από αυτές τις τεχνολογίες.

Η πλήρης πρόσβαση στο εσωτερικό του σώματος υπόσχεται μεγαλύτερη βεβαιότητα, αλλά και την κατάργηση ενός στοιχείου που θεωρείται αναπόσπαστο από την ανθρώπινη εμπειρία: Την αποδοχή του αγνώστου.

Πηγή: Washington Post