Άνοιγμα στην κοινωνία επιχειρεί η ΕΛΜΕ Ηρακλείου, με σκοπό να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τις δραστικές αλλαγές που δρομολογούνται στον πυρήνα της εκπαίδευσης και όπως τονίζουν οι εκπαιδευτικοί αλλάζουν το DNA του δημόσιου σχολείου.
Για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στη σχολική κοινότητα μιλά σήμερα στην «Π» το μέλος του Δ.Σ της ΕΛΜΕ Αντιγόνη Τρούλη που όπως σημειώνει, «το μέλλον της αυριανής κοινωνίας δεν μπορεί να στηρίζεται, ούτε στην ανάπηρη γνώση των “δεξιοτήτων” που έχει ανάγκη η αγορά, ούτε στο σκυφτό και πειθαρχημένο δάσκαλο που θα διδάσκει το φόβο και την υποταγή. Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο, σχολείο που θα χωρά όλα τα παιδιά και όλους τους εκπαιδευτικούς.
Ένα σχολείο που θα στοχεύει στην ολοκληρωμένη ψυχοπνευματική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, όπου ο εκπαιδευτικού θα εκπληρώνει το ρόλο του ως παιδαγωγός και όχι ως ιμάντας μεταφοράς πληροφοριών και συμβολαιογράφου επιδόσεων».
-Γιατί σε αυτή τη χρονική συγκυρία αποφασίσατε να απευθυνθείτε στους γονείς με μια ανοικτή επιστολή. Τι ακριβώς λέτε;
-Μέσα στην περίοδο της πανδημίας, και ενώ η κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά, ωστόσο έχει νομοθετήσει σειρά αντιεκπαιδευτικών μέτρων για τα οποία θεωρούμε ότι η κοινή γνώμη δεν έχει αντιληφθεί την έκταση και το βάθος αυτών των αλλαγών που επιχειρούνται και θα πλήξουν καίρια το δημόσιο σχολείο.
Πρόθεσή μας είναι επίσης να καλέσουμε άμεσα (διαδικτυακά, είτε διά ζώσης) τους εκπροσώπους των συλλόγων γονέων σε συνάντηση, συζήτηση και συμπόρευση, ώστε να αποτραπούν οι αντιεκπαιδευτικές αλλαγές και να διεκδικήσουμε ασφαλείς όρους λειτουργίας των σχολείων, αφού η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να αντικαταστήσει σε καμία περίπτωση τη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία και εντείνει τις ταξικές ανισότητες.
-Δηλαδή τι ακριβώς αλλάζει;
-Αλλάζει ο χαρακτήρας, το DNA του δημόσιου σχολείου, το οποίο οδηγούν σε συρρίκνωση, αποδόμηση και λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικούς όρους. Ουσιαστικά διακυβεύεται το μέλλον του δημόσιου σχολείου και η μόρφωση των παιδιών μας.
-Θέλετε να μας πείτε πιο συγκεκριμένα ποιες είναι οι αλλαγές αυτές που δημιουργούν νέα δεδομένα;
-Από πέρυσι η κυβέρνηση έχει ψηφίσει τρεις νόμους πολύ σημαντικούς. Ο πρώτος είναι ο νόμος Κεραμέως που ψηφίστηκε τον περασμένο Μάη, ο νόμος 4692/20 που θεσμοθετεί μεταξύ άλλων (ξανά) την Τράπεζα θεμάτων, ο νόμος για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και κατάρτιση ν.4763/20, η εξίσωση των πτυχίων των τριετών ιδιωτικών κολεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων, η θεσμοθέτηση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και το πολυνομοσχέδιο «σκούπα» που ψηφίστηκε το Φλεβάρη, ν. 4777/21, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αρνητικές αλλαγές στη σύστημα πρόσβασης με τη θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, και διπλό μηχανογραφικό.
-Τι σημαίνει ελάχιστη βάση εισαγωγής και πώς θα διαμορφώνεται;
-Η ελάχιστη βάση εισαγωγής που θεσμοθετεί τώρα το Υπουργείο θα καθορίζεται από δύο παράγοντες: α) από τον μέσο όρο των επιδόσεων όλων των υποψηφίων σε όλα τα μαθήματα κάθε επιστημονικού πεδίου και β) από συντελεστή που θα ορίζει το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα, λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω από το μέσο όρο των υποψηφίων. Η συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου θα γίνεται σε δύο φάσεις.
Στην πρώτη, οι υποψήφιοι θα δηλώνουν πολύ περιορισμένο σε σχέση με σήμερα, αριθμό σχολών (μόλις 15) από μόνο ένα επιστημονικό πεδίο. Στη δεύτερη φάση οι υποψήφιοι που δεν κατάφεραν να πιάσουν το όριο εισαγωγής στις σχολές που είχαν δηλώσει, θα συμπληρώνουν εκ νέου μηχανογραφικό με τις σχολές που έμειναν κενές από την πρώτη φάση.
-Θέλετε να μας πείτε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα;
-Βεβαίως. Παίρνουμε ως τυχαίο παράδειγμα μια σχολή του 2ου επιστημονικού πεδίου, ένα τμήμα Νοσηλευτικής. Έστω ότι ο μέσος όρος των επιδόσεων των εξετασθέντων στο 2ο πεδίο είναι το 12, βάσει των βαθμολογιών τους σε όλα τα μαθήματα του πεδίου. Έπειτα το τμήμα αυτό, (όπως και κάθε τμήμα) διαλέγει ένα συντελεστή που κυμαίνεται μεταξύ 0,80 και 1,20 για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής σε αυτό.
Αν τώρα, το τμήμα Νοσηλευτικής επιλέξει να ορίσει τον συντελεστή στο 0,90, τότε η βάση για το τμήμα διαμορφώνεται σε 10,8. Αντιθέτως, στο ίδιο παράδειγμα με συντελεστή 1,20, η βάση διαμορφώνεται στο 14,4. Άρα η βάση εισαγωγής στα Πανεπιστήμια δεν θα είναι το 10…
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πάρα πολλά παιδιά δεν θα περνούν στη σχολή πρώτης προτίμησης και στο δεύτερο μηχανογραφικό θα μπορούν να δηλώσουν μόνο σε όσες σχολές απέμειναν κενές θέσεις. Η διαχείριση αυτή δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα για τους υποψηφίους και θα αναγκάσει πολλούς υποψήφιους να μπουν σε τυχαίες σχολές και πολλούς πουθενά.
– Οι χαμηλές βαθμολογίες μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις είχαν θέσει ερωτηματικά σε σχέση με τους όρους πρόσβασης των μαθητών στα πανεπιστήμια. Θεωρητικά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι με το τρόπο αυτό θα ανέβει το επίπεδο των σχολών.
-Εκτιμούμε ότι οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σε μεγάλη μείωση εισακτέων, κάτι που αποτελεί και στόχο της κυβέρνησης και δεν θα λύσουν το πρόβλημα της αναβάθμισης του επιπέδου των υποψηφίων, αφού αυτό δεν εξαρτάται από την αύξηση των εξεταστικών φραγμών, αλλά από μια ουσιαστική, συνολική αναβάθμιση τη παιδείας σε όλο το φάσμα της α΄βαθμιας και β΄βαθμιας εκπαίδευσης και ουσιαστική στήριξη όλων των παιδιών με υποστηρικτικές δομές.
Το υποκριτικό του πράγματος φαίνεται εξάλλου και από το ότι καμία βάση δεν θα υπάρχει για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια – κολλέγια. Η μόνη βάση εκεί θα είναι η οικονομική δυνατότητα του υποψήφιου….
– Για να μπούμε στον πυρήνα του προβλήματος, τι ακριβώς φταίει, τι δεν πάει καλά ποια είναι η παθογένεια αυτού του συστήματος;
-Καταρχάς το πρώτο είναι η χρόνια υποβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής και ο μεγάλος αριθμός των μαθητών ανά τμήμα. Με άλλους όρους γίνεται μάθημα με 15 ή με 20 παιδιά και με άλλους όρους με 30. Και είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ακόμα και μέσα στην πανδημία αντί να μειώσουν τον αριθμό των μαθητών, τον αύξησαν. Επίσης υπάρχουν σοβαρά ζητήματα με τη διδακτέα ύλη και τα σχολικά βιβλία όπως επίσης με την αλλαγή στα αναλυτικά προγράμματα εδώ και χρόνια από το δημοτικό που προωθούν την αποσπασματική γνώση, την πληροφορία σε βάρος της ολοκληρωμένης σφαιρικής μόρφωσης και γνώσης
. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει διάλυση της σκέψης. Επίσης τεράστιο θέμα αποτελεί η μη καλή εκμάθηση της γλώσσας, γεγονός στο οποίο συμβάλλουν –εκτός των άλλων εξωσχολικών παραγόντων- τα κακογραμμένα βιβλία και τα αναλυτικά προγράμματα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το φτωχό λεξιλόγιο, το οποίο μοιραία σημαίνει φτωχή σκέψη. Ακόμα κομβικό ζήτημα που υποβαθμίζει τις συνθήκες της εκπαίδευσης είναι η έλλειψη μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού. ‘Όταν δηλαδή έχουμε αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που κάθε χρόνο αλλάζουν σχολείο και πολλοί από αυτούς πηγαίνουν σε 3,4 και 5 σχολεία.
Φέτος είχαμε 50.000 αναπληρωτές εκπαιδευτικούς σε όλη την Ελλάδα, και του χρόνου με τις συνταξιοδοτήσεις θα είναι πάνω από 60.000 οι αναπληρωτές. Στο Ηράκλειο μόνο στη δευτεροβάθμια είχαμε φέτος περίπου 650 αναπληρωτές και στην πρωτοβάθμια 1500 περίπου. Όταν δεν εξασφαλίζεται εκπαιδευτικό προσωπικό που να έχει μια συνέχεια στο έργο του, και με κενά κάθε χρόνο ως το τέλος της χρονιάς, πώς να υπάρχει ποιότητα στην εκπαίδευση;.
– Θα θέλαμε ένα σχόλιο δικό σας επίσης και για την περίφημη τράπεζα των θεμάτων…
-Γενικότερα θα έλεγα ότι οι διατάξεις αυτών των νόμων, ανάμεσα στα άλλα, φτιάχνουν ένα σχολείο δυσκολότερο αυξάνοντας τα εξεταζόμενα μαθήματα και στις υπόλοιπες τάξεις, το μέσο όρο προαγωγής από 9,5 σε 10 ανά τάξη και σε 13 για το γενικό μέσο όρο.
Σε αυτή τη λογική κινείται και η Τράπεζα θεμάτων, μια διαδικασία μίνι Πανελλαδικών σε κάθε τάξη του Λυκείου, που η υπουργός Παιδείας φιλοδοξεί να εφαρμόσει από φέτος (!) για την Α΄ Λυκείου και από του χρόνου σταδιακά σε όλες τις τάξεις ΓΕΛ και ΕΠΑΛ, με στόχο όπως ισχυρίζεται «να διασφαλίζονται η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα της βαθμολόγησης των μαθητών», αφού ο βαθμός και των τριών τάξεων θα μετράει στο Εθνικό απολυτήριο.
Για ποια αντικειμενικότητα και αξιοπιστία όμως μας μιλάει η Υπουργός, όταν το 50% των θεμάτων στις τελικές προαγωγικές εξετάσεις θα μπαίνει από την Τράπεζα θεμάτων αυξημένης δυσκολίας με κλήρωση και οι μαθητές, είτε είναι σε ένα σχολείο των Βορείων Προαστίων της Αθήνας, είτε σε μια ακριτική περιοχή , έχουν ίσες πιθανότητες να εξεταστούν σε δύσκολα θέματα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το επίπεδο των μαθητών και οι ιδιαιτερότητες της διδασκαλίας; (ας μην ξεχνάμε ότι κάποια κενά καλύπτονται από το Υπουργείο ακόμη και Δεκέμβρη).
Γιατί επίσης επαναφέρουν ένα μέτρο που, όταν εφαρμόστηκε ξανά το 2013-΄14, έμεινε μετεξεταστέο το 30-40% των μαθητών και τελικά απορρίφθηκε το 10%; Γιατί τέτοια κοινωνική αναλγησία, όταν οι μαθητές φέτος βιώνουν μια δύσκολη από πολλές απόψεις κατάσταση λόγω πανδημίας, αλλά και εξαιτίας της τηλε-«εκπαίδευσης», η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να ανταπεξέλθουν σε μια τέτοια δοκιμασία;
– Ποιες θεωρείτε ότι είναι τελικά οι στοχεύσεις του Υπουργείου;
-Δυστυχώς εδώ και 30 περίπου χρόνια όλες οι κυβερνήσεις, Ε.Ε, ΟΟΣΑ και ΣΕΒ απαξιώνουν το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς. Η στόχευση είναι διπλή: α)η μαζική εκδίωξη μαθητικού πληθυσμού από τη Λυκειακή βαθμίδα και η στροφή τους στις μεταγυμνασιακές σχολές κατάρτισης και μαθητείας, ιδιωτικές ή δημόσιες, για τη δημιουργία φθηνού ευέλικτου εργατικού δυναμικού, όπως ζητούν οι επιχειρήσεις.
Στην εποχή των τεράστιων επιστημονικών δυνατοτήτων και της ανάπτυξης της γνώσης, το μέλλον που επιφυλάσσεται για τους μαθητές μας είναι η επιστροφή στην εποχή του «κάλφα». Ακόμη και τα ΕΠΑΛ θα οδηγηθούν σε συρρίκνωση, αφού οι μαθητές σε αυτά δε θα μπορούν να ανταποκριθούν στις εξετάσεις με Τράπεζα Θεμάτων, ενώ οι ειδικότητες και οι τομείς θα αποτελούν κινούμενη άμμο σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων και του τοπικού κράτους.
Τα δημόσια ΙΕΚ μπαίνουν και αυτά στην κλίνη του Προκρούστη, αφού όσα έχουν κάτω από 250 σπουδαστές στις μεγάλες πόλεις και 100 στις μικρές, θα κλείνουν. Γενικότερα όσο διαλύεται η παραγωγική βάση της χώρας , δημιουργείται ένα σχολείο για λίγους εκλεκτούς».
– Και ο δεύτερος στόχος;
-«Μέσω της «αξιολόγησης» που επίσης θεσμοθετούν να κατηγοριοποιήσουν, με βάση και τα μαθησιακά αποτελέσματα, τα σχολεία σε «καλά» και «κακά», συνδέοντας τη «μέτρηση-αξιολόγηση» τους με τη χρηματοδότηση, οδηγώντας τα στην αναζήτηση χορηγών και ιδιωτών για την επιβίωσή τους. Να οδηγήσουν έτσι στην «αυτονομία» των σχολικών μονάδων, σε διάλυση του ενιαίου αναλυτικού προγράμματος, σε πειθάρχηση και έλεγχο τους εκπαιδευτικούς, κλείσιμο σχολείων και απολύσεις.