«Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν» – Ένα πορτρέτο του Κωνσταντίνου Καβάφη
«Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν» – Ένα πορτρέτο του Κωνσταντίνου Καβάφη

Ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη, ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 17 Απριλίου 1863, αλλά η οικογένειά του καταγόταν από την Πόλη. Ο Καβάφης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα, από την εφημερίδα Κωνσταντινούπολις της Πόλης, τον Ιανουάριο του 1886.

Το άρθρο που έκανε γνωστό και επέβαλε τον Καβάφη στον χώρο της Νεοελληνικής ποίησης, παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λογοτεχνικού Δημοτικισμού που εκπροσωπούσαν ο Ψυχάρης και ο Παλαμάς, ήταν αυτό του Γρηγορίου Ξενόπουλου που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια στις 30 Νοεμβρίου του 1903.

«Πάει πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου διάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον, το πρώτον του ποίημα», γράφει μεταξύ άλλων ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στα Παναθήναια. «Επιγράφετο Ταραντίνοι. Το ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον. Αλλά πρέπει να είχεν κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνήθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και ολωσδιόλου άγνωστον – Κωνσταντίνος Καβάφης – μου εκαρφώθη από τότε. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνο πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε έναν ποιητή που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψε ως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, κι αυτά χωρίς ποτέ να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί, και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι’ αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη το όνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από ολίγους στίχους του…»

«Ο Καβάφης», σημειώνει ο Κώστας Ουράνης αναφερόμενος στη συνάντησή του με τον Αλεξανδρινό ποιητή, «είχε μια περίεργη φυσιογνωμία, τη φυσιογνωμία μιας παλιάς λιθογραφίας που είχε κατέβει από το κάδρο της. Όσο λιγοστό κι αν ήταν το φως του γραφείου του, έβλεπα ένα πρόσωπο ρυτιδωμένο, αλλά που είχε συγχρόνως κάτι το άγουρο. Δεν ήταν το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που νέωνε ακόμα, αλλά ενός παιδιού που είχε γεράσει.

Στη φυσιογνωμία αυτή, τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά με σκελετό ταρταρούγας που φορούσε, κι ένα ιδιόρρυθμο κολάρο παλιάς εποχής, υπέβαλαν αόριστες ομοιότητες με ιστορικά πρόσωπα του παρελθόντος. Παράξενος ακόμα ήταν και ο τόνος της φωνής του. Μιλούσε αργά, σα να υπαγόρευε, με απηχήσεις βαριές και μπάσες, αλλά συγχρόνως και με οξείες παρατονίες. Ήταν μια φωνή που θύμιζε τη φωνή εφήβων, στην οποία διασταυρώνονταν το παιδί που ήταν και ο άντρας που πάνε να γίνουν.»

«Η πιο εξαιρετική πνευματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του Ταξιδεύοντας. «Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής, κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της, την τέλεια που της ταιριάζει, στην τέχνη και να σωθεί.

Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας, μια τέτοια ενότητα υπήρξε οργανικά τέλεια. Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη του πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρύ κοτσάνι δίχως σπόρο. Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου της παρακμής: σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιόματος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σαν θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Μα οι Βάρβαροι δεν έρχονται κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει…»

«Ο Καβάφης», υπογραμμίζει ο Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του Άνθρωποι, «φοβότανε τα γερατειά, τις ρυτίδες, το θάνατο. Απόφευγε το πολύ φως του ήλιου και της λάμπας, για να μη φαίνεται απάνω στην όψη του το θλιβερό πέρασμα του χρόνου. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να παραιτηθεί από το δικαίωμα του σώματος. Ηδονιστής, ωραιόπαθος, απαισιόδοξος κι ατομικιστής, ένιωθε να υπάρχει και ως υλικός και ως πνευματικός άνθρωπος μονάχα μέσα στη φλογερή ζώνη των απολαύσεων. Πολλά λεγότανε για τη φιλαρέσκειά του, τη ματαιοδοξία του, τον αισθησιασμό του, τη μυστηριώδη ζωή του.»

«Κάποτε», συνεχίζει ο Κώστας Βάρναλης, «ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαλληνός του έφκιασε το σκίτσο του με μελάνι. Ο Καβάφης περίμενε πως ο φίλος του καλλιτέχνης θα το κολάκευε, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι φωτογράφοι. Μα ο Κεφαλληνός τον σκιτσάρισε όπως τον έβλεπε με την καλλιτεχνική του όραση. Ο Καβάφης όταν είδε τη φάτσα του, θύμωσε. “Το διάολο καλλιτέχνης ήταν, αφού δεν ήξερε να ψεύδεται.” Και ζήτησε από τον Κεφαλληνό να σκίσει το χαρτί.»