Στη φυλακή οδηγήθηκαν έξι από τους είκοσι συλληφθέντες της υπόθεσης με το κύκλωμα που χορηγούσε πλαστές ταυτότητες και διαβατήρια σε κακοποιούς και στο οποίο συμμετείχαν και στελέχη της Αστυνομίας.
Η μαραθώνια διαδικασία των απολογιών ξεκίνησε το πρωί της Παρασκευής και ολοκληρώθηκε το περασμένο Σάββατο.
Στη φυλακή οδηγήθηκαν ο 61χρονος φερόμενος ως εγκέφαλος του κυκλώματος στον οποίο αποδίδεται ο αρχηγικός ρόλος, ο θετός γιος του και ο διοικητής τμήματος ασφαλείας σε περιοχή της Δυτικής Αττικής, ο οποίος φέρεται να είχε επικοινωνίες με τον αρχηγό του κυκλώματος και να συνέπραττε στην έκδοση των ταυτοτήτων.
Η δικογραφία ξεδιπλώνει λεπτομέρειες για τη δράση της ομάδας των επίορκων αστυνομικών που «ξέπλεναν» Αλβανούς ποινικούς βαφτίζοντάς τους Έλληνες ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Μέσα από το διαβιβαστικό των 100 σελίδων αποτυπώνεται όλη η ακτινογραφία της οργάνωσης που δρούσε από το 2013 αποκομίζοντας κέρδη που ανέρχονται σε 5 εκατομμύρια ευρώ!
Όπως έχει γράψει η «Π», το κουβάρι της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται όταν στις 26 Ιανουαρίου προσήχθη στο Τμήμα Ασφαλείας Χαλανδρίου άνδρας, ο οποίος επέδειξε ως έγγραφο ταυτοπροσωπίας του δελτίο ταυτότητας, με αναγραφόμενα στοιχεία: Τ. Α. γεν. 23-05-1984 στη Γεωργία, το οποίο είχε εκδοθεί στις 07-02-2020 από το Τμήμα Ασφαλείας Ασπροπύργου.
Από τη δακτυλοσκοπική του εξέταση όμως προέκυψε ότι επρόκειτο για έναν υπήκοο Αλβανίας. Κατόπιν αυτού, συνελήφθη για παράβαση του άρθρου 242 § 4 Π.Κ. «Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ.».
Επιπλέον, στις 25-2-2021 περιήλθε στους «Αδιάφθορους» της Αστυνομίας και άνευ ημερομηνίας επιστολή – καταγγελία, η οποία περιείχε πληροφορίες για την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούμενη από τους Ε. Δημήτρη, Μ. Παναγιώτη και Κ. Κώστα, οι οποίοι, μαζί με το σχετικό δίκτυο που είχαν αναπτύξει σε Αστυνομικές Υπηρεσίες και Δήμους, προέβαιναν συστηματικά στην «κατά παραγγελία» έκδοση δελτίων ταυτότητας, διαβατηρίων σε αλλοδαπούς, κυρίως Αλβανούς και Ρώσους υπηκόους, σε βάρος των οποίων εκκρεμούσαν καταδικαστικές αποφάσεις και εντάλματα για διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και σε αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Το χρηματικό όφελος που αποκόμιζε η οργάνωση για κάθε έκδοση, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, ανερχόταν σε τριάντα χιλιάδες έως τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ.
Επιπρόσθετα, στις 16-04-2021 και στις 12-07-2021, περιήλθαν στην Υπηρεσία νέες ανώνυμες επιστολές από άγνωστο αποστολέα, οι οποίες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, ανέφεραν ονοματεπώνυμα αστυνομικών και άλλων μελών που συμμετείχαν σε αυτή, τα τηλέφωνα που χρησιμοποιούν, ενώ περιέγραφαν και συγκεκριμένες περιπτώσεις έκδοσης ταυτότητας, διαβατηρίου ή άδειας οδήγησης.
Επειδή τα άτομα που αναφέρονταν στις καταγγελίες είχαν κατηγορηθεί κατά το παρελθόν για αδικήματα παρόμοια με τα καταγγελλόμενα, ενώ επιπλέον κατονομάζονταν αστυνομικοί ως εμπλεκόμενοι και ο καταγγέλλων παρείχε σημαντικές λεπτομέρειες αναφορικά με τη δράση τους.
Από την πολύμηνη έρευνα της Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. (άρσεις απορρήτου των επικοινωνιών, εξετάσεις μαρτύρων, ειδικές ανακριτικές τεχνικές), προέκυψε ότι τουλάχιστον από το 2013 και έπειτα, είχε συγκροτηθεί εγκληματική οργάνωση αποτελούμενη κυρίως από Έλληνες, παλιννοστούντες πρώην χωρών Ε.Σ.Σ.Δ., αστυνομικούς και άλλους δημόσιους υπαλλήλους, η οποία είχε αναπτύξει δίκτυο συνεργατών και δραστηριοποιούταν στην έκδοση δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων σε αλλοδαπούς.
Με τις ενέργειές τους αυτές τα μέλη του κυκλώματος αποκόμιζαν ιδιαιτέρως υψηλά χρηματικά οφέλη, ενώ ταυτόχρονα αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών αποκτούσαν ταυτότητα Έλληνα πολίτη, με όλα τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται, όπως ελευθερία κίνησης σε χώρες εντός και εκτός ζώνης Schengen, διπλώματος οδήγησης, αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, αριθμό φορολογικού μητρώου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ίδρυαν ή συμμετείχαν σε επιχειρήσεις και γενικότερα παραπλανούσαν δημόσιες Αρχές και Υπηρεσίες.
Ιδιαίτερα σημαντικό και ενδεικτικό της απαξίας των εμπλεκόμενων αστυνομικών έναντι της Υπηρεσίας τους είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των «πελατών» (για τους οποίους κατέστη δυνατή η εξακρίβωση των πραγματικών στοιχείων ταυτότητάς τους) που αποτάθηκε στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να εξασφαλίσουν την έκδοση δελτίου ταυτότητας, αποτελούν μέλη διεθνών κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών, ενώ ορισμένοι εξ αυτών «αγόρασαν» έγγραφα ταυτοπροσωπίας καθώς διώκονταν για διάφορα αδικήματα και εκκρεμούσαν σε βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις ή εντάλματα σύλληψης.
Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των μαρτύρων ταυτοπροσωπίας, οι οποίοι επιβεβαίωναν ψευδώς την ταυτότητα του «πελάτη», ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι μάρτυρες είχαν παραστεί σε πλήθος εκδόσεων· ακόμη και με χρονική απόκλιση αρκετών ετών.