Έντονη ήταν η αντίδραση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη σε σχέση με τη συνεδρίαση Εξεταστικής Επιτροπής στο Ευρωκοινοβούλιο στο οποίο και ο ίδιος ως άμεσα εμπλεκόμενος ισχυρίζεται ότι δεν προσκλήθηκε.
«Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, σε συνεργασία με τους Πράσινους αποφάσισαν να μην με καλέσουν, παρά το γεγονός ότι είμαι ο μοναδικός Ευρωβουλευτής μέχρι τώρα στον οποίο βρέθηκε να έχει γίνει απόπειρα παγίδευσης στο κινητού του τηλεφώνου με το παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, ενώ όπως αποκαλύφθηκε συγχρόνως με παρακολουθούσε και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας μου. Δεν θέλουν να ακουστεί η αλήθεια» αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του ο Νίκος Ανδρουλάκης στην οποία και προσθέτει:
«Αυτό άλλωστε προσπαθούν από την πρώτη στιγμή. Αμέσως μετά την κατάθεση της μηνυτήριας αναφοράς στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την απόπειρα παγίδευσής του κινητού μου με το Predator, η κυβέρνηση και τα φιλικά προς αυτή μέσα προσπάθησαν να υποβαθμίσουν και να γελοιοποιήσουν την καταγγελία μου.
Λίγες ημέρες μετά οι Υπουργοί Επικρατείας κ. Γ. Γεραπετρίτης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης κ.Κ. Πιερρακάκης, μαζί με τον τότε Διοικητή της ΕΥΠ κ. Π. Κοντολέοντα βρέθηκαν να προσπαθούν να παραπλανήσουν την Ελληνική Βουλή».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ συνεχίζει ισχυριζόμενος ότι «χάρη στην έρευνα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), στις 5 Αυγούστου αποκαλύφθηκε πως οι μυστικές υπηρεσίες της ίδιας μου της χώρας με παρακολουθούσαν για «λόγους εθνικής ασφάλειας», από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2021. Η περίοδος συμπίπτει απόλυτα με την απόπειρα παγίδευσης του κινητού μου (21 Σεπτεμβρίου) αλλά και την προεκλογική περίοδο για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, στο οποίο εκλέχτηκα Πρόεδρος στις 12 Δεκεμβρίου 2021. Η παρακολούθησή μου τερματίστηκε λίγες ημέρες μόνο μετά».
Συνεχίζοντας ο Νίκος Ανδρουλάκης αναφέρει στην ανακοίνωση του τα εξής:
«Η αποκάλυψη αυτή οδήγησε στην παραίτηση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού, ο οποίος είναι και ανιψιός του, και του Διοικητή της ΕΥΠ. Ο Πρωθυπουργός, ο οποίος μία από τις πρώτες του κινήσεις μετά τις εκλογές ήταν να μεταφέρει την αρμοδιότητα για τις μυστικές υπηρεσίες στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και να αλλάξει τα τυπικά προσόντα ώστε να διορίσει τον εκλεκτό του στη θέση του Διοικητή, υποστήριξε ότι δεν το γνώριζε. Χαρακτήρισε μάλιστα την παρακολούθησή μου «νόμιμη μα πολιτικά λανθασμένη», που δεν θα την επέτρεπε αν είχε ερωτηθεί.
Όσον αφορά τη νομιμότητα της παρακολούθησης, το σύνολο των Συνταγματολόγων, με δημόσια αρθρογραφία έχει υποστηρίξει ότι η παρακολούθηση ενός Ευρωβουλευτή είναι παράνομη και αντισυνταγματική, υπογραμμίζοντας την ουσιαστική διαφορά μεταξύ του νομότυπου και του νόμιμου.
Η Κυβέρνηση στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα προέβη σε απαράδεκτες διαρροές που ενέπλεκαν και τρίτες χώρες. Διαψεύστηκαν όμως με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τις διπλωματικές αρχές τους, διασύροντας τη χώρα διεθνώς».