Στη στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας κατά την περίοδο της πανδημίας αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο Λονδίνο και της ομιλίας του στο ελληνικό επενδυτικό συνέδριο που διοργανώνουν το Χρηματι-στήριο Αθηνών και η Morgan Stanley.
Κατά τη συζήτηση με τον επικεφαλής της Morgan Stanley International, Franck Petitgas, ο Πρωθυπουργός τόνισε την ιδιαίτερα καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας, την ανάδειξη της χώρας μας σε επενδυτικό προορισμό, τα γεωπολιτικά και ενεργειακά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, τα διλήμματα των εκλογών και τους κεντρικούς πολιτικούς στόχους για τα επόμενα χρόνια.
Προλογίζοντας τον Πρωθυπουργό, ο κ. Petitgas εξέφρασε την εκτίμησή του για την οικονομική πορεία της Ελλάδας και τις προοπτικές της, σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον. «Αισθανόμαστε σίγουρα μεγάλη αισιοδοξία στη Morgan Stanley, ειδικά σε ό,τι αφορά τη σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, σε όλους τους κλάδους», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Αν κοιτάξετε τους ρυθμούς ανάπτυξής μας, για το 2022 θα είμαστε κοντά στον 6%, ενώ για το 2023 προσδοκούμε 1,8% -τρεις φορές πάνω από το μέσο όρο στην ευρωζώνη. Δεν θα με εξέπληττε αν τελικά είναι ακόμα ψηλότερα.
Αλλά, πιο σημαντικό για μένα είναι ότι η τωρινή ανάπτυξη έχει πραγματικά βιώσιμα χαρακτηριστικά. Η οικονομία είναι πλέον πολύ πιο εξωστρεφής», σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αναφερόμενος στις εκλογές και αναλύοντας τη διαδικασία των δεύτερων εκλογών, ο πρωθυπουργός τόνισε πως «δεν θα πρέπει το ενδεχόμενο διπλών εκλογών να ανησυχήσει τους επενδυτές.
Διότι οι δεύτερες κάλπες θα στηθούν πολύ γρήγορα, μετά τις πρώτες. Θα μεσολαβήσει διάστημα εβδομάδων -όχι μηνών- ίσως τέσσερις, πέντε, έξι εβδομάδες προσωρινής κυβέρνησης ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Σε σχέση με τις προτεραιότητες της νέας τετραετίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι «ουσιαστικά ο στόχος μου είναι μια πολύ γρήγορη, όχι μόνο σύγκλιση με την Ευρώπη, αλλά και μια επανάληψη των όσων συνέβησαν στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία ξεκίνησε με σημαντικά χαμηλότερο πλούτο αναλογικά με τον πληθυσμό της και κατέληξε να είναι μία από τις χώρες με υψηλές επιδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο».