Ένοχος με αναστολή

Πολύωρες δίκες, ατελείωτες καταθέσεις, ξεσπάσματα μέσα στην αίθουσα, αλήθειες που ειπώθηκαν και αγνοήθηκαν, χλευασμοί από τους εισαγγελείς και υποκριτικά κλάματα. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα των δικών του Πέτρου Φιλιππίδη.

Οι καταγγέλλουσες, πάντα η μία δίπλα στην άλλη, έδωσαν το προσωπικό τους δράμα σε μια αίθουσα που όλο και περισσότερο μοιάζει με σκηνικό θεάτρου, όπου οι σκιές της αλήθειας παραμένουν σε δεύτερη μοίρα. Ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μεταμορφώνεται σε θύμα της κατάστασης, με θέματα υγείας που αναφέρονται από το δικηγόρο του και συνεχείς προσπάθειες να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με ξεσπάσματα και κλάματα. Μια παράσταση που όμως ξεχνούσε τη βασική της αποστολή: να αποκαλύψει την αλήθεια.

Η δικαιοσύνη, τελικά, έκρινε: Ο Πέτρος Φιλιππίδης κρίθηκε ένοχος για δύο απόπειρες βιασμού. Μια απόφαση που ήρθε μετά από χρόνια σιωπής, καταγγελιών και μαρτυριών. Όμως, η ποινή του – τρία χρόνια φυλάκιση με αναστολή – είναι το σημείο που μοιάζει να σπάει την αλυσίδα της λογικής. Πώς γίνεται να τιμωρείται ένας άνθρωπος για πράξεις που βύθισαν τέσσερις γυναίκες σε χρόνια σιωπής και φόβου, και να συνεχίζει τη ζωή του με μια απλή αναστολή, ενώ άλλοι άνθρωποι για μικροαδικήματα βρίσκονται κλειδωμένοι πίσω από τα κάγκελα;

Η πραγματικότητα είναι πως η αδικία, πολλές φορές, δεν καταμετράται με το βάρος της ποινής. Η «ποινή» για τον Φιλιππίδη, πέρα από τις νομικές συνέπειες, είναι η δημόσια κατακραυγή. Και όμως, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να κρίνει την αποδοχή του κοινού, ούτε τα επακόλουθα αυτής της καταδίκης στην πραγματική ζωή των θυμάτων. Η τιμωρία του είναι συμβολική, αλλά το τραύμα των θυμάτων παραμένει ανεξίτηλο.

Και το πιο σκληρό είναι ότι οι γυναίκες που μίλησαν, που τόλμησαν να βγουν και να αποκαλύψουν τα όσα βίωσαν, παραμένουν δίπλα η μία στην άλλη, καθώς η κοινωνία δείχνει να γυρίζει την πλάτη στους μάρτυρες. Και ενώ το δικαστήριο έκρινε και η απόφαση εκδόθηκε, η ουσία παραμένει: οι γυναίκες πληρώνουν το τίμημα της αποδοχής της αλήθειας τους, και οι δράστες με «αναστολές» συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς ουσιαστική δικαιοσύνη να τους κυνηγά.

Ποιος πραγματικά πληρώνει το τίμημα, τελικά;