Εκατομμύρια άτομα πιθανώς έχουν μειωμένη όσφρηση λόγω Covid
Unsplash

Μια πολύ μεγάλη αμερικανική μελέτη αποκαλύπτει ότι η COVID-19 μπορεί να έχει πολύ πιο ευρύ και μακροπρόθεσμο «κόστος» στην όσφρηση εκατομμυρίων ανθρώπων από ό,τι πιστεύουμε.

Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, που είναι η πρώτη η οποία μέτρησε μέσω ενός αξιόπιστου τεστ την οσφρητική απόδοση χιλιάδων ατόμων, ένα μεγάλο ποσοστό εμφάνιζε υποσμία – και αυτό αφορούσε ακόμη και άτομα που δεν πίστευαν ότι είχαν πρόβλημα με την όσφρησή τους.

Απαιτούνται τεστ ελέγχου της όσφρησης σε όλους όσοι έχουν νοσήσει

Με δεδομένο ότι η μειωμένη οσφρητική ικανότητα μπορεί να σχετίζεται με βαθύτερα νευρολογικά προβλήματα καθώς και επειδή γεννά θέματα για την ασφάλεια των ατόμων που υστερούν οσφρητικά (για παράδειγμα ένα άτομο που δεν μυρίζει σωστά μπορεί να μην καταλάβει ότι ένα τρόφιμο είναι χαλασμένο ή ακόμη και ότι υπάρχει διαρροή αερίου), οι ερευνητές πίσω από τη μελέτη ζητούν τα τεστ ελέγχου της όσφρησης να μετατραπούν σε ρουτίνα στα άτομα που έχουν νοσήσει με COVID-19.

80% με χαμηλή οσφρητική ικανότητα περί τα δύο έτη μετά τη λοίμωξη

Της νέας μελέτης η οποία δημοσιεύθηκε στο «JAMA Network Open» ηγήθηκαν ειδικοί της πρωτοβουλίας RECOVER των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ) και του πανεπιστημιακού συστήματος υγείας NYU Langone Health.

Με βάση τα ευρήματα, το 80% από το σύνολο των 3.535 ανδρών και γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη και ανέφεραν κάποια αλλαγή στην οσφρητική ικανότητά τους μετά από λοίμωξη με τον πανδημικό κορωνοϊό SARS-CoV-2 εμφάνιζε χαμηλά σκορ σε ένα κλινικό τεστ ανίχνευσης 40 διαφορετικών οσμών περί τα δύο χρόνια μετά τη λοίμωξη. Μάλιστα το 23% των συμμετεχόντων αυτής της ομάδας είχε πολύ σοβαρή απώλεια της όσφρησης ή και ανοσμία.

Χαμηλά σκορ και για το 66% που δεν είχε παρατηρήσει πρόβλημα στην όσφρηση

Ηταν μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το 66% των συμμετεχόντων που είχαν νοσήσει με COVID-19 και δεν είχαν παρατηρήσει κάποιο πρόβλημα στην όσφρησή τους παρουσίασαν πολύ χαμηλά σκορ στο τεστ όσφρησης.

Οσφρητικό πρόβλημα και για 6 στους 10 που δεν είχαν νοσήσει

«Τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα με ιστορικό COVID-19 βρίσκονται σε ιδιαίτερο κίνδυνο μείωσης της οσφρητικής ικανότητάς τους, ένα ζήτημα στο οποίο δεν έχει καν δοθεί η δέουσα σημασία στον γενικό πληθυσμό» ανέφερε η κύρια συγγραφέας της μελέτης Λεόρα Χόρβιτς, καθηγήτρια στα Τμήματα Πληθυσμιακής Υγείας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και προσέθεσε ότι ήταν ανησυχητικό το γεγονός ότι ακόμη και το 60% των συμμετεχόντων που δεν είχαν μολυνθεί με τον SARS-CoV-2 και πίστευαν ότι δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα με την όσφρησή τους είχαν κακά σκορ στο τεστ όσφρησης.

Η επικίνδυνη υποσμία

Η υποσμία – η πτώση δηλαδή της οσφρητικής ικανότητας – έχει συνδεθεί με απώλεια βάρους, πτώση της ποιότητας ζωής και κατάθλιψη, μεταξύ άλλων. Είναι σημαντικό ότι τα άτομα με υποσμία μπορεί να αντιμετωπίζουν και θέματα ασφαλείας καθώς τούς είναι κάποιες φορές πολύ δύσκολο να εντοπίσουν κινδύνους όπως τα χαλασμένα τρόφιμα, οι διαρροές αερίου ή ο καπνός μιας πυρκαγιάς.

Επιπροσθέτως η δυσλειτουργία της όσφρησης μπορεί να αποτελεί και πρώιμο σημάδι νευροεκφυλιστικών διαταραχών όπως η νόσος του Πάρκινσον και η νόσος Αλτσχάιμερ οι οποίες πλήττουν την οσφρητική περιοχή του εγκεφάλου.

Η μελέτη

Στο πλαίσιο της μελέτης οι ερευνητές εξέτασαν τόσο άτομα που είχαν νοσήσει με COVID-19 όσο και άτομα που δεν είχαν νοσήσει – οι εθελοντές συμπλήρωναν ερωτηματολόγια σχετικά με πιθανά συμπτώματα που μπορεί να εμφάνιζαν κάθε 90 ημέρες από τον Οκτώβριο του 2021 ως τον Ιούνιο του 2025 – όλοι οι εθελοντές συμμετείχαν στη μελέτη ενηλίκων RECOVER, μια πολυκεντρική αμερικανική μελέτη που σχεδιάστηκε για να ρίξει φως στις μακροπρόθεσμες επιδράσεις του πανδημικού κορωνοϊού στην υγεία.

Το αξιόπιστο τεστ UPSIT και ο έλεγχος για 40 οσμές

Η κλινική μέτρηση της οσφρητικής λειτουργίας έγινε με ένα πολύ αξιόπιστο εργαλείο, το Τεστ Ανίχνευσης Οσμών του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνιας (UPSIT) – οι εθελοντές κλήθηκαν να ταυτοποιήσουν 40 διαφορετικές οσμές. Κάθε σωστή απάντηση κέρδιζε έναν πόντο και το συνολικό σκορ UPSIT κάθε εθελοντή συγκρίθηκε με μια βάση δεδομένων χιλιάδων υγιών εθελοντών του ίδιου φύλου και ηλικίας. Με βάση τα ευρήματα, η οσφρητική ικανότητα χαρακτηρίστηκε ως φυσιολογική, με ήπια απώλεια, μέτρια απώλεια, σοβαρή απώλεια ή και με πλήρη απώλεια (ανοσμία).

Σοβαρή επίδραση στη σωματική και ψυχική υγεία

«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι επαγγελματίες υγείας θα έπρεπε να ελέγχουν την πιθανή απώλεια της όσφρησης σε όλα τα άτομα που έχουν νοσήσει με COVID-19» σημείωσε η δρ Χόρβιτς και συμπλήρωσε ότι «ενώ οι ασθενείς μπορεί να μην το παρατηρήσουον αμέσως, η υποσμία μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στην ψυχική και σωματική υγεία τους».

Οι προσπάθειες αποκατάστασης

Οι επιστήμονες αναζητούν τώρα τρόπους αποκατάστασης της οσφρητικής ικανότητας μετά την COVID-19 – για παράδειγμα δοκιμάζεται η χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμίνης Α καθώς και η επανεκπαίδευση του οσφρητικού συστήματος ώστε να γίνει «επανακαλωδίωση» του εγκεφάλου προκειμένου να αποκρίνεται στις οσμές. Σύμφωνα με την καθηγήτρια, η καλύτερη κατανόηση σχετικά με το πώς ο κορωνοϊός επιδρά στο αισθητηριακό και το γνωστικό σύστημα θα συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των θεραπειών για την υποσμία και την ανοσμία.

Πώς εξηγείται το μεγάλο ποσοστό σε όσους δεν νόσησαν

Κλείνοντας, η δρ Χόρβιτς υπογράμμισε ότι η ερευνητική ομάδα δεν εξέτασε και την απώλεια της γεύσης η οποία συχνά συνοδεύει τα προβλήματα στην όσφρηση. Προσέθεσε επίσης πως το μεγάλο ποσοστό υποσμίας το οποίο κατεγράφη και σε άτομα που υποτίθεται ότι δεν είχαν νοσήσει με COVID-19 ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είχαν μολυνθεί με τον κορωνοϊό αλλά είχαν… περάσει κάτω από το ραντάρ.

Πηγή: tovima.gr