Αν το καλοκαίρι στην Ελλάδα ήταν μόνο μία εικόνα, σίγουρα θα είχε σε κάποιο σημείο της ένα καρπούζι. Αυτό το οποίο στο ποίημά του «Ωδή στο καρπούζι» ο Πάμπλο Νερούδα περιέγραψε ως «καρπό από το δέντρο της δίψας» και «όταν τα δύο ημισφαίρια ανοίγουν, προβάλλει μια σημαία πράσινη, λευκή και κόκκινη, που διαλύεται σε έναν καταρράκτη ζάχαρης».
Παιδικές μνήμες, τραπέζια με αγαπημένους, με φόντο τη θάλασσα και υπό τον ήχο των τζιτζικιών, το καρπούζι δεν λείπει από κανένα τραπέζι στη χώρα μας. Το να γευτείς ένα καρπούζι σημαίνει να ξέρεις «τι τρώνε οι άγγελοι», έγραψε ο Μαρκ Τουέιν. Οι άγγελοι, ωστόσο, δεν θα είχαν χαρεί ιδιαίτερα με τον άγριο πρόγονο του καρπουζιού – ένα πικρό φρούτο με σκληρή, ανοιχτοπράσινη σάρκα. Γενιές επιλεκτικής αναπαραγωγής, σε διάφορες χώρες και πολιτισμούς, έφτιαξαν αυτό το γλυκό κόκκινο φρούτο που απολαμβάνουμε σήμερα – «μισό δημιούργημα της φύσης και μισό ανθρώπινη δημιουργία», όπως λέει ο Χάρι Πάρις, επιστήμονας στον Οργανισμό Γεωργικής Ερευνας στο Ισραήλ, που πέρασε χρόνια συγκεντρώνοντας στοιχεία – συμπεριλαμβανομένων αρχαίων εβραϊκών κειμένων, αντικειμένων σε αιγυπτιακούς τάφους και μεσαιωνικών εικονογραφήσεων – που του επέτρεψαν να καταγράψει την εκπληκτική μεταμόρφωση του καρπουζιού σε μια πορεία 5.000 ετών.
Οι μελέτες του Πάρις, της Σούζαν Ρένερ και του Ζιλ Γιάνικ, στις οποίες έχουν συγκεντρώσει εκατοντάδες εικόνες του φρούτου από μέρη τόσο διαφορετικά, όπως ο τάφος του Τουταγχαμών, το χειρόγραφο του ύστερου Μεσαίωνα «Tacuinum Sanitatis» και οι νεκρές φύσεις των ζωγράφων της Αναγέννησης, χρησιμεύουν για να δείξουν τη σημαντική μεταμόρφωση στο σχήμα, το χρώμα και πιθανώς ακόμη και τη γεύση του καρπουζιού κατά το πέρασμα των αιώνων.
«Υπάρχει ένα αρχαίο αιγυπτιακό ρητό, το οποίο, μεταφρασμένο από τα ιερογλυφικά, λέει: “Γέμισε το στομάχι σου με ένα καρπούζι“», εξηγεί η βιολόγος Ρένερ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Το ρητό φαίνεται να ήταν συνώνυμο με τη σύγχρονη φράση «don’t worry, be happy» ή «μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». Κάτι ήξεραν οι Αιγύπτιοι που συνέδεαν το καρπούζι με την αισιοδοξία – ήταν από τους πρώτους που το καλλιέργησαν επισταμένως πριν από τέσσερις χιλιετίες. Μέχρι τότε, φύτρωναν άγρια στις ερήμους του Σουδάν και της Αιγύπτου, ενώ βρέθηκαν σπόροι του ακόμα πιο παλιοί, σε έναν οικισμό της Λιβύης που είχε καταστραφεί πριν από 5.000 χρόνια.
Σπόροι καθώς και ζωγραφιές με καρπούζια έχουν ανακαλυφθεί σε αιγυπτιακούς τάφους που χτίστηκαν πριν από 4.000 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του βασιλιά Τουτ. Ομως δεν ήταν στρογγυλά, όπως το άγριο φρούτο, ήταν μακρόστενα, που σημαίνει πως αναπτύχθηκαν σε καλλιέργειες. Γιατί να καλλιεργούσαν οι Αιγύπτιοι ένα φρούτο που ήταν πικρό στη γεύση; Η απάντηση είναι λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε νερό. Σε αντίθεση με άλλα φρούτα, τα καρπούζια μπορούσαν να παραμείνουν βρώσιμα για εβδομάδες ή και μήνες, αν φυλάσσονταν σε δροσερό, σκιερό μέρος. Ανταποκριτής του «National Geographic» που επισκέφθηκε το Σουδάν το 1924 είδε καρπούζια να συλλέγονται και να αποθηκεύονται με αυτόν τον τρόπο κατά την περίοδο της ξηρασίας και περιοδικά να τα χτυπάνε για να εξαχθεί το νερό τους. Αυτό ακριβώς εξηγεί γιατί βρέθηκαν υπολείμματα καρπουζιών σε τάφους φαραώ. Εχοντας μακρύ ταξίδι μπροστά τους για τον άλλο κόσμο, χρειάζονταν νερό – που θα έπαιρναν από το φρούτο.
Μετά το 2000 π.Χ., η ιστορική διαδρομή του καρπουζιού πρέπει να αναζητηθεί σε ιατρικά βιβλία, ταξιδιωτικά ημερολόγια, συνταγές και θρησκευτικά κείμενα. Μελετώντας και συγκρίνοντας περιγραφές από διάφορες πηγές, οι επιστήμονες μπόρεσαν να εντοπίσουν τις πολλές χρήσεις του.
Στην αρχαία Ελλάδα ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης ήταν μεταξύ εκείνων που επαίνεσαν τις πολλές θεραπευτικές του ιδιότητες. Συνταγογραφήθηκε ως διουρητικό και ως τρόπος θεραπείας παιδιών με θερμοπληξία, τοποθετώντας τη δροσερή, υγρή φλούδα στο κεφάλι τους. Ο ρωμαίος φυσιοδίφης Πλίνιος ο πρεσβύτερος ήταν επίσης λάτρης του, περιγράφοντάς το ως μια εξαιρετικά δροσιστική τροφή στην εγκυκλοπαίδειά του του 1ου αιώνα «Historia Naturalis».
Αργότερα, το 200 μ.Χ., σε εβραϊκά γραπτά το καρπούζι βρισκόταν στην ίδια κατηγορία με τα σύκα, τα σταφύλια και τα ρόδια. Τι κοινό έχουν όλα αυτά; Είναι γλυκά, άρα μπορούμε να καταλάβουμε ότι είχε υποστεί πολλές αλλαγές, πιο κοντά στην τωρινή του μορφή. Ηταν πιο γλυκό, η σάρκα του όμως ήταν ακόμα κιτρινωπή στο εσωτερικό, όπως βλέπουμε σε μωσαϊκό της βυζαντινής εποχής στο Ισραήλ, περίπου το 425 μ.Χ.
Τα πρώτα σκίτσα του γλυκού καρπουζιού με την κόκκινη σάρκα στην Ευρώπη βρίσκονται σε ένα μεσαιωνικό χειρόγραφο, το «Tacuinum Sanitatis». Η ιταλική αριστοκρατία τον 14ο αιώνα παρήγγειλε πλούσια εικονογραφημένα αντίγραφα αυτού του κειμένου, το οποίο ήταν οδηγός για υγιεινή ζωή, βασισμένος σε αραβικό χειρόγραφο του 11ου αιώνα. Στο «Tacuinum Sanitatis» μερικές από τις εικόνες δείχνουν το καρπούζι με το επίμηκες σχήμα, με πράσινες ρίγες, να συλλέγεται και να πωλείται, με μερικές να ανοίγουν και να αποκαλύπτουν το κόκκινο εσωτερικό.
Σήμερα το καρπούζι είναι συνυφασμένο με τις μνήμες, τα καλοκαίρια μας και τις στιγμές χαλάρωσης. Ενα φρούτο που προκαλεί όλες τις αισθήσεις και πολλά συναισθήματα. Συνοδεύει τον άνθρωπο στην πορεία του τις τελευταίες χιλιετίες. Κάτι περισσότερο από φρούτο.
Πώς έγινε πολιτικό σύμβολο
Αυτό το πανάρχαιο φρούτο έχει χρησιμοποιηθεί και με πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, αντλώντας στοιχεία τόσο από τα χρώματά του ή την ταυτότητα των κύριων παραγωγών του.
Σε κάποιες περιπτώσεις, τα καρπούζια έπαιξαν ρόλο στιγματισμού μιας κοινωνικής ομάδας. Τέτοια είναι η περίπτωση της αφρικανικής διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οπως εξηγεί ο ισπανός συγγραφέας Φεντερίκο Κούκσο στο βιβλίο του «Φρουτολογίες: Λαϊκή και Πολιτιστική Ιστορία των Φρούτων», αυτή η ιδιόμορφη σύνδεση προέκυψε τον 19ο αιώνα, όταν οι αφροαμερικανοί σκλάβοι τελικά απελευθερώθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική. Μία από τις κύριες πηγές εισοδήματός τους εκείνη την εποχή ήταν η καλλιέργεια και η πώληση τροφίμων, ιδίως καρπουζιών, σε κομμάτια γης που πια ήταν δικά τους. Ενώ για τους Αφροαμερικανούς τα καρπούζια ήταν σύμβολο απελευθέρωσης και αυτοδυναμίας, για πολλούς λευκούς ταυτίστηκαν με την απώλεια κυριαρχίας. Ετσι δημιούργησαν μια καρικατούρα χρησιμοποιώντας το καρπούζι ως ένα υπονοούμενο ότι οι μαύροι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο. Ετσι, το φρούτο χρησιμοποιήθηκε ως αρνητικό κλισέ για τους Αφροαμερικανούς σε δήθεν χιουμοριστικές εικόνες σε διαφημίσεις, καρτ ποστάλ και θεατρικά κείμενα. Το κλισέ πέρασε και στον κινηματογράφο. Ταινίες όπως το «A Watermelon Feast» (1896) του Ουίλιαμ Κένεντι Ντίκσον και το «Watermelon Contest» (1896) του Τζέιμς Γουάιτ εκμεταλλεύτηκαν επίσης το ρατσιστικό στερεότυπο ότι οι μαύροι είναι τεμπέληδες και απλοϊκοί και αντλούν χαρά από γιορτές κατανάλωσης καρπουζιού, αποτυπώνοντας τέτοιες εικόνες.
Στις ΗΠΑ, οι ρατσιστές συχνά κρατούν καρπούζια, ενώ στην προεκλογική εκστρατεία του 2008, κυκλοφόρησαν email με ιούς που έδειχναν τον υποψήφιο Μπαράκ Ομπάμα να τρώει καρπούζι. Μετά την εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, οι εικόνες του Ομπάμα με θέμα το καρπούζι συνέχισαν να κυκλοφορούν από κάποιους αντιπάλους του. Ομως και πιο πρόσφατα, μόλις πέρυσι, στη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης του Ντόναλντ Τραμπ στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, ο κωμικός Τόνι Χίντσκλιφ έκανε ένα «αστείο» που αφορούσε μαύρους να σκαλίζουν καρπούζια για το Χαλοουίν (αντί για κολοκύθες).
Ομως, το καρπούζι δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο ως όπλο εναντίον μιας κοινωνικής ομάδας, αλλά και ως σύμβολο αντίστασης και εθνικής υπερηφάνειας. Το πράσινο, το λευκό και το κόκκινό του χρησιμοποιήθηκαν από μια σειρά μεξικανών ζωγράφων, οι οποίοι είδαν σε αυτό την αγάπη για την πατρίδα, συνδέοντας το καρπούζι με τα χρώματα της εθνικής σημαίας. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Ρουφίνο Ταμάγιο ξεχωρίζει για τη συνεχή χρήση της εικόνας του καρπουζιού, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετατρέποντάς την τελικά σε ένα αδιαμφισβήτητο έμβλημα της μεξικανικής τέχνης του 20ού αιώνα. Το έργο «Viva la vida» (Ζήτω η Ζωή, 1954) της Φρίντα Κάλο αξίζει ιδιαίτερης μνείας ως μια αληθινή εικαστική μαρτυρία που δημιουργήθηκε μια εβδομάδα πριν πεθάνει, στην οποία χάραξε τον τίτλο του έργου δίπλα στο όνομά της σε μια φέτα καρπούζι. Ενας πίνακας ο οποίος, σε παραλληλισμό με τη ζωή της και το δικό της σώμα, δείχνει πως όταν ανοίγει το «σπασμένο κέλυφος», υπάρχει μια έντονη και γλυκιά εσωτερική ζωή.
Σε ένα άλλο μέρος του κόσμου και για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τα χρώματα του καρπουζιού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου των σπόρων του, έχουν προσφέρει έναν έξυπνο τρόπο υπεράσπισης του παλαιστινιακού σκοπού. Στο τέλος του Πολέμου των Εξι Ημερών το 1967, το Ισραήλ απαγόρευσε στους Παλαιστινίους να επιδεικνύουν εθνικά σύμβολα όπως η σημαία τους δημόσια, με τη δικαιολογία ότι αποτελούσαν υποκίνηση τρομοκρατίας. Σε μια απάντηση που συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, το φρούτο χρησιμοποιήθηκε για να παρακαμφθεί αυτή η απαγόρευση στους δρόμους μια και έχει ακριβώς τα ίδια χρώματα με την παλαιστινιακή σημαία καθώς και στην τέχνη, τοποθετώντας το καρπούζι σταθερά στο πλαίσιο διαμαρτυρίας, όπως ο Χαλέντ Χουράνι με το «This Is Not A Watermelon».
Το 1993, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Οσλο, η απαγόρευση για την παλαιστινιακή σημαία ήρθη στο Ισραήλ, όμως επιβλήθηκε και πάλι το 2023 μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ. Ισραηλινοί αντικυβερνητικοί διαδηλωτές κρατούν πλακάτ με καρπούζια, θέλοντας να δείξουν ότι τάσσονται υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης. Το καρπούζι έγινε emoji και χρησιμοποιείται ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα ως δείγμα υποστήριξης στους Παλαιστινίους.
Πηγή: tanea.gr