Ακούς φωνές; Σε κάποια μέρη αυτό είναι καλό

Οι άνθρωποι που «ακούν φωνές» σχετίζονται στη δυτική ψυχιατρική με ψυχωτικές διαταραχές και το στίγμα που συνοδεύει αυτές τις καταστάσεις δεν τους επιτρέπει να το παραδεχτούν δημόσια.

Έρευνες που έχουν γίνει μέσα στις δεκαετίες έχουν δείξει ότι ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός ανθρώπων χωρίς καμία προηγούμενη διαγνωσμένη ψυχική διαταραχή -συχνά περισσότεροι από τα τρία τέταρτα όσων συμμετείχαν- έχουν ακούσει φωνές.

Σε ορισμένους πολιτισμούς αυτές οι ψευδαισθήσεις δεν είναι μόνο αποδεκτές, αλλά και γιορτάζονται καθώς θεωρείται ότι προσφέρουν καθοδήγηση ή ότι βοηθούν στο να μένουν οι άνθρωποι ασφαλείς. Τι μπορούμε να μάθουμε για την ψυχική υγεία από άλλους πολιτισμούς; Και μπορούμε να δούμε διαφορετικά τα άτομα που ακούν φωνές.

Το BBC εξηγεί.

Πώς βλέπουν τις φωνές διάφορες φυλές

Οι προσδοκίες που διαμορφώνονται από τον πολιτισμό, το περιβάλλον και τους ανθρώπους με τους οποίους μεγαλώνουμε επηρεάζουν το αν όσοι βιώνουν ψευδαισθήσεις κρίνονται ως άρρωστοι ή όχι, λέει η Tanya Luhrmann, καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στις ΗΠΑ και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Our Most Troubling Madness».

Το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), που αποτελεί το βασικό σημείο αναφοράς για τη διάγνωση ψυχικών διαταραχών στις ΗΠΑ, αναφέρει την ακρόαση φωνών ως κύριο χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας και της ψύχωσης.

Παρ’ όλα αυτά, στις δυτικές χώρες κάποιες ψευδαισθήσεις γίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από άλλες – έως και το 80% των Αμερικανών και Ευρωπαίων που έχουν χάσει αγαπημένα πρόσωπα αναφέρουν ότι βλέπουν, ακούν ή νιώθουν έναν συγγενή που έχει πεθάνει. Η φυλή των Achuar του Εκουαδόρ απαγορεύουν το πένθος για την απώλεια οικογενειακών μελών, επειδή θεωρούν ότι τα οράματα ή τα όνειρα για τους νεκρούς απειλούν τις ψυχές των ζωντανών.

Ακόμη και το να ακούει κάποιος φωνές, που προκύπτουν μετά από φαρμακευτική αγωγή, διαφέρουν ανάλογα με τις πολιτισμικές διαφορές. Στον Αμαζόνιο, η φυλή Siona πιστεύει ότι τέτοιες ψευδαισθήσεις αποτελούν εμπειρία μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, ενώ η φυλή Schuar θεωρεί ότι η καθημερινή ζωή είναι ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα είναι ό,τι βλέπεται κατά τη διάρκεια μιας ψευδαίσθησης.

Ο ρόλος του πολιτισμού

Οι αντιδράσεις των ανθρώπων που ακούν φωνές μπορούν επίσης να διαμορφωθούν από τον πολιτισμό. Μια σύγκριση μεταξύ ασθενών με ψύχωση στις ΗΠΑ, τη Γκάνα και τη νότια Ινδία έδειξε ότι οι Αμερικανοί ήταν πιο πιθανό να μισούν την εσωτερική τους φωνή και συνήθως δεν γνώριζαν την ταυτότητα του ομιλητή. Αντίθετα, οι ασθενείς στη Τσενάι της Ινδίας και στο Άκρα της Γκάνας συνδέουν τις εσωτερικές τους φωνές με τον Θεό ή τα μέλη της οικογένειας και δεν τις απεχθάνονται πάντα, σύμφωνα με τη μελέτη που διεξήγαγε η Luhrmann.

Περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους από την Τσενάι που συμμετείχαν στη μελέτη δήλωσαν ότι άκουγαν τις φωνές συγκεκριμένων μελών της οικογένειας, όπως των γονιών τους, της πεθεράς ή των αδερφών τους. Αυτές οι φωνές προσέφεραν πρακτικές συμβουλές, οδηγίες για καθημερινές δουλειές και ήταν επίσης εκεί για να επιπλήξουν όταν χρειαζόταν. Οι φωνές τους έλεγαν να πάνε στα καταστήματα, να ετοιμάσουν φαγητό και να κάνουν μπάνιο. «Μιλούν όπως οι μεγαλύτεροι που συμβουλεύουν τους νεότερους», είπε ένας συμμετέχων. «Μου μαθαίνει ό,τι δεν ξέρω», είπε ένας άλλος.

Για τους συμμετέχοντες στην Τσενάι οι φωνές φαίνονταν να έχουν πιο ρεαλιστική ποιότητα, και μόνο ένας μικρός αριθμός συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν αναγνώριζε τη φωνή που του μιλούσε. Ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στο Άκρα προχώρησαν περισσότερο και είπαν ότι οι φωνές τους ήταν θετικές επιρροές. Ένας άνδρας είπε στη Luhrmann: «Μου λένε απλώς να κάνω το σωστό. Αν δεν είχα αυτές τις φωνές, θα είχα πεθάνει πριν πολύ καιρό».

Ωστόσο, οι Αμερικανοί ήταν πιο πιθανό να περιγράψουν τις φωνές τους ως φανταστικές. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι εκεί ή κάτι τέτοιο. Νομίζω απλώς ότι έτσι λειτουργεί το μυαλό μου», είπε ένας Αμερικανός στη Luhrmann.

Φωνή = γιορτή

Ορισμένοι πολιτισμοί αποδέχονται, και ακόμη και γιορτάζουν, τα άτομα που βιώνουν ψευδαισθήσεις αντί να τα παθολογικοποιούν, λέει η Luhrmann, δίνοντας το παράδειγμα των ανθρώπων από τη Γκάνα, των οποίων οι φωνές θεωρούνταν επαφή με τον Θεό. «Σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι άνθρωποι αναμένεται να βλέπουν τους νεκρούς, να μιλούν με πνεύματα, να αλληλεπιδρούν με νεράιδες», λέει η Luhrmann.

Καθώς οι δυτικοί ψυχίατροι τον 20ό αιώνα προσπαθούν να συμφωνήσουν για το πώς θα ορίζουν και θα διαγιγνώσκουν διάφορες ψυχικές ασθένειες, ανθρωπολόγοι όπως η Ruth Benedict και η Jane Murphy κατέγραψε πώς άνθρωποι με παρόμοια συμπτώματα αντιμετωπίζονταν με αποδοχή και ακόμη και με τιμή σε μη δυτικούς πολιτισμούς.

Η Murphy έζησε με τους Egba Yoruba από τη δυτική Νιγηρία, τους οποίους παρατηρούσε να ακούν φωνές και να προσπαθούν να δείξουν στους άλλους από πού προέρχονταν. Σημείωσε ότι αυτό φαίνεται να είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο ανάμεσα στους Egba Yoruba και δεν ανησυχούσε ούτε τον άνθρωπο που άκουγε τις φωνές ούτε τους άλλους που δεν μπορούσαν να τις δουν.

Οι περισσότεροι πολιτισμοί, λέει η Luhrmann, έχουν λέξεις για σκέψεις που μπορούν να περάσουν από ένα μυαλό σε άλλο. Στα αγγλικά θα λέγαμε «τηλεπάθεια», «μαγεία» ή «θεία έμπνευση». Οι άνθρωποι γενικά αισθάνονται ότι οι σκέψεις τους είναι ιδιωτικές, λέει η Luhrmann. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς πιθανώς έχουμε βιώσει εμπειρίες που αντιβαίνουν σε αυτό. «Μερικές φορές ένα ισχυρό όνειρο φαίνεται σαν να μεταφέρει πληροφορίες από έξω. Μερικές φορές, αν θυμώσεις πολύ με κάποιον που δεν είναι στο δωμάτιο μαζί σου και τον καταριέσαι, φαίνεται σαν να θα μπορούσε να φτάσει σε αυτόν».

Τι συμβαίνει

H διαπερατότητα (porosity) και απορρόφηση (absorption), φαίνεται να εξηγούν γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πιο δεκτικοί σε εξωτερικές φωνές και άλλα φαινόμενα. Η διαπερατότητα είναι η προθυμία να δεχόμαστε ότι εξωτερικές σκέψεις μπορούν να μπουν στο μυαλό μας.

Η απορρόφηση, από την άλλη, μας επιτρέπει να αφήνουμε τον τρέχοντα κόσμο μας και να εισερχόμαστε στον κόσμο της φαντασίας μας, θολώνοντας τα όρια μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής ψυχικής μας εμπειρίας. Άτομα με υψηλή απορρόφηση είναι απίθανο να αμφισβητήσουν αμέσως αν μια εμπειρία είναι πραγματική, αλλά είναι πιο πρόθυμα να αναρωτηθούν τι μπορεί να τους διδάξει αυτή η εμπειρία.

Η προθυμία να αποδεχόμαστε και να αλληλεπιδρούμε με τις φωνές μπορεί να εξηγήσει τις πολιτισμικές διαφορές στην ανάρρωση από ψυχικές ασθένειες. Σε μια μελέτη που συνέκρινε τις εμπειρίες ασθενών με σχιζοφρένεια στη Νιγηρία και τη Βρετανία, οι τελευταίοι ήταν πιο πιθανό να ακούσουν κακοποιητικές και επιθετικές φωνές. Και σε άλλη έρευνα που επικεντρώθηκε σε ασθενείς με σχιζοφρένεια στο Πακιστάν και τη Βρετανία, οι Βρετανοί ήταν πιο πιθανό να ακούσουν εντολές να αυτοκτονήσουν.

Οι κοινωνικοί παράγοντες

Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι βιώνουν τις φωνές τους ως εξαιρετικά αρνητικές έχει κλινικές συνέπειες. Εδώ είναι όπου το «ακούω φωνές» μπορεί να γίνει πιο σοβαρή και αναμφισβήτητα παθολογική. Σε πολλές μελέτες, οι Αμερικανοί ήταν πολύ πιο πιθανό να πουν ότι οι φωνές που άκουγαν είχαν βίαιες προθέσεις. Κάποιοι συμμετέχοντες είπαν στη Luhrmann ότι οι φωνές τους ζητούσαν να βασανίσουν ανθρώπους και να πιουν το αίμα τους, ενώ άλλοι περιέγραφαν φωνές που τους καλούσαν στη μάχη.

Η Luhrmann υποστηρίζει ότι κοινωνικοί παράγοντες θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτό σε κάποιο βαθμό. Οι ΗΠΑ έχουν πολύ υψηλότερο ποσοστό βίας με όπλα σε σύγκριση με άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος. Οι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες είναι επίσης πιο πιθανό να είναι άστεγοι στις ΗΠΑ και να βιώνουν βία εναντίον τους.

Κατά τη διάρκεια της εργασίας της σε μια περιοχή του Σικάγου με τον πυκνότερο πληθυσμό ατόμων με σχιζοφρένεια στην πολιτεία του Ιλινόις, εκτός των φυλακών, η Luhrmann ήθελε να μάθει πώς ο πολιτισμός διαμορφώνει τις εμπειρίες των ανθρώπων με ψύχωση. Ορισμένα άτομα με ψύχωση μπορούν να έχουν νομαδική ζωή, μετακινούμενα μεταξύ ιδρυμάτων και υπηρεσιών όπως φυλακές, νοσοκομεία, δρόμοι και καταφύγια, κάτι που αναφέρονται ως «κυκλώματα ιδρυμάτων». «Ακούν φωνές που λένε ότι οι άνθρωποι τους παρακολουθούν. Και υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι γύρω από αυτά τα κυκλώματα ιδρυμάτων που πραγματικά τους κυνηγούν, τους κοροϊδεύουν, τους γελοιοποιούν» λέει.

Η ανάρρωση

Οι επικριτικές ή βίαιες φωνές είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας πρόβλεψης για το αν κάποιος θα λάβει κλινική διάγνωση ψυχωτικής διαταραχής. Οι πολιτισμικές διαφορές μπορεί επίσης να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αναρρώνουν από την ασθένεια. Σε μια άλλη μελέτη ασθενών που άκουγαν φωνές από την Τσενάι και μιας ομάδας από το Μόντρεαλ του Καναδά, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για πέντε χρόνια, οι Ινδοί ασθενείς φάνηκε να είναι πιο πιθανό να έχουν επιλέξει να σταματήσουν τα φάρμακά τους μετά από ένα χρόνο. Οι Ινδοί ασθενείς είχαν επίσης λιγότερα αρνητικά συμπτώματα και καλύτερη ικανότητα λειτουργίας στην κοινωνία, ανεξαρτήτως του αν ήταν σε φαρμακευτική αγωγή ή όχι.

Ο Ashok Malla, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ, σημειώνει ότι η «λειτουργία στην κοινωνία» μπορεί να έχει ευρύτερο ορισμό στην Ινδία σε σχέση με τον Καναδά, καθώς η φροντίδα του νοικοκυριού ή των ηλικιωμένων γονέων είναι εξίσου σημαντικός, ή ακόμη πιο σημαντικός, ρόλος για τις γυναίκες σε σχέση με την αμειβόμενη εργασία. Στη Δύση, λέει, η έλλειψη αμειβόμενης εργασίας μπορεί να συνοδεύεται από μεγαλύτερο στίγμα.

Οι θεραπείες ήταν σχεδόν ίδιες όσον αφορά τα φάρμακα, τη διαχείριση των περιπτώσεων και τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία. Ο Malla εξηγεί ότι ενώ τα αντιψυχωτικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά, αντιμετωπίζουν μόνο εν μέρει τα συμπτώματα της νόσου.

«Τα αντιψυχωτικά φάρμακα λειτουργούν κυρίως για τα θετικά συμπτώματα, δηλαδή για πράγματα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, όπως οι ψευδαισθήσεις ή οι αυταπάτες», λέει ο Malla. Τα αρνητικά συμπτώματα είναι η απουσία πραγμάτων που θα έπρεπε να υπάρχουν, όπως η συναισθηματική έκφραση, η ικανότητα παραγωγής σκέψεων και η ικανότητα κοινωνικής αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους. Το αντίθετό τους θα ήταν η κοινωνική απομόνωση, η έλλειψη εμπειριών, συναισθημάτων κ.λπ. «Τα φάρμακα έχουν πολύ μικρή, αν όχι καθόλου, επίδραση σε αυτά», λέει ο Malla. Γενικά, τα αρνητικά συμπτώματα, όπως η χαμηλή διάθεση, ανταποκρίνονται φτωχά στα φάρμακα.

Ο Malla υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές διαφορές μεταξύ Ινδίας και Καναδά εξηγούν εν μέρει τη διαφορά στην επιτυχία των θεραπειών. Για παράδειγμα, το να είσαι άστεγος είναι λιγότερο συχνό μεταξύ ανθρώπων με σχιζοφρένεια στην Τσενάι. Ο Malla αποδίδει αυτό στο γεγονός στο ότι οι οικογένειες θέλουν να κρατήσουν την ψυχική ασθένεια εντός του νοικοκυριού, ώστε οποιοδήποτε στίγμα σχετίζεται με την ύπαρξη ενός μέλους της οικογένειας με σχιζοφρένεια να μπορεί να «κρατηθεί κρυφό». Αναφέρει ότι ο γάμος αποτελεί βασικό ζήτημα για τις οικογένειες, και ό,τι μπορεί να επηρεάσει τη γαμήλια ικανότητα ενός απογόνου θα αντιμετωπιστεί σε οικογενειακό επίπεδο.

Επισημαίνει ότι οι οικογένειες στον Καναδά ενδιαφέρονται εξίσου να φροντίζουν τους γιους και τις κόρες τους, αδέρφια και αδελφές, όπως και στην Ινδία. Ωστόσο λέει ότι η προηγμένη νομοθεσία σχετικά με την επαφή και την εμπιστευτικότητα με τους ασθενείς μπορεί να αποτελεί πρόβλημα. Ένας νέος ενήλικας στη Βόρεια Αμερική μπορεί πιο εύκολα να φύγει από το σπίτι και να διακόψει την επαφή αν το επιθυμεί, λέει. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερα αποτελέσματα.

Οι οικογενειακές παρεμβάσεις έχουν δείξει ότι είναι αποτελεσματικές στη βελτίωση της ανάρρωσης από την ψύχωση. «Στην Τσενάι, ένας ασθενής σπάνια έρχεται στην κλινική χωρίς μέλος της οικογένειας. Υποθέσαμε ότι αυτό θα οδηγούσε σε καλύτερο αποτέλεσμα όσον αφορά τα αρνητικά συμπτώματα», λέει ο Malla. «Και ακριβώς αυτό διαπιστώσαμε».

Όπως ακριβώς διαφέρει ο τρόπος που οι δυτικές χώρες και η φυλή Achuar στο Εκουαδόρ ορίζουν την επαφή με τους νεκρούς, έτσι και το τι θεωρείται «φυσιολογική» εμπειρία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτισμό μας. Όταν κοιτάξει κανείς πώς κάποιοι πολιτισμοί ανά τον κόσμο γιορτάζουν εκείνους που ακούνε φωνές, ίσως η ακρόαση φωνών να είναι πιο «φυσιολογική» απ’ ό,τι πιστεύουμε.

Πηγή: tovima.gr