Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην κανονικότητα εξέφρασε ο Βασίλης Κοντοζαμάνης από το βήμα της Βουλής. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας σημείωσε πως η χώρα έχει φέτος περισσότερα «όπλα» στη διάθεσή της, ενώ και όλοι οι δείκτες που σχετίζονται με την περίθαλψη είναι σαφώς βελτιωμένοι. «Φέτος η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα, σε διαφορετικές συνθήκες από ό,τι έγινε πέρυσι, μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Υπάρχει μια κάμψη στα επιδημιολογικά δεδομένα, βελτιώνεται η κατάσταση και αυτοί οι δείκτες είναι που μας έδωσαν τη δυνατότητα να μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», ανέφερε ο υφυπουργός Υγείας.
Επί του θέματος πρόσθεσε: «Φέτος έχουμε περισσότερα “όπλα”, σε σχέση με πέρυσι. Έχουμε τα εμβόλια, αναπτύσσεται το απαιτούμενο τείχος ανοσίας, έχουμε τα self test ως επιπλέον εργαλείο για να έχουμε μια σαφή επιδημιολογική εικόνα στη χώρα. Όλοι οι δείκτες που έχουν να κάνουν με την περίθαλψη είναι σαφώς βελτιωμένοι σε σχέση με πέρυσι. Όλα αυτά μας δίνουν τη δυνατότητα με ασφάλεια να επιστρέψουμε στην κανονικότητα».
Ο κ. Κοντοζαμάνης κλήθηκε να απαντήσει σε επίκαιρη ερώτηση του τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέα Ξανθού, με θέμα: «Έλλειμα αξιολόγησης των self-test – αδιαφάνεια για τα επιδημιολογικά δεδομένα και τον έλεγχο των μεταλλάξεων του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα».
«Είμαστε σε μια φάση αργής, αλλά εύθραυστης αποκλιμάκωσης της πανδημίας και γι’ αυτό χρειάζεται ακριβής επιδημιολογική εικόνα, τόσο ως προς τα κρούσματα όσο και ως προς την επικράτηση των μεταλλάξεων. Η κυβέρνηση έχει προωθήσει ως βασικό “εργαλείο” επιδημιολογικής επιτήρησης τα self-test, μια διαγνωστική μέθοδο τελείως επισφαλή, που δεν έχει δοκιμαστεί στην Ευρώπη και δεν έχει αξιολογηθεί στη χώρα μας», ανέφερε από την πλευρά του ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Ξανθός δήλωσε ότι τα self test ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για να «χρυσώσει το χάπι» του επισφαλούς ανοίγματος όλων των κρίσιμων τομέων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε μια περίοδο υψηλής διασποράς του ιού στο γενικό πληθυσμό. Ανέφερε ότι ο συνολικός δείκτης θετικότητας τους είναι 0,2-0,3% όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τα rapid-test είναι πάνω από 3-4%, ενώ από τα επιβεβαιωτικά τεστ που διενεργούνται, μόνο το 10% αποδεικνύεται πραγματικά θετικό, άρα η ειδικότητα της μεθόδου είναι εξαιρετικά χαμηλή.