Υπάρχει έμφυλη διάσταση, στην υγεία; Και όμως, υπάρχει.
Για το θέμα μιλάει στην «Π» η κοινωνική ψυχολόγος και Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος Δημόσιας Υγείας και Δημοτικών Ιατρείων, του Δήμου Αθηναίων, Δέσποινα Λιμνιωτάκη.
Μεταξύ άλλων, εξηγεί ότι σε πολλές περιπτώσεις καθυστερεί η διάγνωση της πάθησης σε μια γυναίκα που λέει ότι πονάει, γιατί το πρόβλημά της μπορεί να χαρακτηριστεί «ψυχοσωματικό» και η αντίδρασή της υπερβολική ως και «υστερική», ενώ αντίθετα οι άνδρες συχνά αντιμετωπίζονται ως πιο αξιόπιστοι σχετικά με τα συμπτώματά τους.
«Η υγεία των γυναικών, σημειώνει, αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας.
Παρόλο που έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στην ιατρική έρευνα και την περίθαλψη, οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ανισότητες στην πρόσβαση, τη διάγνωση και τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων, ενώ αγνοούνται ως πληθυσμιακή ομάδα που παρουσιάζει ιδιαιτερότητες σε όλη τη διαδρομή της, από τη γέννηση (π.χ. ορμονικές αλλαγές, εμμηνόπαυση, υψηλά ποσοστά νόσησης από καρκίνο του μαστού κ.λπ).
Αρχικά, όπως αναφέρει, αυτό που παρατηρείται είναι η υποεκπροσώπηση των γυναικών σε κλινικές μελέτες, πράγμα που επηρεάζει αργότερα την αξιολόγηση αποτελεσμάτων και την προσωποποιημένη φροντίδα τους. Η έλλειψη σημαντικής γυναικείας εκπροσώπησης σε κλινικές δοκιμές σημαίνει ότι πολλές θεραπείες και φάρμακα αναπτύσσονται κυρίως με βάση τη φυσιολογία των ανδρών. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα για τις γυναίκες, καθώς οι βιολογικές και ορμονικές διαφορές τους καταλήγουν σε άγνωστες ανταποκρίσεις σε θεραπείες.
Επιπλέον, η έλλειψη ποικιλομορφίας των φύλων στην έρευνα, έχει δημιουργήσει ένα χάσμα στην κατανόηση των ειδικών θεμάτων υγείας που αφορούν στις γυναίκες: ιστορικές λοιπόν παραλείψεις, βιολογικές διαφορές που αγνοούνται και προκαταλήψεις εντός των συστημάτων υγείας, δημιουργούν απορίες που δυσχεραίνουν τη φροντίδα της υγείας των γυναικών και καθυστερούν την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε μια πάθηση ή αρρώστια.»
Όταν καθυστερεί η διάγνωση
Τα τελευταία χρόνια έχει επίσης παρατηρηθεί το φαινόμενο της υποβάθμισης του πόνου και της σοβαρότητας ενός συμπτώματος που αναφέρουν οι γυναίκες, από γιατρούς.
«Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για εκείνες, καθώς οδηγεί σε καθυστερημένη διάγνωση, αναποτελεσματική θεραπεία και επιδείνωση της υγείας τους.
Οι γυναίκες, τονίζει, είναι πιο πιθανό να χαρακτηριστούν ως «υστερικές» όταν αναφέρουν έντονο πόνο ενώ οι άνδρες συχνά αντιμετωπίζονται ως πιο αξιόπιστοι σχετικά με τα συμπτώματά τους.
Άλλες γυναίκες με χρόνιες παθήσεις, όπως ενδομητρίωση ή ινομυαλγία, μπορεί να περιμένουν αρκετό καιρό πριν λάβουν τη σωστή διάγνωση, επειδή ο πόνος τους θεωρείται «ψυχοσωματικός».
Η κοινωνική ψυχολόγος επισημαίνει ακόμη ότι οι καρδιακές παθήσεις συχνά διαγιγνώσκονται αργά, επειδή τα συμπτώματά τους είναι διαφορετικά από τα «τυπικά» ανδρικά, ενώ οι γυναίκες έχουν γίνει αποδέκτες χλεύης για το γεγονός ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα –που πλήττουν συχνότερα αυτή την πληθυσμιακή ομάδα– θεωρούνται, στο ξεκίνημά τους τουλάχιστον, ως αποκυήματα της φαντασίας ή ως υπερβολές.
Τέλος, η περίοδος της εμμηνόπαυσης που έκανε τόσες γυναίκες κατά το παρελθόν να υποφέρουν από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, μόνο πρόσφατα έγινε θέμα της μόδας, προερχόμενο από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πράγμα που βοήθησε πολλές γυναίκες να ανοιχτούν και να μιλήσουν δυνατά για το βίωμα και τα προβλήματα στην καθημερινή ζωή, που το συνοδεύουν.
«Γιατί όμως πρέπει να περιμένουμε τόσο πολύ για την πρόοδο;», διερωτάται και συνεχίζει:
«Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις των διακρίσεων στην υγεία είναι ορατές στις παρέες και τις ομάδες των γυναικών που συναντάμε και η καταγραφή αυτών φέρνει πόνο, ντροπή και δισταγμό σε πολλές γυναίκες που απαξιώνονται για αυτά που αισθάνονται και νιώθουν μέσα στο πετσί τους».
Πώς θα εξαλειφθεί
Είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για την έμφυλη διάσταση της υγείας και να υιοθετήσουμε πολιτικές και πρακτικές που τη λαμβάνουν υπόψη. Για παράδειγμα, είναι σημαντική η εκπαίδευση των νέων επιστημόνων πάνω σε ζητήματα γυναικείας υγείας, η βελτίωση των διαγνωστικών πρωτοκόλλων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ των φύλων, η ενίσχυση της έρευνας στις χρόνιες παθήσεις που επηρεάζουν κυρίως τις γυναίκες και η ενδυνάμωση των ασθενών ώστε να απαιτούν δεύτερες γνώμες και να υποστηρίζουν τα δικαιώματά τους στην υγειονομική περίθαλψη».
Πάνω από όλα όμως, καταλήγει η κ. Λιμνιωτάκη, χρειάζεται να μάθουμε να ακούμε ενεργητικά τους ανθρώπους και να αφιερώνουμε χρόνο σε αυτά που έχουν να μας πουν, δίχως παρωπίδες και εμμονές σε συγκεκριμένους τρόπους λειτουργίας.
Η εξάλειψη των παραλείψεων και των ανισοτήτων που αφορούν στην υγεία αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση, για μια πιο υγιή και ισότιμη κοινωνία.