Στην επιστολή μαθητών για τα Λατινικά προς την υπουργό Παιδείας απαντούν οι κοινωνιολόγοι εκπαιδευτικοί Ν. Ηρακλείου.
Σε ανακοίνωσή τους, με τίτλο «Μαθητικές κινήσεις και εκπαιδευτικοί προβληματισμοί» αναφέρουν:
«Έχουμε διανύσει το μισό περίπου της σχολικής χρονιάς -πλησιάζει ο καιρός για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις-ο αγώνας μελέτης των μαθητών της Γ’ Λυκείου συνεχίζεται και να που κάποιοι από αυτούς αναλαμβάνουν μία εξαιρετική πρωτοβουλία να παρουσιάσουν τη χρησιμότητα των Λατινικών και να υπενθυμίσουν στον μαθητικό και εκπαιδευτικό κύκλο τη συμβολή του συγκεκριμένου αντικειμένου στη μετέπειτα επαγγελματική πορεία και σταδιοδρομία τους, εκφράζοντας, επίσης, τη λύπη τους που δεν εξετάζονται σε αυτό.
Ίσως, αισθάνονται και θεωρούνται αδικημένοι και απογοητευμένοι από το εκπαιδευτικό σύστημα, την ελληνική πολιτεία, γιατί εξετάζονται στο μάθημα της Κοινωνιολογίας, μάθημα το οποίο θεωρούν πιο δύσκολο, που απαιτεί κριτική σκέψη, αναστοχασμό, απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάκτηση της γνώσης, αλλά δυσκολεύονται, διότι δεν έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν με αυτόν τον τρόπο.
Μήπως πίσω από το τόσο «γλαφυρό» κείμενό τους, που εκφράζουν τη «μεγάλη αγάπη» τους για τα Λατινικά, κρύβονται εκπαιδευτικοί που διδάσκουν το συγκεκριμένο μάθημα;
Πολύ ωραία και σωστά, ο κάθε εκπαιδευτικός κλάδος επιβάλλεται στη σημερινή εποχή να υποστηρίζει και να αγωνίζεται για τη διδασκαλία των γνωστικών του αντικειμένων, όχι βέβαι, χρησιμοποιώντας τους μαθητές ως «ασπίδα» στον αγώνα αυτό!
Επίσης, δεν είναι καθόλου συνετό και χρήσιμο για τους σημερινούς μαθητές, εφόσον πρέπει να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα, να διαμορφώνονται συνθήκες αμφισβήτησης μαθημάτων, να καλλιεργείται το αίσθημα της ματαιοδοξίας ή απελπισίας, ιδιαίτερα σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την επαγγελματική τους πορεία.
Με τον τρόπο που γνωστοποιήθηκε η «εξύμνηση» του μαθήματος των Λατινικών και που «ίσως» μεθοδεύτηκε από εκπαιδευτικούς του συγκεκριμένου αντικειμένου, χωρίς να τηρηθεί το τυπικό πλαίσιο, παρουσιάζεται προς τα έξω ως μία συντεχνιακή ενέργεια και τακτική».
Για το μάθημα της Κοινωνιολογίας τονίζουν πως «από την άλλη, αξίζει να αναφερθεί πως πολλοί μαθητές της Γ’ Λυκείου έχουν αναγνωρίσει τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του μαθήματος της Κοινωνιολογίας και το δείχνουν καθημερινά με τα σχόλια, τις παρατηρήσεις τους, τις δράσεις και την αντιμετώπιση της σχολικής τους πραγματικότητας στους εκπαιδευτικούς τους.
Ακόμη, τους επισημαίνουν και τους αναφέρουν τη χρησιμότητα των θεματικών που διδάσκονται στο συγκεκριμένο μάθημα (όπως: σύγχρονη κοινωνία, κοινωνικοποίηση-κοινωνικός έλεγχος, εκπαίδευση, εργασία -ανεργία και κοινωνικές ανισότητες, αποκλίνουσα συμπεριφορά – παραβατικότητα-εγκληματικότητα, ετερότητα-διαπολιτισμικές και διακοινωνιακές σχέσεις κ.ά.).
Το πιο σημαντικό είναι ότι αρχίζουν να σκέφτονται πολύπλευρα και σφαιρικά, εφαρμόζοντας στη σχολική και προσωπική τους καθημερινότητα την «κοινωνιολογική φαντασία».
Εξάλλου, το σύγχρονο ελληνικό σχολείο στοχεύει μέσα από τη διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων, όπως τέτοιο είναι και το μάθημα της Κοινωνιολογίας, εκτός από την ωρίμανση της σκέψης, τη γνωστική επάρκεια στη διαμόρφωση νέων με κοινωνικές δεξιότητες, κριτική σκέψη, στη δημιουργία αυτόβουλων και ελεύθερων προσωπικοτήτων, που θα αναζητούν σε βάθος τις αιτίες των προβλημάτων τους, θα έχουν στόχους και θα επιλέγουν ορθά και όχι παράτυπα, τα μέσα, για την επίτευξή τους!
Καλό και συνετό, θα ήταν λοιπόν, να το θυμούνται όλοι αυτοί που υπηρετούν στον χώρο της εκπαίδευσης και να το διδάσκουν στα παιδιά-στους μαθητές τους».