δικαστήρια Άρειος Πάγος

Με μία ιδιαίτερα σημαντική απόφασή της η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ξεκαθαρίζει ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με κάθε μορφής σύμβαση εργασίας (έργου, ορισμένου χρόνου, stage, κ.λπ.) δικαιούνται πλήρη τα δεδουλευμένα τους (αποδοχές τους) ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που οι συμβάσεις τους είναι άκυρες. Να σημειωθεί ότι κατά κανόνα εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας λαμβάνουν αποδοχές πολύ χαμηλότερες από τα προβλεπόμενα νόμιμα όρια.

Τέλος στις αντίθετες αποφάσεις εδώ και μία επταετία

Με την απόφασή της αυτή η Ολομέλεια του Ανωτάτου Πολιτικού Δικαστηρίου θέτει τέλος στο νεφελώδες νομολογιακό τοπίο που επικράτησε επί μία περίπου επταετία γύρω από το καυτό νομικό αυτό θέμα, λόγω των αντιθέτων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από τα δικαστήρια της χώρας αλλά και από τα δύο Εργατικά Τμήματα του Αρείου Πάγου.

Την ίδια στιγμή ανοίγει ένας κύκλος νέων αγώνων εργαζομένων που μπορεί να διεκδικήσουν τις αποδοχές που δεν του καταβλήθηκαν, δηλαδή τα δεδουλευμένα τους.

Ειδικότερα, ορισμένες αποφάσεις δέχθηκαν, σε αντίθεση με τη μακρά και αδιατάρακτη μέχρι τότε αρεοπαγιτική νομολογία, ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι δεν δικαιούνται καθόλου μισθό, ούτε καν τον κατώτατο, για την εργασία που παρείχαν στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης εργασίας.

Και τούτο με το εξής σκεπτικό: Λόγω της ακυρότητας της σύμβασης των εν λόγω εργαζομένων, εφαρμοστέες ήταν οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 και επόμενα του Αστικού Κώδικα). Προϋπόθεση όμως για να υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός του Δημοσίου (και των λοιπών φορέων του δημοσίου τομέα) είναι το Δημόσιο να έχει εξοικονομήσει δαπάνες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση το Δημόσιο δεν μπορούσε να προβεί στις δαπάνες αυτές επειδή η πρόσληψη δεν ήταν νόμιμη. Έτσι, δεν μπορούσε να υπάρξει πλουτισμός του –σύμφωνα με τη νομολογιακή αυτή άποψη– από την παρασχεθείσα εργασία ώστε να αποδοθεί στους εργαζομένους εν είδει μισθού.