το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (ΕΛΜΕΠΑ)

«Όχι» στο ανώτατο όριο σπουδών και τη θέσπιση της βάσης του 10 λέει η Σύγκλητος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου.

Το σώμα απαντά σε σχετική επιστολή της υπουργού Παιδείας, κ. Νίκης Κεραμέως, και τονίζει πως το κύριο πρόβλημα των Πανεπιστημίων σήμερα είναι η υποχρηματοδότηση και η σημαντικότατη υποστελέχωσή τους σε ακαδημαϊκό, διδακτικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η αναλογία αριθμός φοιτητών / μέλος ΔΕΠ να απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ειδικά για ορισμένα πανεπιστήμια.

Υπενθυμίζει πως το ΕΛΜΕΠΑ, σύμφωνα με το νόμο 4610/07.05.2019, περιλαμβάνει νέες ακαδημαϊκές δομές μεταξύ των οποίων έξι νέα Τμήματα που πρόκειται να λειτουργήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια μετά από τεκμηριωμένη απόφαση της Συγκλήτου, Πανεπιστημιακό Ερευνητικό Κέντρο με έξι ερευνητικά Ινστιτούτα, Πρότυπο Αγροδιατροφικό Πάρκο Κρήτης, Κέντρο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης για την υλοποίηση των διετών προγραμμάτων σπουδών, καθώς και τις απαιτούμενες διοικητικές δομές που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.

Αυτές οι νέες δομές καθιστούν απαραίτητη τη στήριξη της Πολιτείας και την χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου για να εκπληρώσει το φιλόδοξο στρατηγικό αναπτυξιακό του σχέδιο.

Μεταξύ άλλων, η Σύγκλητος του Ιδρύματος σημειώνει: «Θεωρούμε ότι ο θεσμός του Συμβουλίου Ιδρύματος είναι περιττός και θα δημιουργήσει, όπως και στο παρελθόν, σύγχυση αρμοδιοτήτων, προβλήματα στη διοίκηση και, εν τέλει, στην καθημερινότητα των Ιδρυμάτων.»

Αναφέρει πως είναι κρίσιμη η κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των Τμημάτων.

Η  Σύγκλητος θεωρεί πολύ σημαντική την αναβάθμιση του ρόλου της ΑΔΙΠ, την ανεξαρτητοποίησή της από το ΥΠΑΙΘ, την επιλογή των μελών της Διοίκησής της με βάση την εμπειρία τους σε θέματα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση με βάση τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις και την αποτελεσματική λειτουργία της ΑΔΙΠ προς όφελος της ουσιαστικής, και όχι της τυπικής, βελτίωσης της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης.

Το σώμα αναφέρει πως «δεν θεωρούμε ότι ο περιορισμός του χρόνου σπουδών αποτελεί μια καλή πρακτική, η οποία θα επιλύσει το πρόβλημα, δεδομένων μάλιστα των συνθηκών στη χώρα μας.

Αντίθετα, το ανώτατο όριο σπουδών ν+2 θα οδηγήσει σε μαζικές διαγραφές φοιτητών, οι οποίοι έχουν αντικειμενικά προβλήματα ολοκλήρωσης των σπουδών τους (π.χ. εργαζόμενοι φοιτητές, φοιτητές με μαθησιακές δυσκολίες, κ.α.). Αποτελεί ένα πειθαρχικό μέτρο, που δεν θεραπεύει τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος της μακροχρόνιας φοίτησης.

Τα Πανεπιστήμια πρέπει όμως, βάσει του αυτοδιοίκητου, να αναζητήσουν καλές πρακτικές για να περιορίσουν το φαινόμενο της μακροχρόνιας φοίτησης.»

Τονίζει, ακόμα, ότι «πρέπει να ενισχυθεί το κύρος του εθνικού απολυτηρίου και να αποσυνδεθεί το Λύκειο από την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Στόχος όλης της κοινωνίας πρέπει να είναι η σωστή μόρφωση των παιδιών μας, των νέων γενεών.

Με αυτό τον τρόπο, το Λύκειο θα ανακτήσει το ρόλο του, ενώ πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος οι υποψήφιοι φοιτητές να επιλέγουν το Τμήμα όπου πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν και όχι να καταλήγουν τυχαία στις τελευταίες τους επιλογές, κάτι που σίγουρα επηρεάζει και τις σπουδές τους (…)

Είναι βέβαιο, επίσης, ότι τα Πανεπιστήμια, με βάση το αυτοδιοίκητο και το στρατηγικό τους σχεδιασμό πρέπει να έχουν σημαντικό λόγο για τον αριθμό των εισακτέων στα ακαδημαϊκά Τμήματα.(…)

Με βάση τα παραπάνω, θεωρούμε ότι η εισαγωγή της βάσης του 10 δεν αποτελεί λύση, είναι μια μηχανιστική, τεχνική προσέγγιση σε ένα ουσιαστικό πρόβλημα και επιπλέον πρόκειται να θίξει καίρια τα περιφερειακά και ιδιαίτερα τα νησιωτικά Πανεπιστήμια, τα οποία για οικονομικούς λόγους και λόγω της έλλειψης φοιτητικής στέγης, δεν προσελκύουν σε μεγάλο βαθμό φοιτητές με υψηλές βαθμολογίες στις πανελλήνιες εξετάσεις».