επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας

Με ιδιαίτερα χαμηλές προσδοκίες επανεκκινούν σήμερα στo ξενοδοχείο Swissotel στην Κωνσταντινούπολη οι διερευνητικές επαφές μεταξύ των αντιπροσωπειών Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει παράλληλα το βλέμμα στραμμένο στο μέτωπο του κοροναϊού, αλλά και στην προώθηση μιας σειράς κρίσιμων και πολιτικά έντονα «φορτισμένων» μεταρρυθμίσεων που θα προωθηθούν το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους, με αιχμές, πέραν των ρυθμίσεων για τα ΑΕΙ, το ασφαλιστικό και τον νέο συνδικαλιστικό νόμο.

Η Αθήνα προσέρχεται στον διάλογο με ειλικρινή βούληση για την επίτευξη προόδου. Όμως, με δεδομένη την ατζέντα που δημοσίως, τουλάχιστον, θέτει η Αγκυρα, από την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μέχρι τις «γκρίζες ζώνες» και θέματα «τουρκικής» μειονότητας της Θράκης, είναι σαφές πως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ουσιαστική προσέγγιση των δύο πλευρών.

Υπό την ανωτέρω έννοια η σημερινή συνάντηση των αντιπροσωπειών των δύο χώρων αποτελεί ένα κρίσιμο «κρας τεστ» για τη συνολική πορεία των διερευνητικών επαφών και εξ αντανακλάσεως για το κλίμα που θα επικρατήσει στις διμερείς σχέσεις τους επόμενους μήνες.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά αναμένει να αποσαφηνιστεί η προσέγγιση της Τουρκίας. Εάν η Αγκυρα εμφανιστεί στην αυριανή συνάντηση διατεθειμένη να εμπλακεί σε μια ουσιαστική και εποικοδομητική συζήτηση για τις θαλάσσιες ζώνες, όπως είχε συμβεί σε ένα βαθμό το 2003 και το 2011, η Αθήνα θα ανταποκριθεί.

Στην περίπτωση κατά την οποία η «απέναντι» πλευρά επιλέξει να κρατήσει κλειστά πολλά από τα χαρτιά της, η κυβέρνηση θα είναι ανοικτή σε έναν νέο γύρο διερευνητικών επαφών, τον Φεβρουάριο, αυτή τη φορά στην Αθήνα. Εάν όμως η Άγκυρα επιμείνει οι διερευνητικές επαφές να πραγματοποιηθούν με βάση τη «διευρυμένη» ατζέντα που προβάλλει δημοσίως τα τελευταία χρόνια, αμφισβητώντας ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και εθνικές «κόκκινες» γραμμές, είναι προφανές πως ο διάλογος δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Πάντως, κατά πληροφορίες, η ελληνική πλευρά εκτιμά ως πιθανότερο σενάριο ότι επιλογή της Τουρκίας αποτελεί κατά το επόμενο εξάμηνο οι διερευνητικές επαφές να συνεχίζονται, αλλά χωρίς την προοπτική να παραγάγουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Ακόμη και έτσι όμως, αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, η Αθήνα δεν έχει λόγους να επιδιώξει τον τερματισμό τους. Πρώτον, διότι είναι σαφές πως στην παρούσα συγκυρία θα παιχθεί και ένα blame game, υπό την έννοια πως είναι κρίσιμο ποια από τις δύο πλευρές θα χρεωθεί στα μάτια της διεθνούς κοινότητας την ευθύνη πιθανής κατάρρευσης των διερευνητικών.

Η εκτίμηση της Αθήνας ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα δώσει κάποιο «χρόνο ζωής» στη διαδικασία των διερευνητικών επαφών εδράζεται στο γεγονός ότι και ο ίδιος θα αποκομίσει οφέλη από μια περίοδο «ήρεμων νερών» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις: Πρώτον, και ο Τούρκος πρόεδρος θα πρέπει να διαχειριστεί τους επόμενους μήνες τις συνέπειες της πανδημίας.

Δεύτερον, με τον διάλογο σε εξέλιξη, η Αγκυρα αποφεύγει τον σκόπελο των πιθανών κυρώσεων κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. του Μαρτίου. Τρίτον, τους επόμενους μήνες θα είναι σαφέστερη η εικόνα για το πώς διαμορφώνονται οι νέες ισορροπίες στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ μετά την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, που είναι ήδη σαφές πως δεν θα είναι εξίσου «φιλικός» προς τον Ταγίπ Ερντογάν όσο ο Ντόναλντ Τραμπ.

Ως προς ορισμένα από τα ερωτήματα που ενδεχομένως θα ανακύψουν εάν συμφωνηθεί η πορεία προς τη Χάγη, αυτά είναι:

– Το ζήτημα του εύρους των χωρικών υδάτων και η πιθανή επιρροή του εάν θα προχωρούσε η οριοθέτηση.

– Το εφαρμοστέο δίκαιο κατά την οριοθέτηση. Εάν, δηλαδή, θα αξιοποιηθεί το «εργαλείο» της μέσης γραμμής ή εάν θα θεωρηθεί ότι υφίστανται και ειδικές περιστάσεις.

– Πώς θα αντιμετωπιστεί η θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που τα τελευταία χρόνια έχει φέρει στο προσκήνιο η Άγκυρα. Ένα ενδεχόμενο θα ήταν να συμφωνηθεί ότι το Δικαστήριο θα αποφασίσει αποκλειστικά για την οριοθέτηση, χωρίς δηλαδή αναφορά στα ζητήματα κυριαρχίας επί των νήσων.