Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, το αποκαλούμενο GSI, επιστρέφει στο επίκεντρο του ενεργειακού και γεωπολιτικού διαλόγου της Ανατολικής Μεσογείου.
Μετά από μήνες αβεβαιότητας και διαφωνιών μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και της κυπριακής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, η χθεσινή Διακυβερνητική Σύνοδος στο Μέγαρο Μαξίμου σηματοδότησε μια νέα πολιτική εκκίνηση.
Η δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Χριστοδουλίδη να «ξεπαγώσουν» το έργο συνοδεύτηκε από μια κρίσιμη απόφαση: να αναμορφωθεί η οικονομική και τεχνική του αρχιτεκτονική, ώστε να καταστεί πιο ελκυστικό για διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και πιο ανθεκτικό απέναντι στις γεωπολιτικές αναταράξεις της περιοχής.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Στην παρούσα συγκυρία, το GSI μοιάζει με καλώδιο-σύμβολο: συνδέει όχι μόνο τρεις χώρες, αλλά τρεις διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις στην ενεργειακή ασφάλεια, τη γεωπολιτική επιρροή και την τεχνολογική αυτονομία.
Η Ελλάδα και η Κύπρος βλέπουν στο GSI κάτι πολύ περισσότερο από μια τεχνική υποδομή. Πρόκειται για ενεργειακή γέφυρα Ανατολής–Δύσης, που μπορεί να μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια — παραγόμενη από ΑΠΕ ή φυσικό αέριο — προς την Ευρώπη, αλλά και να επιτρέπει την ανάστροφη ροή ρεύματος προς το Ισραήλ και την Κύπρο, ενισχύοντας την περιφερειακή ενεργειακή ασφάλεια.
Αυτό το στοιχείο, της ανάστροφης ροής, έχει ιδιαίτερη σημασία: σε ένα περιβάλλον όπου η σταθερότητα στην περιοχή της Γάζας και της Συρίας παραμένει εύθραυστη, η δυνατότητα ενεργειακής «αυτοάμυνας» αποκτά πολιτικό βάρος. Όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, «το καλώδιο δεν θα εξυπηρετεί μόνο την εξαγωγή ενέργειας από την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την εισαγωγή ρεύματος σε περίπτωση κρίσης».
Ωστόσο, το έργο παραμένει τεχνικά και οικονομικά απαιτητικό. Η αρχική μελέτη προέβλεπε μήκος άνω των 1.200 χιλιομέτρων και βάθος πόντισης που αγγίζει τα 3.000 μέτρα — χαρακτηριστικά που το καθιστούν μία από τις πιο δύσκολες υποθαλάσσιες διασυνδέσεις παγκοσμίως.
Η νέα αρχιτεκτονική και οι «παίκτες» που αλλάζουν το παιχνίδι
Η συμφωνία Αθήνας–Λευκωσίας προβλέπει την τροποποίηση των παραμέτρων του έργου και την είσοδο νέων επενδυτών. Στο τραπέζι βρίσκεται η συμμετοχή του U.S. International Development Finance Corporation (DFC), του αμερικανικού οργανισμού χρηματοδότησης στρατηγικών έργων, καθώς και η πιθανή εμπλοκή της ισραηλινής κυβέρνησης μέσω κρατικών φορέων ενέργειας.
Η παρουσία αμερικανικού κεφαλαίου εκλαμβάνεται ως «γεωπολιτική ασπίδα» απέναντι σε ενδεχόμενες τουρκικές αντιδράσεις. Όπως εξηγεί διπλωματική πηγή από τις Βρυξέλλες, «ένα έργο στο οποίο συμμετέχει η DFC είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρενοχληθεί».
Παράλληλα, ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει η γαλλική Meridien, ενώ στο προσεχές διάστημα αναμένεται η επιλογή διεθνούς οίκου συμβούλων για τη νέα αξιολόγηση βιωσιμότητας. Η αναπροσαρμογή του σχεδίου θεωρείται προϋπόθεση για την είσοδο στρατηγικών εταίρων, αλλά και για τη διασύνδεσή του με τον νέο διάδρομο IMEC (India–Middle East–Europe Corridor), ένα αμερικανικής έμπνευσης σχέδιο που φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτικό δίκτυο μεταφορών και ενέργειας έναντι του κινεζικού Belt and Road (BRI).
Η στάση του Ισραήλ απέναντι στο GSI έχει αποκτήσει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος. Ο υπουργός Ενέργειας του Ισραήλ, κ. Κόεν, δήλωσε πρόσφατα ότι «αν θέλουμε να μη χαθεί χρόνος, μπορούμε να ξεκινήσουμε την πόντιση του καλωδίου από το Ισραήλ προς την Κύπρο», επαναφέροντας τη συζήτηση για επιτάχυνση του έργου, ακόμη κι αν τα υπόλοιπα σκέλη καθυστερήσουν.
Πέρα από την τεχνική διάσταση, η ισραηλινή επιμονή στο έργο αποτυπώνει και μια στρατηγική ανάγκη: την επανασύνδεση με την Ευρώπη μετά την επιδείνωση των σχέσεων λόγω της κρίσης στη Γάζα. Η ενεργειακή συνεργασία με Ελλάδα και Κύπρο λειτουργεί, έτσι, και ως δίοδος εξομάλυνσης, επαναφέροντας το Τελ Αβίβ στο ευρωατλαντικό πλαίσιο μέσω των «ενεργειακών καλωδίων» και όχι των διπλωματικών δηλώσεων.
Η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος και η νέα αμερικανική «ομπρέλα»
Για την Αθήνα, το GSI εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα έργων που την καθιστούν πυλώνα του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος. Ο Κάθετος Διάδρομος φυσικού αερίου, που συνδέει τη Ρεβυθούσα και Αλεξανδρούπολη με την Ουκρανία, αποτελεί ήδη παράδειγμα έργου όπου η Ελλάδα λειτουργεί ως «ενεργειακός μετασχηματιστής» — εισάγοντας αμερικανικό LNG και μετατρέποντάς το σε ενέργεια για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανή εμπλοκή των ΗΠΑ στο καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ προσδίδει στην Ελλάδα στρατηγικό πλεονέκτημα, συνδέοντας τη Μεσόγειο με την Ανατολική Ευρώπη και, δυνητικά, με τη Μέση Ανατολή.
Όπως παρατηρεί διπλωματικός αξιωματούχος, «η ενεργειακή γεωγραφία της Ελλάδας διευρύνεται: από διάδρομος φυσικού αερίου μετατρέπεται σε κόμβο ηλεκτρικής ενέργειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιρροή της στην ΕΕ».
Η Κύπρος, ενόψει και της ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ το 2026, επιδιώκει να αναδειχθεί σε «συνδετικό κρίκο» της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής με τη Μέση Ανατολή. Η πρόθεση του προέδρου Χριστοδουλίδη να καλέσει την Τουρκία σε ορισμένες συνεδριάσεις κατά τη διάρκεια της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτυπώνει τη διάθεση «ενεργειακής διπλωματίας» αντί της απομόνωσης.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η επανενεργοποίηση του σχήματος 3+1 (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ–ΗΠΑ) θα λειτουργήσει ως καταλύτης, όχι μόνο για την πρόοδο του GSI, αλλά και για τη σταδιακή ομαλοποίηση των ενεργειακών σχέσεων στην περιοχή.
Σε μια εποχή όπου η ενέργεια καθορίζει συμμαχίες, το καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ δεν είναι απλώς ένα τεχνικό έργο. Είναι μια δοκιμή εμπιστοσύνης μεταξύ τριών κρατών και των εταίρων τους, ένα εργαλείο επαναχάραξης ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο, και, εν τέλει, ένα στοίχημα για το πώς η ενέργεια μπορεί να μετατραπεί από πηγή εντάσεων σε πηγή σταθερότητας.
Το αν το GSI θα γίνει πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί από το αν οι πολιτικές βουλήσεις που το στηρίζουν μπορούν να αντέξουν το βάρος της γεωπολιτικής ισχύος που το συνοδεύει.
Πηγή: skai.gr
