Ιδιαίτερα ανησυχητική για το σήμερα, αλλά κυρίως για το αύριο είναι η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για τον καρκίνο, που δόθηκε στην δημοσιότητα και αποτυπώνει το δράμα που ζουν οι καρκινοπαθείς στην Ελλάδα. Όπως τονίζεται το ΕΣΥ ωθεί τους καρκινοπαθείς στην ιδιωτική υγεία, ενώ ειδική αναφορά γίνεται στην Κρήτη και την αύξηση των περιστατικών καρκίνου του πνεύμονα τα χρόνια της κρίσης.
Η έκθεση σημειώνει ότι η χώρα μας δεν ανέπτυξε τα προηγούμενα χρόνια, ολοκληρωμένα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου και έτσι η συντριπτική πλειονότητα των προληπτικών εξετάσεων γίνεται σε ευκαιριακή βάση, με ένα μεγάλο μέρος του κόστους να πληρώνεται από την τσέπη των πολιτών.
Οι χρόνοι αναμονής είναι μεγάλοι και οι καθυστερήσεις ωθούν τους ασθενείς προς τον ιδιωτικό τομέα, με δικά τους έξοδα.
Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι ο πρώτος σε θνησιμότητα και στην Κρήτη για παράδειγμα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε σημαντική αύξηση του συγκεκριμένου καρκίνου.
Σύμφωνα με την έκθεση, η πρόσβαση στην φροντίδα του καρκίνου στην Ελλάδα περιορίζεται από πολλούς παράγοντες.
Μεταξύ τους βρίσκονται η συρρίκνωση του ΕΣΥ τα τελευταία χρόνια μετά από τις διαδοχικές δημοσιονομικές περικοπές λόγω των μέτρων λιτότητας, η απουσία εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο και εθνικού μητρώου καρκίνου, η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και τα κενά στην ιατρική εκπαίδευση στην ογκολογία.
Ανεπαρκής είναι και ο αριθμός γιατρών και νοσηλευτών, αλλά και τα υλικά που απαιτούνται για την άρτια παροχή υπηρεσιών ογκολογίας.
Παράλληλα, δεν εφαρμόζονται μηχανισμοί επιτήρησης, δεν διατίθενται άμεσα τα καινοτόμα φάρμακα, ενώ τα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα της περίθαλψης είναι ελάχιστα.
Ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Προγραμματισμού Υγείας κ. Τάσος Φιλαλήθης,είπε στην «Π» ότι τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των περιστατικών θα «εκτοξευθεί» αν δεν εφαρμοστούν πολιτικές για την πρόληψη και την έγκαιρη ανίχνευση, ενώ τόνισε ότι η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχουν Εθνικό Μητρώο για τον Καρκίνο ώστε να ξέρουμε που ακριβώς βρισκόμαστε και πως θα διαχειριστούμε αυτή τη μάστιγα.
Αναλυτικά στοιχεία για την Ελλάδα
Ένας στους τέσσερις θανάτους στην Ελλάδα το 2019 οφειλόταν σε κάποιο τύπο καρκίνου, με τον καρκίνο του πνεύμονα να είναι η κύρια αιτία θανάτου. Περίπου 62.500 νέες διαγνώσεις καρκίνου αναμένονταν στην Ελλάδα το 2020, με 526 νέα περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού (βάσει των προ πανδημίας στοιχείων), αναλογία που είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η μείωση στη θνησιμότητα από καρκίνο έχει πιο αργό ρυθμό στην Ελλάδα από ό,τι στην ΕΕ.
Οι τέσσερις πιο συχνοί τύποι καρκίνου και για τα δύο φύλα, αντιστοιχούν στο ήμισυ όλων των καρκίνων: πνεύμονα (14%), παχέος εντέρου (13%), μαστού (12%), προστάτη (10 %) και της ουροδόχου κύστης (9 %). Ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν ο κύριος τύπος στους άνδρες (19 %), ακολουθούμενος από του προστάτη (18 %) και του καρκίνου της ουροδόχου κύστης (14 %). Ο καρκίνος του μαστού ήταν ο κύριος τύπος στις γυναίκες (29%), ακολουθούμενος από τον καρκίνο του παχέος εντέρου (12 %) και του πνεύμονα (9%).
Τα νέα περιστατικά καρκίνου στους άνδρες αναμένεται να αυξηθούν κατά περίπου 20% μεταξύ 2020 και 2040 (από 35.000 σε 44.000 περιπτώσεις) και έως 12 % μεταξύ των γυναικών (από 27.000 έως 30.000 περιπτώσεις) αντίστοιχα.
Το 2020, ο καρκίνος του στομάχου αναμενόταν να αποτελεί το 3 % των νέων περιπτώσεων καρκίνου στους άνδρες και το 2 % στις γυναίκες. Το μελάνωμα αναμενόταν να αποτελεί το 2 % των νέων περιπτώσεων καρκίνου τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες το 2019. Για τον παιδιατρικό καρκίνο, το ηλικιακά τυποποιημένο ποσοστό επίπτωσης σε παιδιά κάτω των 15 ετών το 2020, ήταν 16 ανά 100.000, που είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (15 ανά 100.000 πληθυσμού).
Η ετήσια πιθανότητα πρόωρου θανάτου από οποιονδήποτε τύπο καρκίνου μειώθηκε οριακά από 7,6% το 2000 σε 7,5% το 2015, αλλά εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε σχεδόν 8% το 2030, πολύ πάνω από το στόχο του 5,1% που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Βαθιές οι επιπτώσεις της κρίσης
Για την Ελλάδα τονίζεται ότι, μετά από μια δεκαετία λιτότητας, οι επιπτώσεις στους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας στην Ελλάδα είναι βαθιές. Οι συνέπειες είναι πιο εμφανείς μεταξύ των φτωχότερων πληθυσμιακών ομάδων, στις οποίες η ελαχιστοποίηση των παραγόντων κινδύνου που μπορούν να αποφευχθούν, μέσω της υιοθέτησης πιο υγιεινών τρόπων ζωής και η πρόσβαση στα προγράμματα πρόληψης του καρκίνου, είναι περιορισμένη.
Η έκθεση σημειώνει ότι η χώρα μας δεν ανέπτυξε τα προηγούμενα χρόνια, ολοκληρωμένα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου. Η συντριπτική πλειονότητα των προληπτικών εξετάσεων γίνεται σε ευκαιριακή βάση, με ένα μεγάλο μέρος του κόστους να πληρώνεται από την τσέπη των πολιτών. Κατά συνέπεια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων με χαμηλότερο και υψηλότερο εισόδημα, καθώς και μεταξύ των αστικών και των πιο απομακρυσμένων περιοχών.
Η πρόσβαση στη φροντίδα του καρκίνου στην Ελλάδα επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες. Αυτοί περιλαμβάνουν το περιορισμένο μέγεθος του δημόσιου συστήματος υγείας μετά από τις διαδοχικές δημοσιονομικές περικοπές λόγω των μέτρων λιτότητας, η έλλειψη εθνικής στρατηγικής για τον καρκίνο και εθνικού μητρώου καρκίνου, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και τα κενά στην ιατρική εκπαίδευση στην ογκολογία, επισημαίνει η έκθεση.
Οι χρόνοι αναμονής είναι μεγάλοι και οι καθυστερήσεις ωθούν τους ασθενείς προς τον ιδιωτικό τομέα, με δικά τους έξοδα. Οι ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι που παρέχουν ογκολογικές υπηρεσίες είναι επίσης περιορισμένοι και άνισα κατανεμημένοι σε όλη τη χώρα. Μηχανισμοί επιτήρησης δεν εφαρμόζονται και τα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της περίθαλψης είναι σπάνια. Αυτά τα θέματα δημιουργούν ουσιαστικά εμπόδια και περιορισμένη πρόσβαση, ιδιαίτερα για τους περιθωριοποιημένους και απομονωμένους πληθυσμούς. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ τονίζουν ότι η φροντίδα του καρκίνου παραμένει σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη.