Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση άνοιξε σχετικά το πού τελειώνει η ελευθερία της πληροφόρησης και πού αρχίζει η παρεμπόδιση του έργου της αστυνομίας, με αφορμή τις συλλήψεις δύο ατόμων ηλικίας 29 και 55 ετών που ήταν διαχειριστές διαδικτυακών ομάδων οι οποίες παρείχαν ενημέρωση για μπλόκα της τροχαίας και της ΕΛΑΣ σε Αττική, Κρήτη και Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ ο 29χρονος είχε ρόλο υπερδιαχειριστή (Super Admin) και ο 55χρονος ρόλο διαχειριστή (Admin) σε κοινότητα που απαριθμούσε πάνω από 173.000 μέλη, ενώ ο πρώτος διαχειριζόταν ως υπερδιαχειριστής ακόμα δύο κοινότητες, με περίπου 28.000 μέλη, ενημερώνοντας για περιοχές της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης.
Το νομικό θολό τοπίο
Στην Ελλάδα, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα της η εφημερίδα «Καθημερινή», η ΕΛ.ΑΣ. αντιμετωπίζει τέτοιες πρωτοβουλίες με αυξανόμενη καχυποψία. Στην πρόσφατη υπόθεση, οι διαχειριστές κατηγορούνται για «παρεμπόδιση αστυνομικού έργου» και «παροχή πληροφοριών που διευκολύνουν την αποφυγή ελέγχου».
Το σκεπτικό είναι ότι η μαζική δημοσιοποίηση των σημείων ελέγχου αποδυναμώνει την αποτρεπτική λειτουργία τους και ενθαρρύνει την παραβατικότητα, όπως για παράδειγμα οι οδηγοί οι οποίοι έχουν καταναλώσει αλκοόλ ή κινούνται χωρίς ασφάλεια.
Ωστόσο δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη που να απαγορεύει ρητά την κοινοποίηση πληροφορίας για την παρουσία Αστυνομίας, εκτός αν συνδέεται με οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα ή με προφανή πρόθεση να εμποδιστούν οι Αρχές.
Το νομικό πλαίσιο, όπως αναφέρει η «Καθημερινή» δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Δεν υπάρχει δηλαδή συγκεκριμένη διάταξη που να απαγορεύει ρητά την κοινοποίηση πληροφορίας για την παρουσία Αστυνομίας, εκτός αν συνδέεται με οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα ή με προφανή πρόθεση να εμποδιστούν οι Αρχές. Η ερμηνεία, συνεπώς, αφήνει περιθώρια, και σε αυτά τα περιθώρια κινούνται οι περισσότερες τέτοιες ομάδες.
Πιο συγκεκριμένα, η άσκηση ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο εισαγγελέα κατά των διαχειριστών των σελίδων διαδικτυακών ομάδων που είχαν συσταθεί μέσω Viber και ενημέρωναν τους οδηγούς οχημάτων για αστυνομικούς ελέγχους αφορά τα αδικήματα της διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων και των επικίνδυνων παρεμβάσεων στις συγκοινωνίες (όπως τα αδικήματα αυτά τυποποιούνται στα άρθρα του 184 και 290 του Π.Κ.).
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Ανδρέα-Δημήτριο Σίδερη, η συγκεκριμένη δίωξη κρίνεται από νομικής άποψης οριακή, ανεξάρτητα της σκοπιμότητας που αυτή εξυπηρετεί για την εξασφάλιση της οδικής ασφάλειας.
Για την πρώτη κατηγορία -στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων κατ’ άρθρο 184 Π.Κ.- απαιτείται ο αυτουργός της πράξης «να προβαίνει δημόσια σε ρητή ή έστω έμμεση προτροπή διά του ερεθισμού των συναισθημάτων αορίστου αριθμού προσώπων, σε διάπραξη αδικημάτων».
Αντίστοιχα, με τη διάταξη του άρθρου 290 Π.Κ., το αξιόποινο περιορίζεται σε συμπεριφορές που αφορούν ουσιωδώς επικίνδυνες πράξεις. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως η διαχείριση μιας διαδικτυακής ομάδας μπορεί να θεωρηθεί διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους, η οποία περιλαμβάνει πολύ συγκεκριμένες πράξεις, όπως:
- Καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων.
- Τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων.
- Αλλοίωση σημείων ή σημάτων.
- Αλλες εξίσου επικίνδυνες για τις συγκοινωνίες πράξεις.
«Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει από τα δημοσιεύματα στα ΜΜΕ ότι οι συλληφθέντες είχαν δημιουργήσει τις εν λόγω ομάδες με σκοπό την ενημέρωση των οδηγών των οχημάτων σχετικά με τους ελέγχους της Αστυνομίας. Οι ομάδες αυτές είχαν καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα και οι διαχειριστές της δεν προκαλούσαν μέσω των ομάδων αυτών είτε άμεσα είτε έμμεσα διά του ερεθισμού συναισθημάτων αόριστο αριθμό προσώπων στη διάπραξη αδικημάτων, ούτε βέβαια ο σχηματισμός αυτών των ομάδων συνιστά επικίνδυνη, κατά τα ανωτέρω, παρέμβαση στις συγκοινωνίες. Κατά συνέπεια η ασκηθείσα ποινική δίωξη πέραν της σκοπιμότητας της εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των αστυνομικών ελέγχων αλλά και της οδικής ασφάλειας , ελέγχεται, ως προς τη νομική της βάση, δοθέντος ότι δεν στοιχειοθετούνται, πέραν της ηθικής τους απαξίας, τα αδικήματα για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη», καταλήγει ο κ. Σίδερης.
Και όμως, το ίδιο κάνει και η Google
Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται αλλού σύμφωνα με την «Καθημερινή». Η πληροφορία αυτή καθαυτή δεν είναι παράνομη, όμως η χρήση της μπορεί να έχει παράνομο αποτέλεσμα. Οπως ακριβώς ένα μαχαίρι δεν είναι επικίνδυνο από μόνο του, αλλά από το πώς θα χρησιμοποιηθεί.
Ομως, αν κάποιος ανοίξει σήμερα το Google Maps (η υπηρεσία προσφέρεται σε συγκεκριμένες χώρες) ή το Waze, θα δει να εμφανίζονται ειδοποιήσεις όπως «αστυνομικός έλεγχος μπροστά» ή «ραντάρ ταχύτητας σε 500 μέτρα».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η οδική ασφάλεια συνδέεται περισσότερο με την πρόληψη παρά με τον φόβο της τιμωρίας, οι Αρχές αποδέχονται την ύπαρξη τέτοιων εφαρμογών.
Οι ίδιες οι εταιρείες το διαφημίζουν ως εργαλείο «ενημέρωσης για συνθήκες δρόμου» και «ενίσχυσης της οδικής ασφάλειας». Πιο συγκεκριμένα, η Google υποστηρίζει ότι οι αναφορές «police visible» ή «speed check» αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της συμμόρφωσης, γιατί όταν ο οδηγός γνωρίζει ότι υπάρχει κάπου έλεγχος, μειώνει ταχύτητα, φορά ζώνη και άρα γίνεται πιο προσεκτικός.
Το επιχείρημα έχει βάση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η οδική ασφάλεια συνδέεται περισσότερο με την πρόληψη παρά με τον φόβο της τιμωρίας, οι Αρχές αποδέχονται την ύπαρξη τέτοιων εφαρμογών, εντούτοις η συμβουλή που δίνουν πολλοί είναι ότι σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου καλό είναι να προλάβεις να κλείσεις τη σχετική εφαρμογή…
Ακόμη και εκεί όμως, δεν λείπουν οι αντιδράσεις: το 2019, η NYPD (Αστυνομία Νέας Υόρκης) έστειλε επίσημη επιστολή στην Google ζητώντας να αφαιρέσει τη λειτουργία ειδοποιήσεων για μπλόκα αλκοτέστ, υποστηρίζοντας ότι «ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια». Η Google αρνήθηκε, επικαλούμενη την ελευθερία της πληροφορίας και την απουσία νομικής υποχρέωσης.
Στην Ευρώπη, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Στη Γαλλία, από το 2012, ο νόμος απαγορεύει ρητά την κοινοποίηση της θέσης ελέγχων για αλκοόλ ή ναρκωτικά μέσω εφαρμογών, ενώ επιτρέπει την ενημέρωση για τροχαία ή εμπόδια. Στη Γερμανία, η χρήση εφαρμογών που προειδοποιούν για ραντάρ θεωρείται παράνομη αν ο οδηγός τις χρησιμοποιεί κατά την οδήγηση, αλλά όχι αν τις συμβουλεύεται ο συνοδηγός…
Εν γένει πάντως δεν υπάρχει κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο, οπότε το συγκεκριμένο φαινόμενο αντιμετωπίζεται άλλοτε ως εργαλείο πρόληψης και άλλοτε ως μορφή παρεμπόδισης της Δικαιοσύνης.