Απάτη με χρυσές λίρες ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, με θύματα επιφανείς προσωπικότητες της οικονομικής και πολιτικής ζωής, βρίσκεται στο μικροσκόπιο του «ελληνικού FBI», της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος. Στην καρδιά της υπόθεσης βρίσκεται η ίδια οικογένεια Ρομά που έχει απασχολήσει πολλές φορές στο παρελθόν τη Δικαιοσύνη, όμως αυτή τη φορά οι κινήσεις της δείχνουν πρωτοφανές θράσος και μεθοδικότητα. Σύμφωνα με την έρευνα, τα μέλη της οικογένειας εμφανίζονταν ως μεσάζοντες που μπορούσαν να προμηθεύσουν μεγάλες ποσότητες χρυσών λιρών σε «καλή τιμή».
Με καλοστημένα σενάρια, έπειθαν ανθρώπους με υψηλή οικονομική επιφάνεια να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά, υποσχόμενοι ότι θα παραδώσουν τις λίρες σε επόμενες συναντήσεις. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα αλλάζανε χέρια, αλλά τα νομίσματα δεν εμφανίζονταν ποτέ. Η δικογραφία που σχηματίζεται αποκαλύπτει μια υπόθεση με τεράστιες διαστάσεις: ένας γνωστός βιομήχανος, μια υποψήφια βουλευτής και μια επιχειρηματίας από τη Μύκονο συγκαταλέγονται ήδη στα θύματα. Οι τρεις αυτές περιπτώσεις φωτίζουν το εύρος της απάτης και καταδεικνύουν πώς μια ομάδα με ποινικό παρελθόν κατόρθωσε να παραπλανήσει πρόσωπα με κύρος και ισχύ, αποσπώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Ο βιομήχανος
Πριν από λίγες ημέρες, ένας Ελληνας βιομήχανος πέρασε την είσοδο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, ανέβηκε τα σκαλιά της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, της υπηρεσίας που πολλοί αποκαλούν «ελληνικό FBI», και βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο ίδιος: είχε πέσει θύμα ενός καλοστημένου κυκλώματος Ρομά που, εκμεταλλευόμενο την εκρηκτική άνοδο της τιμής της χρυσής λίρας, αποσπούσε τεράστια ποσά με πρόσχημα τη διαμεσολάβηση για αγορές μεγάλων ποσοτήτων.
Ο βιομήχανος, έντιμος άνθρωπος με μακρά πορεία στον χώρο του και προϊόντα που χαίρουν εκτίμησης στην αγορά, φέρεται να κατέθεσε ότι έχασε ένα αρκετά μεγάλο ποσό που, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ανέρχεται σε 750.000 ευρώ, τα οποία καταβλήθηκαν σε δόσεις. Με τρόπο που δεν έχει αποσαφηνιστεί, τα μέλη της οργάνωσης κατόρθωσαν να τον πείσουν ότι επρόκειτο να εξασφαλίσει σε «καλή τιμή» μια παρτίδα χρυσών λιρών τη στιγμή που η αξία τους εκτοξευόταν. Η επιλογή του θύματος μόνο τυχαία δεν ήταν.
Οι δράστες γνώριζαν ότι είχαν απέναντί τους έναν άνθρωπο με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ο οποίος διέθετε τα κεφάλαια για μια τόσο μεγάλη «επένδυση». Κινήθηκαν μεθοδικά: φρόντισαν να χτίσουν μια εικόνα αξιοπιστίας, να παρουσιάσουν ίσως κάποια γνήσια δείγματα για να καλλιεργήσουν εμπιστοσύνη και στη συνέχεια, βήμα-βήμα, να ζητήσουν την καταβολή των χρημάτων. Οι λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς πείστηκε παραμένουν ασαφείς, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: το κύκλωμα αποκόμισε τεράστια ποσά χωρίς να παραδώσει ούτε μία λίρα. Η υπόθεση αυτή φανερώνει δύο πράγματα: το απύθμενο θράσος των δραστών και την ικανότητά τους να προσεγγίζουν πρόσωπα που, υπό κανονικές συνθήκες, θα θεωρούσε κανείς απρόσβλητα σε τέτοιες μεθοδεύσεις.
Δεν επρόκειτο για έναν ανυποψίαστο ηλικιωμένο ή για κάποιον που δεν είχε γνώση των κινδύνων· ήταν ένας σημαντικός βιομήχανος με πείρα και κοινωνικό κύρος. Η χρονική συγκυρία ήταν ιδανική για τους απατεώνες. Η χρυσή λίρα είχε μετατραπεί ξανά σε «επένδυση-φετίχ», με την τιμή αγοράς να αγγίζει τα 609 ευρώ και την τιμή πώλησης να εκτοξεύεται στα 809 ευρώ. Το κύκλωμα, λοιπόν, βλέποντας την ευκαιρία έστησε μια καλοδουλεμένη παγίδα. Δεν είναι η πρώτη φορά που οικογένειες Ρομά, με πλούσιο παρελθόν στις αίθουσες των δικαστηρίων, δοκιμάζουν τέτοια σενάρια εξαπάτησης. Η καταγγελία του βιομήχανου έδωσε το έναυσμα για να ανοίξει ο φάκελος μιας υπόθεσης που, όπως όλα δείχνουν, δεν είναι μεμονωμένη. Ακολουθούν κι άλλες περιπτώσεις, που συνθέτουν το παζλ μιας απάτης εκατομμυρίων.
Η υποψήφια βουλευτής
Οταν στις 4 Μαΐου του 2021 χτύπησε το τηλέφωνό της, η γυναίκα που λίγους μήνες αργότερα θα βρισκόταν στο ψηφοδέλτιο των εθνικών εκλογών δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ξεκινούσε μια περιπέτεια που θα της κόστιζε δεκάδες χιλιάδες ευρώ και θα άφηνε πίσω της μια τραυματική εμπειρία. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μέλος γνωστής οικογένειας Ρομά. «Εχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω», της είπε και την κάλεσε στο σπίτι του. Η γνωριμία τους κρατούσε χρόνια. Στις εμποροπανηγύρεις του δήμου όπου υπηρέτησε στην Αυτοδιοίκηση η οικογένεια είχε συμμετάσχει σε πλειοδοτικούς διαγωνισμούς, ενώ είχε σταθερά αναλάβει τη διοργάνωση.
Οι συναλλαγές τους με τον δήμο ήταν τυπικές, συνεπείς, χωρίς να αφήνουν υπόνοιες. Γι’ αυτό και η υποψήφια βουλευτής δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Στο πολυτελές διώροφο σπίτι ο άνδρας της εξομολογήθηκε ότι τα παζάρια σταμάτησαν λόγω πανδημίας, ότι είχε μπει σε έξοδα με το νέο του σπίτι και ότι το μόνο που τον κρατούσε όρθιο ήταν το χρυσάφι. «Εμείς οι τσιγγάνοι δεν κρατάμε μετρητά, ό,τι μας περισσεύει το κάνουμε λίρες», της είπε, προτείνοντάς της να τον «διευκολύνει»: να της δώσει χρυσό σε καλή τιμή και εκείνη να του δώσει μετρητά. «Εμείς όταν δίνουμε τα χέρια είναι σαν συμβόλαιο», πρόσθεσε, θυμίζοντάς της τη συνεργασία τους όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η γυναίκα, θέλοντας να δείξει εμπιστοσύνη, απάντησε θετικά. Ελαβε μάλιστα πέντε λίρες για έλεγχο, τις οποίες παρέδωσε στον σύζυγό της και αποδείχθηκαν γνήσιες.
Σύντομα αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερη συναλλαγή. Στα τέλη Ιουνίου έδωσαν 55.000 ευρώ, χωρίς όμως να παραλάβουν τίποτα. Η δικαιολογία ήταν πως οι λίρες είχαν «πακεταριστεί» για πολύ μεγαλύτερη συναλλαγή, ύψους 200.000 ευρώ. Την ίδια περίοδο ακολούθησε δεύτερη καταβολή, 45.000 ευρώ, με τη διαβεβαίωση ότι σε λίγα λεπτά θα έπαιρναν τα νομίσματα. Ωστόσο ο πωλητής εξαφανίστηκε.
Από εκεί και μετά ξεκίνησε ένα παιχνίδι καθυστερήσεων. Τη μια μέρα έδινε υποσχέσεις, την άλλη επικαλούνταν προβλήματα με επιταγές, άλλοτε μιλούσε για πλάκες χρυσού που είχε «πουλήσει αλλού». Για να κερδίσει χρόνο, έφτασε να προτείνει νέο συμβόλαιο, υπογεγραμμένο και σφραγισμένο σε ΚΕΠ, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει τα χρήματα σε έναν μήνα. Η προθεσμία πέρασε χωρίς να επιστρέψει ούτε ένα ευρώ. Η κορύφωση ήρθε στα τέλη του 2021. Σε μια τελευταία συνάντηση παρέδωσε στην υποψήφια βουλευτή ένα τσαντάκι που υποτίθεται ότι περιείχε τις λίρες. Εκείνη έδωσε άλλες 43.000 ευρώ.
Οταν άνοιξε το τσαντάκι, διαπίστωσε ότι ήταν γεμάτο με νομίσματα των 20 λεπτών, τυλιγμένα σφιχτά με μονωτική ταινία ώστε να μοιάζουν με χρυσές λίρες. Η εμπειρία αποδείχθηκε σοκαριστική. Οπως καταγγέλλει, ο ίδιος της είπε κυνικά ότι «οι πολιτικοί τους αξίζουν σεβασμό, οι όμοιοί του μετρούν με τον λόγο τους και όλοι οι υπόλοιποι είναι η λεία τους». Υπογράμμισε δε πως «αυτό το κάνουν επαγγελματικά». Πλέον, η πρώην υποψήφια βουλευτής έχει καταθέσει όλα τα στοιχεία τόσο στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής όσο και στο Τμήμα Εκβιαστών που χειρίζεται πλέον την υπόθεσή της. Για εκείνη, η ιστορία αυτή δεν είναι μόνο μία οικονομική απώλεια, αλλά ένα τραύμα που σημάδεψε την προσωπική και πολιτική της διαδρομή.
«Εχει λίρες σε καλή τιμή»
Η ιστορία της επιχειρηματία από τη Μύκονο, ιδιοκτήτριας ξενοδοχειακών μονάδων, φέρνει στο φως μία ακόμα πτυχή της δράσης της ίδιας οικογένειας Ρομά που εξαπατούσε με το δόλωμα της χρυσής λίρας. Αυτή τη φορά στο στόχαστρο βρέθηκε η ίδια και ένας στενός συγγενής της, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τρία αδέλφια που τους υποσχέθηκαν 500 χρυσές λίρες αντί 140.000 ευρώ. Η αφετηρία δόθηκε όταν ο συγγενής της ήρθε σε επαφή με τα αδέλφια μέσω τρίτου προσώπου. Το πρώτο ραντεβού κλείστηκε σε γνωστό κρητικό εστιατόριο στη Γλυφάδα. Εκεί οι Ρομά ισχυρίστηκαν ότι γνώριζαν μια γυναίκα που βρισκόταν στη φυλακή και χρειαζόταν χρήματα για να πληρώσει έναν ακριβό ποινικολόγο. «Εχει λίρες σε καλή τιμή», ήταν το επιχείρημά τους. Στην παρέα βρισκόταν και ο πρώην σύντροφος γνωστού μοντέλου, ο οποίος, σύμφωνα με την επιχειρηματία, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απάτη. Ακολούθησε νέο ραντεβού την επόμενη μέρα, στο πάρκινγκ γνωστού γυμναστηρίου στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η επιχειρηματίας παρέμεινε στο αυτοκίνητο, αλλά ο συγγενής της συναντήθηκε με τους Ρομά.
Οταν επέστρεψε, εκείνη εξέφρασε τις έντονες επιφυλάξεις της φοβούμενη ότι οι λίρες μπορεί να ήταν κάλπικες. Παρ’ όλα αυτά, η πίεση των δραστών ήταν μεγάλη. Στη συνέχεια οι συναντήσεις πολλαπλασιάστηκαν. Ενα νέο ραντεβού ορίστηκε στη μαρίνα Γλυφάδας, όπου εμφανίστηκε ένας εκ των αδελφών, γνωστός από τα κοσμικά περιοδικά λόγω της σχέσης του με μοντέλο. Μαζί του είχε μερικές λίρες, τις οποίες πρότεινε να ελέγξει ο συγγενής της επιχειρηματία. Ο στόχος ήταν να καλλιεργήσουν εμπιστοσύνη και να οδηγήσουν το θύμα στη μεγάλη συναλλαγή. Το επόμενο πρωινό ο συγγενής της επιχειρηματία σήκωσε από την τράπεζα 140.000 ευρώ. Μαζί πήγαν στο πάρκινγκ γνωστού εστιατορίου, όπου τους περίμεναν τα τρία αδέλφια με αυτοκίνητο μάρκας Audi και βουλγαρικές πινακίδες. Ο αγοραστής παρέδωσε τα χρήματα, αλλά οι λίρες δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Η δικαιολογία ήταν ότι δεν είχαν μαζί τους όλη την ποσότητα και θα την έφερναν αργότερα.
Η ιστορία όμως δεν τελείωσε εκεί. Λίγη ώρα αργότερα οι Ρομά τηλεφώνησαν ξανά, ζητώντας επιπλέον 35.000 ευρώ. Ο συγγενής, παρ’ όλες τις ενστάσεις της επιχειρηματία, ενέδωσε και προχώρησε σε νέα ανάληψη από την τράπεζα. Στο επόμενο ραντεβού, τα αδέλφια πήραν τα χρήματα, αλλά και πάλι δεν παρέδωσαν τις υποσχόμενες λίρες. Συνολικά, η οικογένεια Ρομά απέσπασε 175.000 ευρώ, αφήνοντας πίσω μόνο υποσχέσεις και προφάσεις. Η επιχειρηματίας, αντιλαμβανόμενη την έκταση της απάτης, φρόντισε να καταγράψει με το κινητό της βίντεο και φωτογραφίες από τις συναντήσεις, καθώς και την παράδοση των χρημάτων. Το υλικό αυτό το έχει ήδη παραδώσει στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και στο Τμήμα Εκβιαστών, το οποίο χειρίζεται την υπόθεση.