Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 1 Αυγούστου

Παρασκευή  1 Αυγούστου σήμερα και σύμφωνα με το εορτολόγιο σήμερα γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα: Ελέσα, Ελέσσα, Εύκλεος, Ευκλεή, Ευκλέα, Μάρκελος*, Σολομονή, Κασσάνδρα.

Πρόοδος του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού

Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την Πρόοδο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, δηλαδή την έξοδο του Τιμίου Σταυρού από το παλάτι (ή κατ’ άλλους από το σκευοφυλάκιο της μεγάλης εκκλησίας) στην Πόλη. Βλέπε σχετικά και προεόρτια την 31η Ιουλίου.

Όμως, ο Πατμιακός Κώδικας 266, αναγράφει ότι κατά την 1η Αυγούστου στη Μεγάλη εκκλησία ετελείτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων».

Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα

Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι’ αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.

Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.

Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 μ.Χ. ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη – Γεράκα. Το 1871 μ.Χ. ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με συνδρομές των χριστιανών πάνω στα ερείπια του παλαιού Ναού, ο οποίος επιχωματώθηκε για να ισοπεδωθεί το έδαφος στο σημείο όπου θα ανεγειρόταν ο νέος Ναός. Πάνω ακριβώς από τον παλαιό Ναό εκτίσθη το άγιο Βήμα και πάνω από το σημείο, όπου ήταν ο τάφος της Αγίας εκτίσθη και του νέου Ναού η Αγία Τράπεζα. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν γύρω από το Ναό και τα πρώτα κελλιά ισόγεια με βόλτα (καμάρες). Ο Ναός ήταν συναδελφικός με αδελφούς τους Βενέρηδες του χωριού Γερακιάνικα. Το 1945 μ.Χ. ο Ναός έγινε ενοριακός του γειτονικού χωριού Πούρκου. Κατά τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε ο εξωραϊσμός και η ανάδειξη του Προσκυνήματος με την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως ήταν ο εξωραϊσμός του ναού, η ανέγερσις νέου κωδωνοστασίου, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η ανέγερση ηγουμενείου και σύγχρονων κελλίων, ο ηλεκτροφωτισμός και η κατασκευή αυτοκινητόδρομου, που ήταν και το δυσκολώτερο έργο, λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, που δημιουργείται από τους κάθετους απόκρημνους βράχους.

Η Αγία Ελέσα με τον Όσιο Θεόδωρο θεωρούνται προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει «χαλινώσει» τα φίδια των Κυθήρων και δεν είναι δηλητηριώδη.

Σημείωση: Η μνήμη της συγκεκριμένης Αγίας δεν αναφέρεται πουθενά στους Συναξαριστές, τη βρίσκουμε σαν μάρτυρα μόνο στα Κύθηρα.

Άγιοι εννέα μάρτυρες που μαρτύρησαν στην Πέργη της Παμφυλίας

Οι Άγιοι εννέα μάρτυρες, Λέοντιος, Άττος, Αλέξανδρος, Κινδέας, Μνησίθεος, Κυριακός, Μηναίος, Κατούνος και Ευκλής, έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανου και του ηγεμόνα Φλαβιανού, στην Πέργη της Παμφυλίας. Όλοι στο επάγγελμα ήταν γεωργοί, εκτός από τον Μηναίο που ήταν μαραγκός. Ο χριστιανισμός ήταν μέσα τους από πολλή μικρή ηλικία. και κρατήθηκε έτσι και αφού μεγάλωσαν.

Ένα βράδυ λοιπόν, αποφάσισαν ότι θέλουν να μαρτυρήσουν για τον Χριστό και έτσι πήγαν στον ειδωλολατρικό ναό της Αρτέμιδος και κατέστρεψαν όλα τα αγάλματα που βρίσκονταν εκεί. Μετά την ενέργειά τους αυτή, αμέσως συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι, αφού τους ανέκριναν, τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Πρώτα τους έκαψαν τα πλευρά, μετά χρησιμοποιώντας σιδερένια νύχια τους έσκισαν τις σάρκες, και στη συνέχεια πήραν αναμμένους δαυλούς και τους τρύπησαν τα μάτια. Μετά τους έκλεισαν σε μία απάνθρωπη φυλακή, χωρίς νερό και τροφή. Μετά από λίγο χρόνο τους έβγαλαν και τούς έριξαν σε ένα κλουβί με θηρία για να τούς κατασπαράξουν. Αυτά όμως, παρά την πείνα τους, καθόντουσαν ήρεμα και δεν πλησίαζαν τούς Αγίους. Όσοι είδαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, πράγματι εξεπλάγησαν και φώναξαν με μία φωνή «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Και τότε έγινε το θαύμα. Αμέσως ακούστηκαν βροντές και άρχισαν να πέφτουν αστραπές, βροχή, ενώ συγχρόνως ακούγονταν μία φωνή, η οποία προσκαλούσε τους Αγίους στον ουρανό. Μόλις οι Άγιοι άκουσαν αυτήν την φωνή, χάρηκαν πάρα πολύ. Ύστερα από αυτό το γεγονός ο τύραννος νευρίασε τόσο πολύ πού διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Έτσι λοιπόν ολοκληρώθηκε το μαρτύριο των εννέα Αγίων και πέραν στην αιώνια Βασιλεία.

Άγιοι Επτά Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο διδάσκαλός τους Ελεάζαρος

«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός» (Δ’ Μακκαβαίων, α’ 7, θ’ 4). Ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος και εξουσιαστής επί των παθών. Αυτό με περίσσια ανδρεία απέδειξαν οι επτά αδελφοί Μακκαβαίοι με τη στάση τους απέναντι στο βασιλιά της Συρίας Αντίοχο (περί το 5327 από κτίσεως κόσμου ή 173 π.Χ.), όταν αυτός τους έταξε δόξες, τιμές και επίγειες απολαύσεις, αν αυτοί καταπατούσαν το Μωσαϊκό νόμο και έτρωγαν από τα απαγορευμένα φαγητά που τους πρόσφερε. Προηγήθηκε ο ενενηκονταετής διδάσκαλος τους, Ελεάζαρος, που εφάρμοσε στο έπακρο το νόμο που τους δίδασκε, με αποτέλεσμα ο Αντίοχος να τον ρίξει στη φωτιά.

Εμπνεόμενα από τη θυσία του γέροντα διδασκάλου τους, τα επτά αδέλφια κράτησαν την ίδια γενναία στάση απέναντι στο βασιλιά, όταν τους κάλεσε μπροστά του. Στην αρχή ο Αντίοχος προσπάθησε να τους κολακεύσει με διάφορα εγκώμια για τη νιότη τους. Τους είπε ότι αν έτρωγαν από τα ειδωλόθυτα που τους πρόσφερε, θα απολάμβαναν μεγάλες τιμές, και φυσικά θα τους έσωζε από το θάνατο. Τότε οι επτά αδελφοί απάντησαν στον Αντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σοῦ τὸν ἐπὶ τὴ παρανομῶ σωτηρία ἠμῶν ἔλεον». Δηλαδή, είναι περισσότερο επιβλαβής και απ’ αυτόν το θάνατο, νομίζουμε, η συμπάθειά σου για την παράνομη σωτηρία μας.

Εξοργισμένος τότε ο Αντίοχος, με τροχούς, φωτιά και ακόντια, έναν-έναν τους σκότωσε όλους. Όταν είδε αυτό η μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στη φωτιά και έτσι όλοι μαζί πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου.

Τα ονόματα των Επτά Μακκαβαίών είναι: Αβείμ (ή Άβιβος), Αντώνιος (ή Αντωνίνος) ,Γουρίας, Ελεαζάρος, Ευσέβωνας, Αχείμ, Μάρκελλος (ή Σάμωνας, ή Εύλαλος ή Μάρκος).