Με τα όσα διαδραματίζονται τα τελευταία εικοσιτετράωρα γύρω από την υπόθεση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης τους Όρους Σινά να μονοπωλούν την επικαιρότητα, καθώς η απόφαση των δικαστηρίων της Αιγύπτου δημιούργησε εύλογες ανησυχίες για το καθεστώς της Μονής, με πολλούς να κάνουν λόγο ακόμα και για κλείσιμό της μετά από 15 αιώνες λειτουργίας, χρήσιμο είναι να αναλύσουμε τα σχετικά δεδομένα για να δούμε τι πραγματικά ισχύει αλλά και το τι αλλάζει η πρόσφατη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης.
Γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντική η Μονή; Η μακραίωνη ιστορία της
Η Μονή Σινά ιδρύθηκε επί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού μεταξύ 527 και 565 μ.Χ., ώστε να περικλείσει το παρεκκλήσι της «Φλεγόμενης Βάτου», στο σημείο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωυσής είδε τον Θεό. Το παρεκκλήσι αυτό είχε οικοδομήσει νωρίτερα η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία για μοναστική παρουσία στην περιοχή ανάγεται στα έτη 381–384 μ.Χ.
Η Μονή, που από τον 9ο αιώνα είναι γνωστό ως Μονή Αγίας Αικατερίνης, συνδέθηκε με τη Μεγαλομάρτυρα μέσω της παράδοσης ότι τα λείψανά της μεταφέρθηκαν θαυματουργικά εκεί. Αρχικά υπαγόταν στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και βρισκόταν εντός της επισκοπής Φαράν. Μετά την καθαίρεση του τοπικού επισκόπου το 681 μ.Χ. λόγω αιρετικών δοξασιών (μονοθελητισμός), η έδρα μεταφέρθηκε στο ίδιο το μοναστήρι. Ο ηγούμενος αναγορεύθηκε επίσκοπος, και όταν αργότερα ενώθηκε και η επισκοπή Ραΐθου, όλη η χριστιανική κοινότητα της Χερσονήσου του Σινά πέρασε υπό τη δικαιοδοσία του.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την αυτονομία της Εκκλησίας του Όρους Σινά το 1575, κάτι που επιβεβαιώθηκε και το 1782 με Συγγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ’. Σήμερα, η Εκκλησία του Σινά, που περιλαμβάνει λίγους μοναχούς και αρκετές εκατοντάδες Βεδουίνους και ψαράδες, ηγείται από τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ Δαμιανό, από τις 23 Δεκεμβρίου 1973.
Το μοναστήρι θεωρείται ιερός τόπος τόσο για Χριστιανούς όσο και για Μουσουλμάνους και Εβραίους. Ενδεικτικό της διαθρησκειακής αναγνώρισης είναι η περίφημη «Διαθήκη του Μωάμεθ (Ahdname)», ένα έγγραφο προστασίας που παραχώρησε στους μοναχούς και φέρει το αποτύπωμα της παλάμης του, διαβεβαιώνοντας την ασφάλειά τους υπό μουσουλμανική εξουσία.
Τι υπαγορεύει η δικαστική απόφαση;
Και ενώ, παρά τις ιστορικές δυσκολίες, το μοναστήρι κατάφερε να λειτουργήσει για 15 αιώνες, η χθεσινή απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης ήρθε να ταράξει τα νερά, δημιουργώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ της χώρας μας και της Αιγύπτου. Συγκεκριμένα, η απόφαση, η οποία αναφέρεται σε αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής, δημιούργησε έντονες αντιδράσεις, καθώς σε πρώτη ανάγνωση θεωρήθηκε ότι ανοίγει την πόρτα για να περάσει ο πλήρης έλεγχος της Μονής στα χέρια του αιγυπτιακού κράτους. Το φως της δημοσιότητας είδε μάλιστα σενάριο που αναφερόταν σε μετατροπή της Ιεράς Μονής σε μουσείο, γεγονός που δημιούργησε θύελλα αντιδράσεων.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης τους Όρους Σινά έχει βρεθεί στο επίκεντρο δικαστικής διαμάχης εδώ και πάνω από μία δεκαετία, όταν στην διακυβέρνηση της χώρας βρέθηκαν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Η τότε κυβέρνηση, υπό τον Μοχάμεντ Μόρσι, είχε επιχειρήσει να ξεκαθαρίσει το τοπίο στα θρησκευτικά πράγματα της χώρας, βάζοντας στο στόχαστρο τα χριστιανικά δόγματα, με τη Μονή, λόγω της σημαντικής ακίνητης περιουσίας που έχει στην κατοχή της, να αποτελεί έναν από τους στόχους.
Από την πλευρά του, όμως, το αιγυπτιακό ΥΠΕΞ τονίζει ότι από την απόφαση δεν προκύπτει καμία ζημία στη λειτουργία της Μονής, στους αρχαιολογικούς χώρους, στο θρησκευτικό καθεστώς ή στους ιερούς της τόπους, όπως τα κοιμητήρια, ενώ υποστηρίζει πως η απόφαση αποτελεί την πρώτη δικαστική αναγνώριση του θρησκευτικού της καθεστώτος, διασφαλίζοντας την ιερότητα και τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Αντιθέτως, αναφέρει πως «η απόφαση αφορά ορισμένες απομακρυσμένες εκτάσεις που βρίσκονται εντός φυσικών καταφυγίων και δεν σχετίζονται με την ίδια τη Μονή, οι οποίες κρίθηκαν ως κρατική γη λόγω απουσίας τίτλων ιδιοκτησίας και σημαντικής απόστασης από το μοναστήρι».
Πιάστηκε στον ύπνο η ελληνική Διπλωματία;
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν περίμενε κάποιου είδους αρνητική εξέλιξη στο θέμα, ιδιαίτερα μετά τη συνάντηση που είχε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, πριν από τρεις εβδομάδες στην Αθήνα. Στη συνάντηση εκείνη υπενθυμίζεται ότι ο Αιγύπτιος πρόεδρος είχε δείξει ενοχλημένος από τα σενάρια περί κλεισίματος της Μονής Σινά, ενώ διαβεβαίωνε κατηγορηματικά πως δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο κ. Σίσι, στην αντιφώνησή του, είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Συζήτησα ιδιαιτέρως με τον πρωθυπουργό το θέμα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης Σινά και δεν θα ήθελα να αρκεστώ μόνο στη συζήτηση που είχαμε γι’ αυτό. Επιτρέψτε μου να απευθυνθώ σε όλους όσους ακούν αυτές τις δηλώσεις μου, ιδιαίτερα οι λαοί Ελλάδος και Αιγύπτου, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, επικεντρωνόμαστε στην Αίγυπτο στην καθιέρωση του απόλυτου σεβασμού, όχι μόνο προς τους άλλους, αλλά γενικότερα σε κάθε είδους διαφορετικότητα. Αυτό δεν ήταν απλώς μια πολιτική πρωτοβουλία και προτεραιότητα, αλλά προβήκαμε στην έμπρακτη υλοποίησή της».
Η αντίδραση μάλιστα της ελληνικής κυβέρνησης, παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν, με ανακοινώσεις διαφόρων προσωπικοτήτων, όπως ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος έκανε λόγο για «μία ακόμη ιστορική άλωση» αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, που από την πλευρά του, αναφέρθηκε σε «πρωτοφανή και οδυνηρή διεθνή ανυποληψία και περιθωριοποίηση της Ελλάδας» ήταν ιδιαίτερα ήπια.
Συγκεκριμένα, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης επικοινώνησε με τον Αιγύπτιο ομόλογό του στον οποίο κατέστησε σαφές ότι «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αποκλίνουμε από την κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, η οποία εκφράστηκε από τους ηγέτες των δύο χωρών στο πλαίσιο του πρόσφατου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα», ενώ ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Παύλος Μαρινάκης, τηρώντα τόνισε ότι «ο Έλληνας πρωθυπουργός παραμένει στη δέσμευση που έλαβε δημοσίως και κατ’ ιδίαν από τον πρόεδρο της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια του ανώτατου συμβουλίου συνεργασίας των δύο χωρών στην Αθήνα».
Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Μετά και από τηλεφωνική συνομιλία μετά των δύο ηγετών, Μητσοτάκη και Σίσι, όλα δείχνουν πως η υπόθεση δεν θα οδηγηθεί τελικά στα άκρα, παρά την επικοινωνιακή ζημιά που υπέστη η χώρα μας μετά την απόφαση. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι η λύση βρίσκεται στην ήδη καταγεγραμμένη κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, καθώς και σε όσα είχαν συμφωνηθεί κατ΄ιδίαν και ανακοινωθεί δημοσίως κατά την επίσκεψη του Προέδρου της Αιγύπτου στην Αθήνα στις 7 Μαΐου, ενώ στο πλαίσιο αυτό τη Δευτέρα, 2 Ιουνίου, ελληνική αντιπροσωπεία θα μεταβεί στην Αίγυπτο για την περαιτέρω επεξεργασία της συμφωνίας με σκοπό την ταχεία ολοκλήρωση της.