Προετοιμάστηκαν για τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 2008, ήταν επιτυχόντες, είδαν συναδέλφους τους να διορίζονται ενώ ήταν σε χαμηλότερες θέσεις από εκείνους στον πίνακα και ακόμα περιμένουν πότε θα έρθει η δική τους σειρά για έναν μόνιμο διορισμό στην εκπαίδευση.
Το συντονιστικό Επιτυχόντων Εκπαιδευτικών ΑΣΕΠ ΄08 τονίζει, μεταξύ άλλων, πως «είμαστε εκπαιδευτικοί που ενώ πετύχαμε καλές και υψηλές βαθμολογίες δεν διοριστήκαμε, ενώ υπήρξε ρύθμιση για συναδέλφους που διορίστηκαν με ρύθμιση του τότε υπουργού Παιδείας Γαβρόγλου, καθώς και αυτοί αδικημένοι, όπως και εμείς, με χαμηλότερες ωστόσο βαθμολογίες στον διαγωνισμό από εμάς».
Σχετικές παρεμβάσεις έχουν γίνει στη βουλή και από τον βουλευτή Ηρακλείου του ΚΙΝΑΛ, κ. Βασίλη Κεγκέρογλου.
Η κ. Αγγελική Ξωμεριτάκη, καθηγήτρια αγγλικών, αναρωτιέται πώς θα φαινόταν στον οποιοδήποτε να έχει πετύχει σε έναν διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και τελικά να βλέπει να διορίζονται άνθρωποι με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνον.
Αυτό ακριβώς συνέβη με επιτυχόντες εκπαιδευτικούς του ΑΣΕΠ 2008, όταν προς έκπληξή τους είδαν να διορίζονται, το 2019, με νομοθετική ρύθμιση του τότε υπουργού Παιδείας, κ. Γαβρόγλου, συνάδελφοι επιτυχόντες ανεξαρτήτως σειράς κατάταξης στον διαγωνισμό.
Οι συνάδελφοι αυτοί είχαν ενημερωθεί για απόφαση του ΣτΕ το 2015 που έκρινε ότι είχαν γίνει διορισμοί με μοναδικό κριτήριο την προϋπηρεσία και όχι με βάση την επιτυχία στον ΑΣΕΠ. Οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και δικαιώθηκαν», εξηγεί.
Υποστηρίζει πως η Πολιτεία, αντί να φροντίσει να διορθώσει τα προηγούμενα λάθη, διαιώνισε την εις βάρος τους αδικία διορίζοντας μόνο όσους είχαν προσφύγει.
Σε ποιο, λοιπόν, κράτος δικαίου διορίζεται ο χαμηλόβαθμος έναντι του υψηλόβαθμου σε έναν αξιοκρατικό και δύσκολο διαγωνισμό; Προφανώς το δικαστήριο θα δικαίωνε και τους υπόλοιπους, αν είχαν προσφύγει.
Εδώ τίθεται θέμα αξιοκρατίας και ισότητας αφού πολλοί συνάδελφοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να κυνηγήσουν το δίκιο τους στα δικαστήρια ή μπορεί για διάφορους λόγους να μην ενημερώθηκαν για αυτή τη δυνατότητα. Στερούνται, έτσι, τη θέση τους;», αναφέρει.
Σε ανάλογη περίπτωση στο παρελθόν, όπως σημειώνει, με επιτυχόντες διαγωνισμού ΑΣΕΠ του 1998, η Πολιτεία φρόντισε να αποκαταστήσει όλους όσοι θίγονταν και όχι μόνο όσους είχαν τη δυνατότητα να προσφύγουν στα δικαστήρια.
Ζητάμε να υπάρξει η πολιτική βούληση ώστε να αποκατασταθεί η αδικία εις βάρος μας και να μην οδηγούμαστε σε αίθουσες δικαστηρίων. Εξάλλου, είμαστε άνθρωποι που έχουμε στηρίξει το δημόσιο σχολείο και χρόνια αναπληρώνουμε τους εαυτούς μας οργώνοντας την Ελλάδα.
Το «ευχαριστώ» ήταν αμέσως μετά το διορισμό των περίπου 450 συναδέλφων μας να αλλάξει το σύστημα διορισμών, το οποίο δεν προσμετρά καν τα μόρια που είχαμε συγκεντρώσει στο διαγωνισμό.
Αντίθετα, προσμετρά ακαδημαϊκά κριτήρια, που απαιτούν επίσης χρήματα για να αποκτηθούν, και πολλοί δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε στα χρόνια της κρίσης που υπηρετούσαμε τη δημόσια εκπαίδευση αλλάζοντας σχολεία και περιοχές κατοικίας. Διορίστηκαν, έτσι, καλώς, άλλοι συνάδελφοι, αγνοήθηκε όμως και πάλι η επιτυχία μας.
Ζητάμε την άμεση αποκατάσταση της αδικίας με τη συμπερίληψη όσων έχουν υψηλότερη βαθμολογία από τον τελευταίο διορισθέντα. Δημοσιοποιούμε την περίπτωσή μας και ζητάμε την υποστήριξή σας. Θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτεία», αναφέρει η κ. Ξωμεριτάκη.
Η φιλόλογος, κ. Αντωνία Σταυρακάκη, περιγράφει πως «στην προσωπική μου προσπάθεια να αποκατασταθώ επαγγελματικά, βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να βλέπω ανθρώπους με χρονολογία κτήσης πτυχίου μεταγενέστερης του δικού μου να διορίζονται στην ενισχυτική διδασκαλία αποκτώντας με αυτό τον τρόπο την πολυπόθητη προϋπηρεσία απλά και μόνο γιατί γνώριζαν τους εκάστοτε διευθυντές εκπαίδευσης.
Βαθιά πληγωμένη διαμαρτυρήθηκα και εγώ στον τότε διευθυντή εκπαίδευσης για την κατάσταση. Την επόμενη ημέρα μου έδωσε τις πρώτες μου ώρες στις Μοίρες και στο Αρκαλοχώρι.
Τώρα που το σκέφτομαι όμως, μάλλον το έκανε από φόβο και όχι επειδή πραγματικά ήθελε να βοηθήσει. Μέχρι που μου δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξω τις ικανότητες και δεξιότητές μου σε έναν αδιάβλητο διαγωνισμό, τον περίφημο διαγωνισμό των εκπαιδευτικών του 2008. Πέτυχα θέση 2144 στους φιλολόγους. Ένιωσα τόση χαρά μέσα μου.
Τα είχα καταφέρει. Και η πραγματικότητα δεν άργησε να φανεί, γιατί για άλλη μια φορά οι πολιτικοί και το κράτος πρόνοιας είχε άλλη άποψη καθώς ξεκίνησε η κρίση. Και η επιτυχία έμεινε στην θεωρία. Ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Γιατί.
Όπως εξηγεί, τότε ξεκίνησε η κρίση και μειώθηκαν οι προσλήψεις και όσες προσλήψεις γίνονταν, ήταν με βάση την ποσόστωση 60% – 40% με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί στη λίστα κατάταξης του εν λόγω διαγωνισμού από τους έχοντες προϋπηρεσία, οι οποίοι αφενός διορίστηκαν μόνιμοι καθ ΄υπέρβαση του ποσοστού που όριζε ο σχετικός νόμος αφετέρου προσελήφθησαν ως αναπληρωτές στη θέση επιτυχόντων γραπτού διαγωνισμού.
Όπως λέει, “σήμερα η αδικία των επιτυχόντων του ΑΣΕΠ έφτασε στο απόγειό της.
Όχι μόνο αφαιρέθηκαν τα μόρια της επιτυχίας από το Υπουργείο Παιδείας αλλά και τον Μάιο του 2019 συνάδελφοι μου επιτυχόντες διορίστηκαν σε μόνιμες θέσεις έχοντας βαθμολογίες χαμηλότερες από τη δική μου, καταστρατηγώντας τη σειρά κατάταξης για ακόμα μια φορά. Για παράδειγμα 29 άτομα με χαμηλότερη βαθμολογία από εμένα διορίστηκαν τότε, δηλαδή διορίστηκε ο αριθμός 3268 και όχι το 2144.
Το υπουργείο δικαιολογεί αυτούς τους διορισμούς ως διορισμούς με δικαστική απόφαση που οι υπόλοιποι επιτυχόντες δεν είχαν γι΄ αυτό και αποκλειόμαστε κάποιοι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του. Όμως πώς θα μπορούσαμε να έχουμε δικαστικές αποφάσεις εφόσον ουδέποτε ενημερωθήκαμε για τις προσφυγές ώστε να διεκδικήσουμε το έννομο δικαίωμά μας;
Πολύ περισσότερο δε σε ένα κράτος δικαίου που προκρίνει την ισονομία και την αξιοκρατία, δε θα έπρεπε να γίνεται λόγος για δικαστικές αποφάσεις ως προϋπόθεση απόδοσης δικαιοσύνης’ª, αναφέρει.
Προσθέτει, ακόμα, πως «μου προξενεί, επιπλέον, εντύπωση πως το Υπουργείο, ενώ προτάσσει την έννοια της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, αγνοεί πεισματικά μερίδα εκπαιδευτικών που έχουν αξιολογηθεί μέσω γραπτού διαγωνισμού– που όπως φημολογείται ενδεχομένως να επανέλθει ως κριτήριο αξιολόγησης σε μελλοντικές προσλήψεις- και έχουν επιτύχει εμμένοντας στην άνιση μεταχείρισή σε σχέση με τους διορισθέντες επιτυχόντες.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να διατυπώσω την εξής ηθική ερώτηση: Ποιος είναι τελικά περισσότερο άξιος εκπαιδευτικός να διδάξει στις σύγχρονες ελληνικές τάξεις με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες της συνεργασίας, του αλτρουισμού, της δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών, τον σεβασμό στα θεμελιωμένα ανθρώπινα δικαιώματα».