Η δίκη για το Μάτι ξεκίνησε στο Εφετείο με υψηλές προσδοκίες για πολλούς από τους συγγενείς των θυμάτων. Η Εισαγγελία είχε ασκήσει έφεση για όλα τα σημεία της πρωτόδικης απόφασης, οπότε η διαδικασία εκκινούσε από την αρχή.
Συνέβη ωστόσο και κάτι άλλο, μάλλον τυπικό και ίσως φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό, που αναπτέρωσε το ηθικό ορισμένων. Tην πρώτη ημέρα η πρόεδρος της έδρας ζήτησε από τους κατηγορουμένους να σηκωθούν από όπου κάθονταν και να καθίσουν στις ξύλινες καρέκλες των κατηγορουμένων, με την ακριβή σειρά που αναφερόταν στο κατηγορητήριο.
Οι πρώην –και κάποιοι νυν– ανώτατοι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, τα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης σηκώθηκαν και για αρκετά λεπτά προσπαθούσαν αμήχανα να βρουν τη θέση τους.
«Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζονται όπως πρέπει. Ως κατηγορούμενοι», σχολίαζαν οι συγγενείς των θυμάτων.
Ίσως λόγω του υπαρκτού κινδύνου παραγραφής –μέχρι τον Ιούλιο του 2026 πρέπει να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και από τον Αρειο Πάγο– η διαδικασία έτρεξε γρήγορα.
«Η πρόεδρος επέμενε –στους μάρτυρες, αλλά όχι στους κατηγορουμένους– να καταθέσουμε μόνο κάτι καινούργιο ή συμπληρωματικό. Εμείς όμως θεωρούσαμε απαραίτητο να ακουστούν τα πάντα από την αρχή», αναφέρει ο Αρης Χερουβείμ, που έχασε στη φωτιά τη μητέρα, την αδελφή και τις δύο ανιψιές του. Οταν κατέθεσε η Βαρβάρα Βουκάκη, ξεκίνησε ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη σε περίπτωση που μακρηγορήσει.
«Νομίζω ότι είναι η τελευταία φορά που θα καθίσω σ’ αυτή τη θέση και εύχομαι να είναι και η τελευταία φορά που θα καθίσουν εδώ άνθρωποι που έχουν βιώσει ιστορίες σαν τις δικές μας», είπε η γυναίκα, που έχασε στη φωτιά τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά. Καθώς εξιστορούσε τις δραματικές στιγμές που έζησε, σταμάτησε και επανέλαβε τη συγγνώμη.
«Συγγνώμη αν μακρηγορώ, αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου». Τότε η πρόεδρος του δικαστηρίου απάντησε: «Ναι, καταλαβαίνω. Πολλοί όμως θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους. Λίγο πιο σύντομα». Η Βαρβάρα συνέχισε την αφήγηση, αλλά το κλίμα είχε φορτιστεί και από το ακροατήριο υπήρξαν αντιδράσεις. Σύμφωνα με έρευνα της «Κ», η συγκεκριμένη στιχομυθία όχι μόνο δεν αποτυπώθηκε στα πρακτικά της δίκης, αλλά έχει αλλοιωθεί σ’ αυτά. Η φράση: «Ναι, καταλαβαίνω, πολλοί όμως θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους. Λίγο πιο σύντομα», έχει αντικατασταθεί με την εξής: «Ναι, καταλαβαίνω, όμως για την οικονομία της δίκης λίγο πιο σύντομα».
Συγκρίσεις
Καθώς η δίκη βρισκόταν σε εξέλιξη, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν για το δυστύχημα στα Τέμπη. Ο σύλλογος Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών από το Μάτι, έπειτα από αρκετές διαβουλεύσεις, ανακοίνωσε πως δεν θα συμμετάσχει οργανωμένα στις συγκεντρώσεις αυτές, λόγω της πόλωσης που είχε δημιουργηθεί.
«Για να αποκλειστούν συνειρμοί και υπόνοιες καπηλείας της χρονικής συγκυρίας», ανέφεραν σε επιστολή τους. Στις συζητήσεις είχε έρθει στην επιφάνεια ένα περιστατικό που συνέβη παλαιότερα στον Παναγιώτη Ντάγκαλο. Λίγες εβδομάδες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη είχε κατέβει σε μια διαδήλωση, κρατώντας σημαία με τη φράση «Τέμπη 57 – Μάτι 103».
Εκεί δέχτηκε έντονη κριτική από ομάδα διαδηλωτών: «Τι είναι αυτά που γράφεις στη σημαία; Τώρα θυμήθηκες να κάνεις διαμαρτυρία; Υστερα από 4,5 χρόνια;», του είπαν προσπαθώντας να τον απομακρύνουν. «Ευτυχώς κάποιοι με υποστήριξαν, αλλά εγώ είχα “παγώσει”. Δεν είχα καν καταλάβει τον λόγο που θίχτηκαν. Γιατί τα πρώτα δύο – τρία χρόνια ήμουν “σβηστός”, δεν μπορούσα καν να βγω από το σπίτι», είχε πει παλαιότερα στην «Κ» ο κ. Ντάγκαλος.
Την ημέρα της φωτιάς βρισκόταν στο Μάτι, επισκέπτης, με τη σύζυγό του Καλλιόπη και τον μικρό τους γιο. Εγκλωβίστηκαν με το αυτοκίνητο και κατά την απελπισμένη τους προσπάθεια να διαφύγουν, είδε τη γυναίκα του να καίγεται μπροστά στα μάτια του.
«Παρόλο που δεν θα έπρεπε να τίθεται κανένα θέμα σύγκρισης Τέμπη – Μάτι, αναπόφευκτα μπήκαμε σ’ αυτή τη διαδικασία. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι εύκολο να κατανοήσεις πώς από τη μια γίνεται ένα δικαστήριο σε μια άδεια αίθουσα, σαν να επρόκειτο για τροχαία παράβαση και από την άλλη βλέπεις όλον αυτόν τον κόσμο να κατεβαίνει στους δρόμους», σημειώνει ο Αρης Χερουβείμ.
«Λίγο πιο σύντομα» – «Συγγνώμη αν μακρηγορώ, αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου», είπε η Βαρβάρα Βουκάκη. Τότε η πρόεδρος της έδρας απάντησε: «Ναι, καταλαβαίνω. Πολλοί όμως θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους. Λίγο πιο σύντομα».
Ξανά και ξανά
«Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και αναρωτιέσαι: έκανα ό,τι μπορούσα για το παιδί μου; Γιατί δεν κατάφερα αυτό που κατάφερε η Μαρία Καρυστιανού; Τι διαφορετικό θα έπρεπε να έχουμε κάνει;», αναρωτιέται η Αθηνά Μουτάφη. Η ίδια προσπαθούσε να παίρνει όλα τα ρεπό από τη δουλειά της τις ημέρες του δικαστηρίου για να παρευρίσκεται. Εδινε συνεντεύξεις όποτε της το ζητούσαν και απαντούσε ξανά και ξανά στις ερωτήσεις δημοσιογράφων για το τι τους συνέβη, όσο επώδυνο κι αν ήταν. Και ας ένιωθε κάθε φορά πως ξαναζεί τη στιγμή που είδε τον Βίκτωρα να πνίγεται, όταν προσπάθησαν να σωθούν βρίσκοντας καταφύγιο στη θάλασσα.
Μέχρι και απεργία πείνας ήταν αποφασισμένη να κάνει παλαιότερα. «Θα γινόταν όμως κάτι; Αμφιβάλλω», λέει σήμερα. Αυτή η συζήτηση γινόταν συχνά στα διαλείμματα της δίκης. «Και να υπήρχε ανταπόκριση από τον κόσμο, αργότερα θα επιστρέφαμε σε αυτήν εδώ την αίθουσα, όπου δικάζεται ένα πλημμέλημα», της είπε κάποιος πρόσφατα. «Η βουτιά στην απογοήτευση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη».
Ο βασικός στόχος όλων όλα αυτά τα χρόνια ήταν η αναβάθμιση του κατηγορητηρίου. Ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης είχε υποβάλει σχετικά αιτήματα τα οποία όμως είχαν όλα απορριφθεί. Η τελευταία τους ελπίδα ήταν το Εφετείο. Η εισαγγελέας είχε τη δυνατότητα να προτείνει την αναβάθμιση των κατηγοριών. Δεν το έκανε όμως. «Θα περνούσατε στην Ιστορία σαν τον Κολοκοτρώνη», της φώναξε η Ελένη, η μητέρα της Καλλιόπης, συζύγου του Παναγιώτη Ντάγκαλου. Η εισαγγελέας απάντησε πως αν εισηγείτο κάτι τέτοιο σε αυτό το στάδιο θα περνούσε στην Ιστορία ως η εισαγγελέας που συνέβαλε στην παραγραφή.
Την ημέρα της εισαγγελικής αγόρευσης η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. «Ισως ήταν τα απόνερα της δυναμικής από τα Τέμπη, ίσως η κινητοποίηση του συλλόγου. Οπως και να ‘χει ήταν σημαντικό», λέει ο Αρης Χερουβείμ. «Οχι μόνο για να μη νιώθουμε μόνοι, αλλά και για την ίδια την υπόθεση. Αλλιώς είναι για μια έδρα να δικάζει σε γεμάτη αίθουσα». Στην πρότασή της η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή για 12 πρόσωπα – εκ των οποίων τα πέντε προστέθηκαν για πρώτη φορά. Η αγόρευση συνέπεσε με την ανακοίνωση του ρυμοτομικού σχεδίου για το Μάτι. Η χρονική σύμπτωση εκλήφθηκε από πολλούς ως επικοινωνιακή κίνηση από πλευράς της κυβέρνησης. «Για κάποιους είναι κάτι που όντως λύνει προβλήματα», λένε, «αλλά άλλοι το εξέλαβαν ως υπενθύμιση μιας υπόγειας αφήγησης, της γνωστής προπαγάνδας, ότι εμείς φταίμε για ό,τι συνέβη».
Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε μια άλλη απόφαση – αποτέλεσμα της επίμονης προσπάθειας του συλλόγου: Το ελληνικό Δημόσιο δεν θα ασκεί πλέον εφέσεις στις πρωτόδικες αποφάσεις αποζημιώσεων των διοικητικών δικαστηρίων. «Ηταν μια σημαντική κίνηση κι ας άργησε», παρατηρούν, ωστόσο όπως είχε διαπιστώσει η δικηγόρος και συγγενής θύματος, Σοφία Χαμηλοθώρη, στη δική της υπόθεση το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να παραιτήθηκε από την έφεση, αλλά το ίδιο δεν ίσχυσε για την Περιφέρεια και τους Δήμους Μαραθώνα και Ραφήνας, οι οποίοι είχαν υποβάλει έφεση. Ο σύλλογος την περασμένη εβδομάδα δημοσιοποίησε το πρόβλημα. Η ανταπόκριση του ΥΠΟΙΚ ήταν άμεση και παρά τις αρχικές διαψεύσεις Περιφέρειας και Δήμου Ραφήνας (πως δεν είχαν ασκήσει έφεση μετά το αρχικό ΦΕΚ, αλλά πριν από αυτό – κάτι που δεν ισχύει), όλοι έχουν τώρα δεσμευτεί πως θα αποσυρθούν άμεσα από όποια διεκδίκηση.
Το ζήτημα της πιθανής ακυρότητας της διαδικασίας στον Αρειο Πάγο –όπως συνέβη πρόσφατα στην υπόθεση της Μάνδρας– έχει ήδη αρχίσει να συζητείται και για τη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι.
Η σορός δεν ήταν του πατέρα της…
Παράλληλα με τον δικαστικό αγώνα, πολλοί από τους συγγενείς συνεχίζουν και σήμερα, επτά χρόνια μετά τη φωτιά, να δίνουν άλλους –εξίσου δύσκολους αλλά κυρίως πρωτόγνωρους– αγώνες. Μια γυναίκα που είχε εντοπίσει η ίδια τον απανθρακωμένο πατέρα της μέσα στα εγκλωβισμένα αυτοκίνητα το μοιραίο βράδυ, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια τραγική αποκάλυψη. Oταν χρειάστηκε να γίνει εκταφή του πατέρα της για να ταφεί στον ίδιο τάφο άλλος συγγενής, διαπίστωσε ότι μέσα στο φέρετρο δεν βρισκόταν ο πατέρας της, αλλά άγνωστος άνδρας. Ακολούθησε μια μακρά, επίπονη διαδικασία. Αναζητούσε επί μήνες εισαγγελέα για να δώσει εντολή για εκταφή και ταυτοποίηση της σορού. Δεν θέλησε να μιλήσει επώνυμα γιατί ακόμη δεν έχει βρει το κουράγιο να πει στην οικογένειά της πως η σορός του πατέρα της αγνοείται…
Ο Aρης Χερουβείμ δίνει επίσης μια πρωτοφανή μάχη: να μπορέσει να εκπροσωπήσει νομικά τις ανιψιές του που χάθηκαν μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά τους στη φωτιά στο Μάτι. Ο ίδιος είναι ο μόνος εν ζωή συγγενής τους, όμως το δικαστήριο δεν του επέτρεψε να τις εκπροσωπήσει. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στις ανιψιές του, την Εβελίνα και τη Μαρίλια, που τότε ήταν μόλις πέντε ετών. Υπάρχουν συνολικά πέντε παιδιά που δεν εκπροσωπούνται σε αυτό το δικαστήριο. «Με κατηγόρησαν ότι το κάνω για την αποζημίωση», λέει. «Αλλά το δικό μου διοικητικό δικαστήριο έχει ολοκληρωθεί. Δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Το κάνω για τους επόμενους», ξεκαθαρίζει.
Ορισμένοι συγγενείς θυμάτων ήδη εξετάζουν την πιθανότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αλλοι συζητούν τη δημιουργία ενός συλλογικού φορέα που θα εκπροσωπεί τα θύματα παρόμοιων εγκλημάτων: από τη Μάνδρα, τα Τέμπη, το Μάτι, αλλά και από άλλες μεμονωμένες υποθέσεις. «Με κάποιους γονείς των Τεμπών έχουν ήδη γίνει κάποιες συναντήσεις», λέει ο Αρης Χερουβείμ. «Αντιλαμβανόμαστε τις ομοιότητες. Στον τρόπο αντιμετώπισης, στην προσπάθεια συγκάλυψης. Το ίδιο και στη Μάνδρα». Τον ρωτάμε πώς νιώθει τώρα που η δίκη φτάνει στο τέλος της. Εδώ και δυόμισι χρόνια, σχεδόν καθημερινά κάνει την ίδια διαδρομή από το σπίτι του μέχρι την οδό Λουκάρεως. Υπήρχαν ημέρες που ήταν ο μόνος που παρακολουθούσε τη δίκη. «Κακά τα ψέματα, μου έδινε δύναμη το γεγονός ότι ήμουν εκεί και ασχολήθηκα σε βάθος. Ομως, τον τελευταίο καιρό πηγαίνω για να καταγραφεί η παρουσία μου, αλλά μετά από λίγο νιώθω την ανάγκη να φύγω», παραδέχεται. «Οταν καταλάβεις πώς παίζεται το παιχνίδι, όχι μόνο σε σχέση με το έγκλημα αλλά και με το πώς λειτούργησε το σύστημα μετά, καταλαβαίνεις ότι στην επόμενη καταστροφή θα συμβεί ακριβώς το ίδιο. Αυτό πλέον δεν αντέχεται», λέει. Και η Αθηνά Μουτάφη έχει χάσει τον ύπνο της περιμένοντας την απόφαση στις 3 Ιουνίου. «Σκέφτομαι συνεχώς τον Βίκτωρα. Νιώθω πως θα πρέπει να του απολογηθώ για το αποτέλεσμα. Κι αυτό με έχει διαλύσει».