έκτακτη Σύνοδος των Πρυτάνεων

Παράταση του χρόνου διαβούλευσης με τις διοικήσεις των Πανεπιστημίων για το νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ, θα ζητήσει από την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, η Σύνοδος των Πρυτάνεων, σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε μετά την έκτακτη συνεδρίασή της το περασμένο Σάββατο.

Σήμερα το μεσημέρι θα γίνει νέα έκτακτη σύνοδος, εξ αποστάσεως, προκειμένου να παρουσιαστούν οι θέσεις των πρυτάνεων επί του Σχεδίου Νόμου στην υπουργό  Παιδείας, κ. Νίκη Κεραμέως.

Αποκλειστικό θέμα της συνεδρίασης του Σαββάτου αποτέλεσε η συζήτηση του νομοσχεδίου για την οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων, και ειδικότερα το μοντέλο διοίκησής  τους και αναπτύχθηκε προβληματισμός όσον αφορά τον ρόλο των προτεινόμενων Συμβουλίων Διοίκησης και το αυτοδιοίκητο”, αναφέρει η ανακοίνωση .

Οι πρυτάνεις κάνουν λόγο για “ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο” που έχει τεθεί, και εκφράζουν την ανησυχία τους “πως κάθε ακαμψία και έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου θα προκαλέσει μεγάλη ζημία στην πρόοδο των πανεπιστημίων”.

Η θέση του Πανεπιστημίου Κρήτης

Σοβαρές ενστάσεις εγείρει η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης, που σε ψήφισμά της, αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως «με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου το Υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να επαναφέρει έναν θεσμό, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο σε μία άλλη μορφή (Συμβούλιο Ιδρύματος) δοκιμάστηκε στην πράξη μέσω του νόμου Διαμαντοπούλου του 2011 και απέτυχε».

Ακόμα, η Σύγκλητος τονίζει πως «η δημοκρατικά εκλεγμένη Σύγκλητος υποβαθμίζεται (ο ρόλος της περιορίζεται στα ακαδημαϊκά θέματα) και στη θέση της θεσμοθετείται ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, με υπερεξουσίες. Πέντε από τα έντεκα μέλη του οργάνου (τα εξωτερικά) διορίζονται, ενώ το σώμα επιφορτίζεται με την αρμοδιότητα να διορίζει (και να παύει) τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις και τους Κοσμήτορες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αντιπροσωπευτικότητα του οργάνου αυτού και η δημοκρατική νομιμοποίηση του από την πανεπιστημιακή κοινότητα την οποία εκπροσωπεί ακυρώνεται, καθιστώντας το όργανο αυτό ευάλωτο στη διαπλοκή τόσο εντός (αδιαφανείς συναλλαγές) όσο και εκτός (με κέντρα εξουσίας και οικονομικά ή άλλα συμφέροντα) του Πανεπιστημίου. Επί της ουσίας ένα ολιγομελές, μη δημοκρατικά νομιμοποιημένο σώμα θα διαφεντεύει τις τύχες του πανεπιστημίου και θα παίρνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του, ερήμην των μελών του.»

Το Π.Κ. τονίζει πως «ο νόμος 4692/2020, ο οποίος εκπονήθηκε από τη σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ισχύει σήμερα και προβλέπει την εκλογή με καθολική ψηφοφορία σχήματος Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων μας βρίσκει σύμφωνους και δεν χρήζει αλλαγής.

Το ίδιο ισχύει και με την τρέχουσα σύνθεση της Συγκλήτου στην οποία εκτός από τα μέλη του Πρυτανικού Συμβουλίου, συμμετέχουν και οι δημοκρατικά εκλεγμένοι με καθολική ψηφοφορία από τα αντίστοιχα όργανα Κοσμήτορες των Σχολών, Πρόεδροι των Τμημάτων, και εκπρόσωποι από όλες τις άλλες συνιστώσες της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ως τέτοια, η Σύγκλητος αποτελεί το καταλληλότερο σώμα για να λαμβάνει τις κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον του Πανεπιστημίου.»

Η Σύγκλητος σημειώνει πως θεσπίζεται πληθώρα νέων προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών χωρίς πρόνοια για την αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ και του διοικητικού προσωπικού που θα τα υποστηρίξει, και τη βελτίωση των υποδομών.

Το νομοσχέδιο θεσμοθετεί σειρά νέων δομών (ΜΟΔΙΠ, Μονάδα Στρατηγικού Σχεδιασμού, Μονάδα Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Μονάδα Ασφάλειας και Προστασίας κ.λπ.) χωρίς πρόβλεψη για τη στελέχωσή τους και χωρίς αύξηση του προϋπολογισμού.

Οι κατ’ ελάχιστον διδακτικές απαιτήσεις των διδασκόντων πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και τη διδασκαλία σε ΠΜΣ (στο νέο Ν/Σ αφορούν αποκλειστικά στον 1ο κύκλο σπουδών). Στις μεταπτυχιακές σπουδές εισάγονται πληθώρα νέων τίτλων σπουδών (επαγγελματικά, βιομηχανικά κ.λπ.) που μπορούν να οδηγήσουν τις μεταπτυχιακές σπουδές σε απορρύθμιση

«Η κατάργηση της μονιμότητας στη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και η στέρηση της δυνατότητας χορήγησης επιστημονικής άδειας δεν μας βρίσκουν σύμφωνους», σημειώνει.

Ωστόσο, αναφέρει πως «οι διατάξεις του νόμου που δίδουν μεγαλύτερη ευελιξία στις επιλογές των φοιτητών (διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών, διπλά προγράμματα σπουδών και προγράμματα σπουδών δευτερεύουσας κατεύθυνσης) μας βρίσκουν σύμφωνους, με την προϋπόθεση ότι για κάθε νέο πρόγραμμα θα καθορίζονται πλήρως τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων.

Η θέσπιση του προγράμματος εσωτερικής κινητικότητας των φοιτητών, με τις απαραίτητες ρυθμίσεις, και του πιστοποιητικού ψηφιακών δεξιοτήτων μας βρίσκει σύμφωνους.» Εκφράζει σοβαρή επιφύλαξη για τη θέσπιση Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας μικρότερης διάρκειας και Προγραμμάτων Σύντομης Διάρκειας τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στον κατακερματισμό των προγραμμάτων σπουδών των πανεπιστημίων και υποβάθμιση της ποιότητας.

«Οι διατάξεις για την πρακτική άσκηση των φοιτητών θα δημιουργήσουν ανυπέρβλητες δυσκολίες, ιδιαίτερα σε τμήματα όπου η πρακτική άσκηση είναι υποχρεωτική, καθώς προβλέπουν ότι το 80% της αποζημίωσης των φοιτητών θα καλύπτεται από τους φορείς», σημειώνει.