Πώς ο εγκέφαλος επιλέγει τι θυμόμαστε

Κάθε μέρα ο εγκέφαλός μας μετατρέπει στιγμιαίες εντυπώσεις, αστραπιαίες σκέψεις και επώδυνες εμπειρίες σε ανθεκτικές αναμνήσεις, που διαμορφώνουν την ταυτότητά μας και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αλλά πώς ακριβώς αποφασίζει ο εγκέφαλος ποιες πληροφορίες αξίζει να κρατήσει – και για πόσο;

Πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι η μακροπρόθεσμη μνήμη σχηματίζεται μέσω μιας σειράς μοριακών χρονομέτρων που ενεργοποιούνται διαδοχικά σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου. Χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο εικονικής πραγματικότητας για ποντίκια, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο συντονισμός της μακροπρόθεσμης μνήμης γίνεται από ρυθμιστές που είτε προάγουν μια μνήμη σε προοδευτικά πιο διαρκή μορφή είτε την υποβαθμίζουν μέχρι να ξεχαστεί.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature, αναδεικνύουν τη σημασία πολλών εγκεφαλικών περιοχών στη σταδιακή αναδιοργάνωση των αναμνήσεων ώστε να γίνουν πιο ανθεκτικές, μέσα από «πύλες» που αξιολογούν τη σημασία και προάγουν τη διάρκειά τους.

«Αυτή είναι μια καίρια αποκάλυψη, γιατί εξηγεί πώς ρυθμίζουμε τη διάρκεια των αναμνήσεών μας», λέει η Πρίγια Ρατζασεθουπάτι, επικεφαλής του Skoler Horbach Family Laboratory of Neural Dynamics and Cognition. «Αυτό που επιλέγουμε να θυμόμαστε είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία – όχι απλώς το γύρισμα ενός διακόπτη» προσθέτει.

Η ανθεκτικότητα της μνήμης

Για δεκαετίες, η έρευνα για τη μνήμη επικεντρωνόταν σε δύο περιοχές: τον ιππόκαμπο, όπου σχηματίζονται οι βραχυπρόθεσμες μνήμες, και τον φλοιό, που θεωρούνταν η «αποθήκη» της μακροπρόθεσμης μνήμης.

«Τα κυρίαρχα μοντέλα μνήμης βασίζονταν σε μόρια που λειτουργούσαν σαν διακόπτες», λέει η ερευνήτρια.

Με άλλα λόγια, αν μια βραχυπρόθεσμη μνήμη είχε επισημανθεί για μακροπρόθεσμη αποθήκευση, θεωρούνταν πως θα παρέμενε σταθερή για πάντα. Όμως, αυτό το μοντέλο ήταν υπερβολικά απλοποιημένο και δεν εξηγούσε γιατί κάποιες μακροπρόθεσμες μνήμες διαρκούν εβδομάδες και άλλες μια ζωή.

Το 2023, η Ρατζασεθουπάτι και η ομάδα της εντόπισαν μια νευρωνική οδό που συνδέει τις βραχυπρόθεσμες με τις μακροπρόθεσμες μνήμες. Βασικό στοιχείο ήταν ο θάλαμος– μια περιοχή στο κέντρο του εγκεφάλου, η οποία βοηθά όχι μόνο στην επιλογή των αναμνήσεων που πρέπει να θυμόμαστε, αλλά τις κατευθύνει προς τον φλοιό για μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση. Αυτό άνοιξε τον δρόμο για ένα από τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα στον τομέα της έρευνας για τη μνήμη: Τι συμβαίνει στις μνήμες πέρα από τη βραχυπρόθεσμη αποθήκευση στον ιππόκαμπο – και ποιοι μοριακοί μηχανισμοί «αποφασίζουν» ποιες θα προχωρήσουν στον φλοιό και ποιες θα ξεχαστούν;

Για να το διερευνήσουν, η ομάδα ανέπτυξε ένα μοντέλο συμπεριφοράς χρησιμοποιώντας ένα σύστημα εικονικής πραγματικότητας όπου τα ποντίκια σχημάτιζαν συγκεκριμένες αναμνήσεις.

«Η Άντρεα Τερσέρος, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο εργαστήριό μου, δημιούργησε ένα κομψό μοντέλο που μας επέτρεψε να “ξεκλειδώσουμε” το πρόβλημα με νέο τρόπο», λέει η ερευνήτρια.

«Με τη διαφοροποίηση της συχνότητας επανάληψης ορισμένων εμπειριών, καταφέραμε να κάνουμε τα ποντίκια να θυμούνται κάποια πράγματα καλύτερα από άλλα. Στη συνέχεια, εξετάσαμε τον εγκέφαλο για να δούμε ποιοι μηχανισμοί συσχετίζονταν με την επιμονή της μνήμης», προσθέτει.

Ωστόσο, ο συσχετισμός δεν αρκούσε. Για να δείξουν αιτιώδη σχέση, η επικεφαλής της μελέτης, Σελίν Τσεν, ανέπτυξε μια πλατφόρμα διαλογής CRISPR προκειμένου να τροποποιήσει γονίδια στον θάλαμο και τον φλοιό. Έτσι αποδείχθηκε ότι η αφαίρεση ορισμένων μορίων επηρέαζε τη διάρκεια της μνήμης—και μάλιστα το καθένα σε διαφορετική χρονική κλίμακα.

Προγραμματισμένη εισαγωγή

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η μακροπρόθεσμη μνήμη δεν διατηρείται από έναν μόνο μοριακό διακόπτη, αλλά από μια σειρά γονιδιακών ρυθμίσεων που εκτυλίσσονται σταδιακά στον χρόνο και ενεργοποιούνται σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου—σαν μια σειρά από μοριακά χρονόμετρα. Τα αρχικά χρονόμετρα ενεργοποιούνται γρήγορα και εξασθενούν εξίσου γρήγορα, επιτρέποντας την ταχεία λήθη. Τα μεταγενέστερα ενεργοποιούνται αργά αλλά καθιστούν τις μνήμες πιο ανθεκτικές. Αυτή η διαδοχική διαδικασία επιτρέπει στον εγκέφαλο να προωθεί σημαντικές εμπειρίες σε μακροπρόθεσμη αποθήκευση, ενώ οι υπόλοιπες εξασθενούν.

Στη μελέτη τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την επανάληψη ως δείκτη σπουδαιότητας, συγκρίνοντας μνήμες από συχνά επαναλαμβανόμενες εμπειρίες με αναμνήσεις που συναντώνται λιγότερο συχνά. Εντόπισαν τρεις μεταγραφικούς ρυθμιστές: τους Camta1 και Tcf4 στον θάλαμο και τον Ash1l στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητοι για τον αρχικό σχηματισμό αναμνήσεων, αλλά είναι κρίσιμοι για τη διατήρησή τους. Η διακοπή των Camta1 και Tcf4 διατάραξε τις λειτουργικές συνδέσεις μεταξύ του θαλάμου και του φλοιού, οδηγώντας σε απώλεια μνήμης.

Το μοντέλο προτείνει ότι, αφού σχηματιστεί η βασική μνήμη στον ιππόκαμπο, το Camta1 εξασφαλίζει τη βραχυπρόθεσμη σταθεροποίησή της. Με τον χρόνο, ενεργοποιείται το Tcf4, παρέχοντας κυτταρική συνοχή και δομική υποστήριξη. Τέλος, το Ash1l ενεργοποιεί προγράμματα αναδιαμόρφωσης χρωματίνης που ενισχύουν μακροπρόθεσμα τη μνήμη.

«Αν οι μνήμες δεν περάσουν από αυτά τα στάδια, πιστεύουμε ότι είναι προγραμματισμένες να ξεχαστούν γρήγορα», λέει η Ρατζασεθουπάτι.

Ο τρίτος ρυθμιστής Ash1l ανήκει σε οικογένεια πρωτεϊνών—τις ιστονικές μεθυλοτρανσφεράσες—που διατηρούν τη μνήμη και σε άλλα βιολογικά συστήματα.

«Στο ανοσοποιητικό σύστημα αυτές οι πρωτεΐνες βοηθούν το σώμα να θυμάται παλαιότερες λοιμώξεις. Κατά την ανάπτυξη, βοηθούν τα κύτταρα να θυμούνται ότι έχουν γίνει νευρώνες ή μυς και να διατηρούν την ταυτότητά τους μακροπρόθεσμα. Ο εγκέφαλος ίσως επαναχρησιμοποιεί αυτούς τους μηχανισμούς για να υποστηρίξει γνωστικές μνήμες», αναφέρει η ερευνήτρια.

Νευροεκφυλιστικές ασθένειες

Τα ευρήματα μπορεί να έχουν σημαντικές εφαρμογές σε παθήσεις που σχετίζονται με τη μνήμη. Η Ρατζασεθουπάτι υποψιάζεται ότι, εντοπίζοντας τα γονιδιακά προγράμματα που διατηρούν τη μνήμη, οι ερευνητές μπορεί τελικά να βρουν τρόπους να δρομολογήσουν τη μνήμη μέσω εναλλασσόμενων κυκλωμάτων και γύρω από κατεστραμμένα μέρη του εγκεφάλου σε παθήσεις όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.

«Αν γνωρίζουμε ποιες περιοχές είναι κρίσιμες για τη σταθεροποίηση της μνήμης, και οι πρώτες έχουν υποστεί βλάβες, ίσως μπορέσουμε να αφήσουμε τις υγιείς περιοχές να αναλάβουν τον έλεγχο», εξηγεί.

Τα επόμενα βήματα της ομάδας περιλαμβάνουν τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ενεργοποιούνται οι διάφοροι μοριακοί χρονοδιακόπτες και τι καθορίζει τη διάρκειά τους. Το εργαστήριό τους δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του θαλάμου, τον οποίο έχουν εντοπίσει ως κρίσιμο κόμβο λήψης αποφάσεων σε αυτή τη διαδικασία.

«Μας ενδιαφέρει να κατανοήσουμε τη ζωή μιας μνήμης πέρα από τον αρχικό σχηματισμό της στον ιππόκαμπο. Πιστεύουμε ότι ο θάλαμος και τα παράλληλα κανάλια επικοινωνίας του με τον φλοιό βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας» καταλήγει η ερευνήτρια.

Πηγή: ertnews.gr